Ασυνήθιστα ζεστό βράδυ για μέσα του Ιούνη.
Ένας μικρός πρόωρος καύσωνας.
Πνιγηρή, έτσι κι αλλιώς, η ατμόσφαιρα στο μονόκλινο δωμάτιο στον δέκατο όροφο του Ευαγγελισμού.
Ο άρρωστος, προδομένος από το σώμα του και παραδομένος στην πρόσκαιρη ανακουφιστική επίδραση της μορφίνης, βρίσκεται σε μια κατάσταση υπνηλίας που, νομοτελειακά, θα την διαδεχθεί το μαρτύριο των πόνων. Πόνοι που θα βιώσουν και οι δύο.
Άνοιξε το παράθυρο. Η κίνηση από την Βασιλίσσης Σοφίας όρμησε απρόσκλητη και το μονότονο βουητό έγινε ένα με την πηχτή σιωπή του δωματίου. Το πάρκο που μεσολαβεί δεν στάθηκε ικανό ούτε τους ήχους να απορροφήσει, ούτε να δημιουργήσει μια πνοή δροσιάς.
Βιάστηκε να το ξανακλείσει.
Ο άρρωστος βόγκηξε μαλακά.
-Πονάς;
Η παλάμη του ταλαντεύτηκε με κόπο σε μια κίνηση άρνησης.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό του. Το αισθάνθηκε ζεστό και ιδρωμένο. Τα χείλη του ξερά, χαρακωμένα. Πέρασε ένα υγρό χαρτομάντιλο και του δρόσισε το πρόσωπο.
Του ξέφυγε ένας αναστεναγμός ανακούφισης.
Αναγάλλιασε γι αυτό το τόσο δα που μπορούσε ακόμα να του προσφέρει.