Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Σαν παρτίδα τριανταένα


 Είναι παραμονή  Πρωτοχρονιάς του 1946 και ο εξάχρονος Πάνος βρίσκεται σε υπερδιέγερση Έχει εξασφαλίσει την υπόσχεση πως φέτος μπορεί να ξαγρυπνήσει για να δει την αλλαγή του χρόνου, μα ακόμα διεκδικεί τη συμμετοχή του στο οικογενειακό «τριανταένα». Ο πατέρας είναι κατηγορηματικά αρνητικός μα ο μικρός έχει σύμμαχο τον συνονόματο παππού ο οποίος, καιρό τώρα, τον εκπαιδεύει στην πρόσθεση, κρυφοκαμαρώνει για τις επιδόσεις του και το βλέπει σαν ευκαιρία να τις επιδείξει δημόσια. Η μητέρα συμβιβάζει τελικά τις αντιθέσεις: «μια παρτίδα μόνο κι αμέσως στο κρεβάτι σου».

Η πρώτη του χαρτοπαικτική εμπειρία, που έτσι κι αλλιώς θα ’μενε αλησμόνητη, στάθηκε επεισοδιακή. Το φύλλο που του ’λαχε ήταν ένας κατακόκκινος άσσος. Ο παππούς-συμβουλάτορας δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του: «Γουρλίδικο φύλλο! Δύο φιγούρες… και ιδού το τριανταένα. Σαν έφτασε η σειρά του η συντροφιά επικεντρώθηκε στη μονομαχία του με τη μπάνκα.

«Έλα… μια φιγούρα…»

Το πράμα στράβωσε.

Ένα τέσσερα σπαθί προσγειώθηκε δίπλα στον άσο.

«Πέντε», έκανε γρήγορα την πρόσθεση ο μικρός.

«…Και δεκαπέντε», πρόσθεσε, εντελώς ακατανόητα, ο παππούς.

Ένα εφτά μπαστούνι δυσκόλεψε περισσότερο τα πράγματα -και την πρόσθεση.

«12», είπε θριαμβευτικά ο Πάνος έχοντας χρησιμοποιήσει τα δάχτυλα και των δύο χεριών.

 «…Και 22».

Η ντάμα ήρθε καθυστερημένη αλλά έκανε το λογαριασμό ευκολότερο.

«22».

«22», επανέλαβε κακόκεφα ο παππούς.

«Έλα, ένα 9…».

Αντί για το 9 ήρθε ένα 3.

«Ψιλολόγια...» 

«25», είπε ο μικρός.

«Κι άλλο», φώναξε σύσσωμη η παρέα.

Η μπάνκα τράβηξε αποφασιστικά ένα φύλλο και το πέταξε θριαμβευτικά στο τραπέζι.

6 κούπα!

Πανζουρλισμός!

Ο τυχερός Πάνος βρέθηκε μέσα σε αγκαλιές και ευχές  ένω συνέχιζε, παραζαλισμένος, ν’ αναμετριέται με την πρόσθεση.

***

Χρόνια αργότερα ο Πάνος φλέρταρε με την ιδέα πως εκείνη η παρτίδα θα μπορούσε να ’ναι πρόκριμα της ζωής του. Ο ελπιδοφόρος άσσος που του ΄λαχε ήταν το ξεκίνημα της ζωής του: πρωτότοκος μιας νεαρής οικογένειας με πατέρα έναν ιδεολόγο, πολλά υποσχόμενο, δικηγόρο, μητέρα μια χαμηλών τόνων Μικρασιάτισσα, λιγόλογη, καλλιεργημένη, με την αξιοπρέπεια και τη λεβεντιά των Ιώνων και παππού έναν αριστερό αγωνιστή, που παρά τις όποιες διαψεύσεις δεν είχε πάψει να οραματίζεται έναν πιο δίκαιο κόσμο. 

Το τέσσερα σπαθί θα ταίριαζε στην εποχή που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο. Τότε που στη ζωή του μπήκε η λέξη εμφύλιος. Τότε που συνειδητοποίησε πως υπάρχουμε «εμείς» και «οι άλλοι».

Το εφτά μπαστούνι αντιπροσώπευε με σιγουριά τον καταπέλτη του 1948. Τότε που η οικογένεια πλήρωσε ακριβά την αποχή των αριστερών από τις εκλογές του 1946. Πολλά χρόνια αργότερα η ίδια η Αριστερά θα παραδεχόταν πως ήταν λάθος τακτικής. Εκείνη όμως την εποχή υποστήριζε πως ήταν η μόνη απάντηση στη λευκή τρομοκρατία και οι άνθρωποί της προπαγάνδιζαν την αποχή με πάθος και τολμη -χωρίς να λείπουν και οι παράτολμοι. Όπως τα δυο αδέλφια από τη Μάνη, που δεν δίσταζαν να μιλούν ανοιχτά υπέρ της μέσα στη φωλιά του λύκου: στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσαν τη θητεία τους με φυσικό επακόλουθο μετά τις εκλογές και τη νίκη των συντηρητικών να  περάσουν από στρατοδικείο. Ο πατέρας του Πάνου, αψηφώντας τις συνέπειες, ανέλαβε ανιδιοτελώς την υπεράσπισή τους. Η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη και τίποτα δεν θα μπορούσε να την ανατρέψει. Η αγόρευσή του όμως έφερε τους δικαστές σε δύσκολη θέση κι έκανε τους τραμπούκους να λυσσάξουν.

Βγαίνοντας, απομεσήμερο, από το δικαστικό μέγαρο μαζί με το συνεργάτη του, δυο μαυροσκούφηδες τους πήραν από πίσω. Ο ένας τάχυνε το βήμα, τους προσπέρασε και σήκωσε το χέρι δείχνοντας το σωστό υποψήφιο θύμα που ο άλλος έσπευσε να πυροβολήσει από πίσω. Ο δικηγόρος έπεσε στα σκαλοπάτια του δικαστηρίου, θύμα μιας τρελής εποχής· θύμα της μισαλλοδοξίας που για χρόνια ταλάνισε τις ζωές των Ελλήνων.

Ακούστηκε πως η κατοπινή δολοφονία του Χρήστου Λαδά, υπουργού Δημόσιας Τάξης, ανήμερα Πρωτομαγιά και Μεγάλο Σάββατο έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Καρύτση, ήταν εκδίκηση της ΟΠΛΑ για το θάνατο του δικηγόρου. Τρεις μέρες μετά, συνελήφθησαν γι αντίποινα 154 άτομα σε Αθήνα και επαρχία. Η δίκη τους –παρωδία δίκης για την ακρίβεια- διήρκεσε πέντε μέρες όλες κι όλες.

Κι επειδή την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, ο Χρήστος Λαδάς έγινε δρόμος, που εφάπτεται στην πλατεία Καρύτση, τα αδέλφια από τη Μάνη καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι 154 συλληφθέντες εκτελέστηκαν στο Γουδή.

Πολύ αίμα!!!!!

Όταν, βλέπεις, τα χρόνια είναι πέτρινα, η ανθρώπινη ζωή παραείναι φτηνή!

Ίστορίες σαν κι αυτήν η επιστήμη της Ιστορίας τις προσπερνάει ως παράπλευρες απώλειες. Γι αυτό η πίκρα της ανθρώπινης μονάδας δεν βρίσκεται στα βιβλία της. Μόνο στις ψυχές των χαροκαμένων θα τη βρεις. Αυτή η πίκρα σκοτείνιασε τα μάτια του Πάνου που έμεινε ορφανός στα οκτώ του.

Ωριμάζοντας νωρίτερα από τους συνομήλικους διαμόρφωσε αριστερές  πεποιθήσεις χωρίς ίχνος δογματισμού όμως. Έμαθε ν' ακούει και να κρίνει με τη σκέψη του θετικού επιστήμονα που ήδη διαμορφωνόταν μέσα του.  Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, να προσπεράσει εκείνο που αναπάντεχα ξεστόμισε κάποτε ο παππούς. «Στη Μακρόνησο τρέφαμε λίγες κοτούλες και τρώγαμε κάνα αυγουλάκι. Κι αυτό έγινε φαντάσου, θέμα στη Βουλή. Όταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ διαμαρτυρήθηκε για το άθλιο σιτηρέσιο των κρατουμένων, ο Υπουργός κάγχασε “μα αυτοί τρέφονται με κοτόπουλα…” Αμέσως μετά, το Κόμμα έδωσε εντολή να θυσιάσουμε τις κοτούλες κι εμείς, τυφλά υπάκουοι, στερηθήκαμε αδιαμαρτύρητα την τόση δα πολυτέλειά μας». Λάθη τακτικής. Και τα μικρά κοντά στα μεγάλα, σκεφτόταν ο Πάνος χωρίς να παραβλέπει πως ο παππούς έφυγε από τη ζωή πίνοντας νερό στο όνομα της Αριστεράς. Ούτε για μια στιγμή δεν διανοήθηκε πως αγωνίστηκε για «ένα πουκάμισο αδειανό» (κατά που λέει ο Σεφέρης) ή πως «εφιάλτης ήταν το είδωλο» (κατά που λέει ο Σαββόπουλος.) Και ο Πάνος -φιλικά διακείμενος, αλλά σκεπτικιστής- τον καλοτύχιζε για το αληθινό πάθος που έζησε.

Πίσω στη παρτίδα μας όμως.

Η Ντάμα εκείνης της μακρινής πρωτοχρονιάτικης νύχτας θα ταίριαζε στη βασίλισσα Φρειδερίκη που για τους αριστερούς ήταν το σύμβολο του Απόλυτου Κακού και παρωδούσαν εύστοχα τ’ όνομά της αποκαλώντας την: «Φρίκη».

Τα κατοπινά «ψιλολόγια» θα μπορούσαν να παριστάνουν τις δυσκολίες μιας ορφανής αριστερής οικογένειας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η νεαρή μάνα ξαφνικά έπρεπε να αρχίσει τον αγώνα της επιβίωσης, έπρεπε να παλέψει με νύχια και δόντια να μεγαλώσει τον Πάνο και τον νεογέννητο αδελφό του μέσα σε καιρούς βάρβαρους με την αδιαπραγμάτευτη απόφαση να τους κρατήσει μακριά από τις δίνες του πολιτικού κυκλώνα. Έγιναν τα χεράκια της μαγικά κεντώντας, ράβοντας και πλέκοντας, εξασφαλίζοντας έτσι την οικονομική επιβίωση. Μεγαλώνοντας δίπλα της ο Πάνος κατάλαβε πολύ νωρίς πως ήταν ανάγκη αδήριτη να συμβάλλει κι ο ίδιος στο πενιχρό ταμείο του σπιτιού. Ξεκίνησε πουλώντας λαχεία στους πρώην συνεργάτες και πελάτες του πατέρα του κι ύστερα έπιασε δουλειά σε Γραφείο Ευρεσιτεχνιών. Εκεί γνώρισε επίδοξους εφευρέτες και ήρθε σ’ επαφή με ευφυείς, πρωτοποριακές ιδέες. Εκεί ασκήθηκε και έγινε ένας ικανός και ευφάνταστος σχεδιαστής που μπορούσε αργότερα με εντυπωσιακή ευκολία να αποτυπώνει στο χαρτί τις δικές του ιδέες. Εκεί, τελευταίο αλλά όχι αμελητέο, άστραψε στο ανήσυχο εφηβικό μυαλό του η αξία της βαθιάς γνώσης και της επιστήμης. Τότε ήταν που αποφάσισε να γίνει Φυσικός.

Στη διάρκεια των σπουδών του ήρθε το τελικό εξάρι που στρογγυλοποίησε το «τριανταένα» και εξισορρόπησε μονοκοντυλιά όλες τις αντιξοότητες: η Σταματίνα.

Η γνωριμία τους (τρόπος του λέγειν γνωριμία) στάθηκε επεισοδιακή. Είναι Ιούνιος του 1965 και οι φοιτητές Φυσικής εξετάζονται στην Ανώτερη Άλγεβρα μέσα στην αχανή αίθουσα της Ιατροδικαστικής. Ο καθηγητής περπατάει ρυθμικά, και μάλλον προβλέψιμα, πέρα-δώθε πάνω στην πελώρια έδρα και ο βοηθός-επιτηρητής, δεν είναι και σαΐνι. Ο Πάνος χρωστάει το μάθημα από προηγούμενο έτος και η προετοιμασία του είναι ελλιπής –οι μέριμνες του βίου, βλέπεις. Η Σταματίνα από την άλλη -υπόδειγμα φοιτήτριας- είναι «διαβασμένη» και διαγωνίως πίσω της κάθεται ο φίλος που περιμένει τη βοήθειά της. Κάνουν όμως το λάθος να κουβεντιάζουν με οικειότητα πριν την έναρξη της εξέτασης πράγμα που υποψιάζει τον επιτηρητή ο οποίος σπεύδει και τους αλλάζει θέση. Έτσι έγινε και βρέθηκε ο Πάνος σε θέση ευνοϊκή. (Ποιό το νόημα αυτής της αλλαγής, της κάθε τυχαίας αλλαγής, κανείς ποτέ δεν θα μάθει. Ίσως να είναι άνευ σημασίας, ίσως όμως να είναι η αρχή μιας νέας ζωής, ίσως σημαδεύει ένα σταυροδρόμι καθοριστικό που θα κρίνει την ύστερη πορεία. Και, για να θυμηθούμε την παρτίδα μας, ίσως είναι ένας υποσχόμενος άσσος, ή απλώς ένα κοινό χαρτί). Όταν ακούστηκε από πίσω η αγωνιώδης επίκληση: «δεσποινίς, ξέρετε το τρίτο θέμα;», η πλάτη της παραμέρισε αφήνοντας χώρο στον άπληστο "ηδονοβλεψία". Αυτή η μισή πλάτη ήταν το μόνο που πρόλαβε να δει από κείνη. Την ψάχνει στην έξοδο μα το μεγάλο πλήθος κάνει την αναζήτηση ανεπιτυχή. Η μοίρα όμως έχει τα δικά της σχέδια.

«Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες», γελάει η Σταματίνα, περιγράφοντας τη φάση σε κάποιον φίλο της. Κι εκείνος μεταφέρει την κουβέντα σ’ ένα δικό του φίλο για ν’ ακούσει έκπληκτος από το στόμα του: «μα...εγώ ήμουν ο τυχερός.»

Η ζωή κάνει παιχνίδια -σαν άλλο 31. Έτσι έγινε κι ο Πάνος ξανασυνάντησε το αδύνατο κοριτσάκι που τον βοήθησε πρόθυμα και μετά χάθηκε στο πλήθος. Μα εκείνη κοίταζε αλλού, εκείνον τον κοίταζε άλλη, που την ήθελε άλλος, που τον ήθελε άλλη… Τα γνωστά τρελά της νιότης. Σε πείσμα όλων αυτών βάλθηκε να την κερδίσει.

Η φυσαρμόνικα, ο απρόσμενος χορός στον Πευκιά, οι ατέλειωτες συζητήσεις στο ασίγαστο τηλέφωνο, οι μαγικές νύχτες σε μπουάτ, σε όπερες και σε υπόγεια θέατρα, τα φιλόξενα τραπεζώματα της Μικρασιάτισσας μάνας που στήνονταν εκ του μηδενός για να ταΐσουν τους ξενυχτισμένους πάνω στα βιβλία συμφοιτητές... Πάνω απ' όλα όμως η κοινή ιδεολογική θεώρηση των πραγμάτων, έκαναν το θαύμα μιας βαθιάς και ουσιαστικής προσέγγισης.

Στο μεταξύ έχει πέσει βαρύ το «χάλκεον χέρι» της χούντας των συνταγματαρχών πάνω στη χώρα. Όλα σκοτεινιάζουν τρομαγμένα, τα σχέδια παίρνουν άλλους δρόμους.

Η Σταματίνα καταγόταν από νησί του Αιγαίου με μακρά αριστερή παράδοση και η οικογένειά της ήταν χαρακτηρισμένη, εκείνη όμως, μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις («δι’ υπόθεσίν σας») στη Γενική Ασφάλεια στη Μπουμπουλίνας κατάφερε να πάρει το πολυπόθητο διαβατήριο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αμερική και να εκμεταλλευθεί τα αγαθά της μεγάλης χώρας, χωρίς όμως να ξεχνά ούτε στιγμή τη φυλακισμένη πατρίδα και τον Πάνο που υπηρετούσε τη θητεία του σε τάγμα ανεπιθύμητων.

Ο δεσμός τους αποδείχτηκε πολύ ισχυρός για να πτοηθεί από τον προσωρινό χωρισμό. Έτσι, με τον ερχομό της Δημοκρατίας αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους χωρίς να παραγνωρίζουν τις διαφορές τους –ιδιοσυγκρασιακές και επίκτητες: Εκείνη ονειρευόταν ένα μικρό, απλό, πέτρινο σπίτι σαν εκείνα τα παλιά του νησιού της, με τις πλάκες στη στέγη και στην αυλή, με το κλήμα και τις ορτανσίες. Μα πώς να χωρέσει μέσα του η οργιαστική πρωτοπορία του Πάνου που είχε κατά νου, εδώ και χρόνια, ένα βιοκλιματικό σπίτι; Ένα σπίτι που θα παρήγε το ίδιο την ενέργεια που θα κατανάλωνε;

Εκείνη χαιρόταν να δουλεύει με χαρτί και μολύβι τις θεωρίες της Φυσικής κι εκείνος, με παχύμετρο και κατσαβίδι, ασκούσε τις πρακτικές εφαρμογές της μεγάλης επιστήμης.

Εκείνη αποζήτησε την ασφάλεια του Δημοσίου.(Πώς να ξεχάσει ότι η οικογένειά της είχε επιβιώσει στην Κατοχή χάρη στον μισθό μιας θείας δασκάλας;) Εκείνος, από την άλλη, ακόμα κι αν δεχόταν να εγκλωβίσει τη δημιουργικότητά του σε μια δημοσιοϋπαλληλική σχέση, δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Επιδόθηκε έτσι σε επιχειρηματικές προσπάθειες που κάλυπτε οικονομικά… ο μισθός της Σταματίνας. Η ιδέα πως το Δημόσιο θα έφριττε αν ήξερε πως γινόταν ακούσιος χρηματοδότης του, τους έκανε να ξεκαρδίζονται.

Μπορεί ο Πάνος να ήταν ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Ίσως έτσι εξηγείται που τα εγχειρήματά του δεν δικαίωναν τα οράματά του. Έτσι, όταν πια η πολιτική ζωή είχε εξομαλυνθεί, συμβιβάστηκε με μια θέση στο Δημόσιο Σχολείο όπου οι κατασκευαστικές του ικανότητες, σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό του πάθος για μετάδοση γνώσης, εξοικείωσαν τους μαθητές του με το εργαστήριο Φυσικής που ο ίδιος δημιούργησε δίνοντας στο μάθημα τον διττό χαρακτήρα που του αξίζει: θεωρία χέρι με χέρι με την πράξη. Το δε υπόγειο του «ηλιακού σπιτιού» τους το μετέτρεψε σε πρότυπο εργαστήριο ποικίλων δυνατοτήτων. Εκεί παράχθηκαν πολλές ευρηματικές συσκευές που έδιναν λύσεις σε διάφορα κατασκευαστικά προβλήματα, εκεί άσκησαν μυαλό και χέρια, με την άγρυπνη καθοδήγηση και επίβλεψή του, τα δυο τους αγόρια, εκεί κλεινόταν με τις ώρες και δημιουργούσε ακούραστα, ανεξάντλητα, αφοσιωμένα, παρά τις σχετικές διαμαρτυρίες της συντρόφου. Μα πώς αλλιώς θα στηνόταν ένα ηλιακό σπίτι με στατικά συστήματα κλιματισμού, με κατάλληλα κεκλιμένες στέγες αναμονής φωτοβολταϊκών συστημάτων, που ο ίδιος βέβαια υπολόγισε και εγκατέστησε αργότερα; Πώς δημιουργείται μια κατοικία, σχεδόν αυτόνομη ενεργειακά, όταν όλα πρέπει να περάσουν απ’ τα δικά σου χέρια; Μόνο με απόλυτο δόσιμο ψυχής και χρόνου. Μα η ζωή κυλάει γρήγορα και ο χρόνος λιγοστός.

