Όταν η νύχτα απλώνη τα μαύρα πέπλα της, χιλιάδες φωτεινά καντηλάκια ανάβουν στο θόλο τ’ ουρανού. Άλλα είναι φωτεινά και μεγάλα, άλλα όμως μικρά και λιγότερο φωτεινά.
Σε κάποια απόμερη γωνιά ζούσε ένα τέτοιο φτωχό αστεράκι περιφρονημένο από τα λαμπρά αδέλφια του. Μη μπορώντας να μένει μονάχο αποφάσισε να κάνη ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι που ίσως θα του χάριζε την αγάπη που ζητούσε, την χαρά που ήλπιζε. Είχε ακούσει τόσα πολλά για την Γη και τους κατοίκους της, ώστε θέλησε να την επισκεφθή. Πράγματι ξεκίνησε. Ήταν τόσο μουδιασμένο που με δυσκολία προχωρούσε. Όμως γρήγορα συνήθισε και σε δυο-τρεις μέρες είχε φθάσει στον προορισμό του. Έκπληξη το κατέλαβε! Μυριάδες φώτα έχυναν το γλυκό τους φως στους χιονισμένους δρόμους. Δεν ήταν βέβαια λαμπερά σαν τον γαλαξία τ’ ουρανού, μα είχαν διάφορα χρώματα. Κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια…
Μαγεμένο προχωρούσε κι έχυνε άθελά του μια χρυσή λάμψη. Ένα πλήθος κόσμου γύριζε ευτυχισμένο στους δρόμους. Από ένα μεγάλο κτίριο έβγαιναν γλυκές μελωδίες «Δόξα εν υψίστοις Θεώ…». Και τότε το μικρό αστεράκι κατάλαβε. Ήταν Χριστούγεννα, η μεγάλη γιορτή που με τόσο θαυμασμό περιέγραφαν τ’ αδέλφια του. Μέσα στα σπίτια το αστεράκι είδε την ίδια χαρά, πάνω στο τραπέζι άχνιζε η γαλοπούλα και τ’ άλλα γλυκά και φαγώσιμα. Σε μια άκρη στολισμένο με παιχνίδια και φώτα καμάρωνε ένα δεντράκι, ενώ γύρο του μικρά ευτυχισμένα παιδάκια γελούσαν, έπαιζαν και τραγουδούσαν. Πόσο τα ζήλευε! Πόσο θα ήθελε να είχε τη χαρά τους!
Έτσι γύρισε όλη την πόλη. Παντού κυριαρχούσε η χαρά. Μα σε κάποια στιγμή είδε μια διαφωνία. Ήταν ένα φτωχό μικρό σπιτάκι. Ούτε χαρούμενες στιγμές δεν ακουγόταν, ούτε χυνόταν η λάμψη των φώτων που τόσο το είχε μαγέψει. Περίεργο! Κοίταξε μέσα. Αυτό που είδε έκανε τη μικρή χρυσή καρδιά του να ραγίση από πόνο. Ένα δεκάχρονο αγοράκι κειτόταν στο φτωχό κρεβατάκι του, ασφαλώς άρρωστο. Και δίπλα του ένα δεντρί μα χωρίς στολίδια, μα χωρίς φώτα. Με μικρή σκέψη το αστεράκι κάθισε στην κορυφή του. Η γλυκιά του λάμψη χρύσωσε τα μικρά κλαδιά, το παιδάκι θαμπωμένο άνοιξε τα μάτια του, το κοίταξε, χαμογέλασε ευτυχισμένο και χαμογελώντας έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Και το μικρό αστεράκι φώτιζε… φώτιζε… φώτιζε…
Την άλλη μέρα ο καλός Θεός φώναξε τον πιστόν άγγελό του και του ζήτησε να φέρη από την γη τα δυο πολυτιμότερα πράγματα. Κι εκείνος έφερε την ψυχή του μικρού παιδιού και το μικρό αστέρι.
"Έκανες καλή εκλογή", του είπε ο Θεός, "στον κήπο του Παραδείσου το καλό παιδί θα με δοξάζη και το αστέρι θα χρυσώνη τα δέντρα του."
Ρένα Ραψομανίκη
Μαθήτρια Α' τάξης Γυμνασίου Ζακύνθου
Δεκέμβρης 1962
Ρένα Ραψομανίκη
Μαθήτρια Α' τάξης Γυμνασίου Ζακύνθου
Δεκέμβρης 1962
Καλές γιορτές σε όλους.
Ας προσπαθήσουμε να μην προσθέσουμε στην ασχήμια που μας περιτριγυρίζει και την ομαδική ή ατομική κατάθλιψη.
Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:
google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki