Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Από τον Ευβοϊκό στο Αιγαίο


Το οδοιπορικό αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 220 του περιοδικού: "ΚΟΡΦΕΣ"




Στο ξεκίνημα

Έβρεχε χωρίς διακοπή όλη την Παρασκευή.
Όχι να πεις μια ήπια  ποτιστική ανοιξιάτικη βροχούλα, ούτε μια σύντομη καλοκαιρινή νεροποντή, μα μια βροχή που θύμιζε Νοέμβρη κι ας ήταν 18 του Μάη.
Ξημέρωσε το Σάββατο και δεν έλεγε να ξεθυμάνει.
Παρόλα αυτά, καθώς ετοίμαζα το σακίδιο έχωσα κάτω-κάτω  μαγιό και αντηλιακή, όχι μόνο από διάθεση να ξορκίσω το ανεπιθύμητο, μα από εμπιστοσύνη στους δορυφόρους που είχαν δώσει ευνοϊκή πρόβλεψη  για το Σαββατοκύριακο.
Στη μόστρα, όμως,  φιγουράριζαν  γκέτες για τη λάσπη και αδιάβροχο. Καλές οι θετικές σκέψεις και οι επιστημονικές προγνώσεις, μα να ’χουμε και το νου μας.
Στο τρίωρο ταξίδι με το λεωφορείο χρειάστηκα γυαλιά ηλίου. Η συννεφιά μας είχε αποχαιρετήσει και η καλή διάθεση πολλαπλασιάστηκε.

Ώρα πέντε το απόγευμα στο χωριό Μύλοι, έξω από την Κάρυστο - αφετηρία της πορείας - γίνεται συγκρότηση της ομάδας. Φοράμε τα ορειβατικά μποτάκια, ρυθμίζουμε το ύψος των μπαστουνιών, βάζουμε τα παγούρια κάτω από τα πετρωμένα ορθάνοιχτα στόματα των λιονταριών που βγάζουν ασταμάτητα δροσερό νερό, φορτωνόμαστε τα σακίδια. 
Τις γκέτες, όμως, τις αφήνουμε στην άκρη σαν  περιττό βάρος. Η διψασμένη πετρώδης γη της Νότιας Εύβοιας έχει ρουφήξει όλο το νερό χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Μετριόμαστε.
Ακούμε τις τελευταίες οδηγίες: ο αρχηγός πρώτος - να δίνει το τέμπο. Ο τελευταίος «σκούπα» - να ελέγχει τη συνοχή της ομάδας. Όλοι οι υπόλοιποι ανάμεσα. 
Εγκαταλείπουμε την άσφαλτο στρίβοντας δεξιά και δοκιμάζουμε ν’ ανοίξουμε την πόρτα της πρόχειρης περίφραξης στ’ αριστερά μα η ηλικιωμένη κυρία εμφανίζεται από το απέναντι σπίτι  και μας διορθώνει. Να μην βιαζόμαστε, λέει, πρέπει ν’ ανεβούμε λίγο ακόμα πριν στρίψουμε αριστερά. Ξεσπάμε σε γέλια καθώς, κατόπιν εορτής, θυμόμαστε πως απαράλλαχτα συνέβησαν τα πράγματα δύο χρόνια πριν. Η γιαγιά - να 'ναι καλά - είναι πάντα εκεί να φυλάει Θερμοπύλες και να προλαμβάνει την αδημονία των ορειβατών.

Το τοπίο είναι γυμνό από δέντρα, μα ένα ευεργετικό ελαφρό αεράκι – αποβροχάρης – μας προστατεύει από τη ζέστη. Σήμερα θα  ιδρώσουμε λιγότερο. Μετά τις ξερολιθιές που οριοθετούν καλλιεργήσιμα κομμάτια στις παρυφές του χωριού, πιάνουμε το στενό ανηφορικό μονοπάτι.  Στ' αριστερά  μας υψώνεται ο πετρώδης λόφος που στεφανώνεται από την καλοδιατηρημένη ενετική ακρόπολη της περιοχής, το Κοκκινόκαστρο - πιο γλυκόηχο ως Castello Rosso -  που μοιάζει φυσική προέκταση του βουνού. Δικαίως οι φήμες το ήθελαν απόρθητο αφού για τη φρούρησή του αρκούσαν 30 στρατιώτες.  Εικόνες, φαινομενικά ασύνδετες - μα που σχετίζονται με τον τόπο - από ηρωικές πολιορκίες και ρομαντικά ηλιοβασιλέματα μπλέκονται στο μυαλό μου.