Ζούσαν νοικοκυρεμένα σαν καλλιεργημένοι μικροαστοί με θέατρο, κινηματογράφο, βιβλία, ταξίδια… Και να μην ξεχάσουμε τα αποκριάτικα πάρτι που οργάνωναν –πάντοτε με κάποιο θέμα--όπου δημιουργούσαν ευρηματικές κατασκευές και «ιστορίες»· εκεί εύρισκε, θαρρείς, διέξοδο και έκφραση κάποιο κρυφό θεατρικό ταλέντο που διέθεταν και οι δύο. Η μόνη πολυτέλεια που ανελλιπώς απολάμβαναν ήταν η επέτειος του γάμου τους. Περνούσαν την ξεχωριστή αυτή νύχτα σ’ ένα χλιδάτο ξενοδοχείο, διαφορετικό κάθε χρονιά, στην Αθήνα στην αρχή, σε επαρχιακούς αγαπημένους προορισμούς αργότερα. Δειπνούσαν σαν μεγαλοαστοί με επιλεγμένο μενού και εκλεκτό κρασί, ξυπνούσαν αργά, απολάμβαναν το πρωινό στο κρεβάτι, επισκέπτονταν τα πέριξ, και ξαναγύριζαν στην κανονική ζωή χωρίς συμπλέγματα για το τι έχαναν. Όλα αυτά ήταν ονειρικά για μια βραδιά -όχι για μια ζωή. Μα λες και η αγάπη, που τους έδενε, έπαιρνε κάθε φορά νέα πνοή.

***

          Την Άνοιξη του 2019, όταν ο Πάνος εμφάνισε τους πρώτους πυρετούς –επίμονους αν και χαμηλούς-, κράτησαν στάση αναμονής. Όταν όμως ανέβηκαν στα ύψη, έγινε φανερό πως πρόκειται για κάτι σοβαρό και εισήχθη στο «Σωτηρία». Η πνευμονία ήταν άτυπη, «κρυπτογενής οργανούμενη»· Κ.Ο.Π την είπαν, (τρέχα γύρευε…). Το μόνο όπλο για την αντιμετώπισή της η αμφιλεγόμενη κορτιζόνη. Με τη βοήθειά της πάλεψε για καιρό. Και φυσικά με το πείσμα του να τελειώσει τα έργα στο σπίτι. Να τελειώσει; Μα αυτά είναι παμφάγα, ανελέητα και ψυχοφθόρα. Τον τυραννάνε. «Ησύχασε, πατέρα, θα τα κάνουμε εμείς». Αδύνατον! Φουρτούνα ξεσπά στο άλλοτε γαλήνιο πέλαγος. Αγώνας μεταξύ της αδήριτης φθοράς, που καλπάζει, και της αμείωτης θέλησης για δράση και δημιουργία. Οι νόμοι της Φύσης είναι σκληροί, η σύγκρουση απελπισμένη. Ξανά στο « Σωτηρία» με υποτροπή της Κ.Ο.Π. —που μάλλον την τρέφουν οι αγωνίες και τα άγχη.

Κι ύστερα ήρθε η πανδημία!

Τον Φεβρουάριο του 2020 το τέρας, με τ’ όνομα «covid 19», κυκλοφορεί παντού. Παμφάγο ρημάζει περιοχές και πολιτείες, ρημάζει ζωές και έργα, πληγώνει τον πολιτισμό, σκοτώνει τη χαρά. Τα όπλα, αιφνιδιασμένα, αργούν να λάβουν θέση μάχης.

Ο Πάνος είναι –αριθμητικά- ηλικιωμένος και ιατρικά ευάλωτος.

Τον Μάρτιο όλη η χώρα βρίσκεται σε καραντίνα!

Όλοι μένουν αυστηρά κλεισμένοι στα σπίτια μπας και συναντηθούν με το τέρας στον δρόμο, στα μαγαζιά, στα στέκια, στις συναναστροφές…

Γιατί αν τους βρει, θα τους χάψει.

Ο Πάνος όμως τρέχει να «ολοκληρώσει» τα έργα.

Και το τέρας τον συνάντησε.

Και τον σκότωσε.

Είχε τραβήξει απερίσκεπτα, σχεδόν απελπισμένα, το τελευταίο χαρτί του παιχνιδιού.

Μα το Τριανταένα είναι σκληρό, σπανίως χαρίζεται στους παράτολμους.

Αν δεν προσέξεις, σε καίει!

Ο Πάνος ξεπέρασε το όριο, τα όριά του, και κάηκε.

 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τη Ρένα Ραψομανίκη και την Τούλα Σπανού στη μνήμη του Πάνου Πουλίδη.