Περπατάμε ένας-ένας. Αν κοιτάξεις πίσω θα δεις μια πολύχρωμη γραμμή που στριφογυρίζει ακολουθώντας τα φιδίσια τριγυρίσματα. Η πρώτη ώρα είναι η ώρα της προσαρμογής. Όλοι θα ζοριστούμε, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Οι κουβέντες λιγοστές. Δεν  θέλουμε να επιβαρύνουμε  τα πνευμόνια, τα αφήνουμε να λειτουργούν στο ρυθμό εισπνοή-εκπνοή έτσι που να ανεβαίνουμε χωρίς να λαχανιάζουμε. Μπορούμε όμως χωρίς κόστος να παρατηρούμε. Ακόμα και η άνυδρη, στέρφα γη της Καρυστίας, τόσο όμοια με την Κυκλαδίτικη, έχει ανθίσει. Α, αυτή η νιότη του χρόνου! Χαμηλή χλόη σπαρμένη χαμολούλουδα  : ροζ καμπανούλες, ανθισμένη μωβ χαμορίγανη – η κοινή ρίγανη δεν έχει ανθίσει ακόμα, τα πράσινα κλωνάρια της μοσχοβολούν όμως καθώς συνθλίβονται κάτω από τα παπούτσια μας -,  άσπρες μαργαρίτες, χαμομήλι… 
-Πώς ξεχωρίζεις το χαμομήλι από τη μαργαρίτα; 
-Από το άρωμα.
-Κι αν δεν σκύψεις να μυρίσεις;
-Τα  πράσινα φυλλαράκια του είναι πιο λεπτά.
-Η κίτρινη άλως είναι φουσκωτή, πομπέ, ενώ στη μαργαρίτα επίπεδη.
Η στενή επαφή με τη φύση μας κάνει παρατηρητικούς, η λεπτομέρεια αποκτάει αξία, γίνεται σημαντική.




















Στα πόδια μας χαμηλοί θάμνοι: θυμάρι που δεν έχει προλάβει ν’ ανθίσει, μα απλώνει επιδεικτικά τα φουντωτά κλωνάρια με το φρέσκο πράσινο σκούρο χρώμα. Δεν πρόκειται να το χαρεί για πολύ. Μόλις εμφανιστούν τα μωβ ανθάκια, τα φύλλα θα έχουν ξεραθεί. Τα ρείκια είναι μπουμπουκιασμένα. Σε μια δυο βδομάδες θα προκαλούν σμάρια μέλισσες με την ομορφιά των λεπτεπίλεπτων λευκών λουλουδιών τους. Η  μνήμη της όσφρησης έχει ήδη φέρει στην άκρη της γλώσσας  την γεύση του ρεικόμελου. Μια χελώνα επιχειρεί να διασχίσει το μονοπάτι. Την μετατοπίζουμε απαλά. Μην βρεθεί κάποιος απρόσεκτος… 
Με τούτα και κείνα η ώρα περνάει και από μακριά αγναντεύουμε τις κολώνες του αρχαίου λατομείου. Η  πρώτη μας στάση. Νερό, φωτογραφίες, ξεκούραση, κουβέντα. Χαζεύουμε τις πέντε τεράστιες λαξευμένες  μονολιθικές μαρμάρινες κολώνες  μήκους 12 μέτρων, διαμέτρου δύο μέτρων –  κύλινδροι για τους ντόπιους -  ξαπλωμένες, αιώνες τώρα, στην ανηφοριά. Η περιοχή της Καρυστίας ήταν ξακουστή  για το μάρμαρό της. Κίονες από καρυστινό μάρμαρο έχουν εντοπιστεί σε ναούς της Ρώμης και της Αθήνας.  Ο Στράβων κάνει αναφορά στους «καρυστινούς  κίονες» που κρατάνε όμως καλά κρυμμένο το μυστικό τους. Με ποια μηχανικά μέσα  θα τις κατέβαζαν κάτω στο λιμάνι; Γιατί τις είχαν επεξεργασθεί εδώ πάνω, ώστε να είναι έτοιμες για οικοδόμηση; Γιατί τις εγκατέλειψαν; Η πιο πιθανή εκδοχή είναι πως εγκαταλείφθηκαν όταν  τα λατομεία σταμάτησαν να λειτουργούν και η ρωμαϊκή φρουρά αποχώρησε τον τρίτο μ.Χ. αιώνα με την επαπειλούμενη πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.





















Περπατάμε πάνω τους, προσπαθούμε να πηδήσουμε από τη μια στην άλλη, δίνουμε τα χέρια σα να χορεύουμε, ποζάρουμε. 
Θαυμάζουμε την θέα που απλώνεται κάτω. Η Κάρυστος μοιάζει λευκός γλάρος που απόκαμε και κούρνιασε με ανοιχτές φτερούγες στην ακροθαλασσιά. Ο Ευβοϊκός, παρά το ελαφρό ρυτίδωμα, γίνεται καθρέφτης που μέσα του βουλιάζουν περίεργοι σχηματισμοί από λευκά σύννεφα. Το χρώμα του νερού, ένα ανοιχτό μπλε ή σκούρο γαλάζιο, ξασπρίζει όσο το μάτι προχωράει προς το βάθος μέχρι να σκοντάψει σε στεριά. Η Μακρόνησος καλύπτει  ένα κομμάτι από το ακρωτήριο του Σουνίου. Αν έλειπε είναι πολύ πιθανόν να βλέπαμε τα μάρμαρα του ναού να στραφταλίζουν στο απογευματινό φως. Mα πάλι αν έλειπε, θα έλειπε ένα κομμάτι ιστορίας… 


2 σχόλια:

  1. 'Οσον αφορά τις "φρουρούς" γιαγιάδες, υπάρχουν φαίνεται σε πολλά μέρη. Συναντήσαμε μία κατεβαίνοντας από Αγία Άννα(στη Βόρεια Εύβοια) για Ροβιές, αλλά μέσω Οσίου Δαυίδ και μια περιοχή με καταρράκτες. Μια υπέροχη διαδρομή μέσα στο πράσινο.
    Εμείς κατεβαίνουμε με το αυτοκίνητο και βρίσκουμε ένα δίστρατο χωρίς σήμανση. Στο σημείο αυτό ακριβώς η γιαγιά κάθεται έξω από το σπίτι της και βλέποντάς μας να κόβουμε ταχύτητα και χωρίς να τη ρωτήσουμε ή χωρίς να μας ρωτήσει κάτι μας κάνει νόημα με το χέρι της, προς τα που να πάμε.Εμείς καθόλου σίγουροι για την εγκυρότητά της, ανοίγουμε το παράθυρο και ρωτάμε, ως "ευγενείς" πρωτευουσιάνοι,:"Για Ροβιές;" και μας απαντά:"από δω είπαμε!" κάνοντας πάλι νόημα με το χέρι της.
    Τη χαιρετήσαμε και προχωρήσαμε.
    Είναι οι γιαγιάδες μας τοποθετημένες ευτυχώς σε καίρια σημεία που ο πολιτισμός ακόμα ευτυχώς δεν έχει φτάσει.
    "Αυτές θα ρωτήσουμε τον προορισμό μας, ο άγνωστος δρόμος τους να βρει το δικό μας" Φοίβος Δεληβοριάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραίο τραγούδι!
    Να ζητήσουμε να μπει στο ρεπερτόριο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας