Της το είχε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους: « Μην αναλώνεσαι για μια τελειωμένη υπόθεση»
Η άλλη δεν ήθελε να το παραδεχτεί. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε αγγίζει η ποίηση. Είσαι τόσο ευαίσθητη.» Η ίδια δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι ήταν ευαίσθητη. Είναι αλήθεια ότι ένιωθε ένα σκίρτημα στην καρδιά κάθε φορά που αντίκριζε, απρόσμενα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, το καινούργιο φεγγάρι, σαν χρυσή φετούλα λεμονιού, και η θύμηση της γιαγιά της γινόταν έντονη, γιατί εκείνη την είχε μάθει να το αποζητά την ώρα που έπαιρνε να σουρουπώνει. Και, κόντρα στον ορθολογισμό που απόκτησε έκτοτε, έκανε μια μυστική ευχή: « φτου σου νιο φεγγάρι, κάνε μου τη χάρη…» Μα ήταν αρκετό αυτό για να χαρακτηριστεί ευαίσθητη;
Η επόμενη ανάρτηση - η τελευταία που έχει σαν αφορμή κάποιο ποίημα - προβλέπεται για την Παρασκευή 27 Μαϊου. Τίτλος: Υπάρχουν και νεώτεροι ποιητές...ευτυχώς.
Ο επιβλητικός πενηντάρης έφτασε στο νησί με το καράβι, μια γελαστή μέρα του Σεπτέμβρη, έχοντας στις αποσκευές του το έγγραφο της προαγωγής: Γυμνασιάρχης του μοναδικού – εξατάξιου, τότε - Γυμνασίου του νησιού. Κοίταξε γύρο του εξεταστικά.Η αίσθηση ήταν άμεση :αυτός ο τόπος, που επρόκειτο να τον φιλοξενήσει για τα επόμενα πέντε χρόνια, απέπνεε ένα άρωμα πολιτισμού. Άραγε πόσο δικαιολογημένη ήταν η φήμη του ως «φιόρο του λεβάντε»; Άφησε να το ανακαλύψει αργότερα. Τώρα, από επαγγελματική διαστροφή, προείχε το να αναζητήσει το σχολείο. Ήθελε να σχηματίσει άποψη για τον χώρο πριν παρουσιαστεί, αύριο, επίσημα συνοδευόμενος από τον επιθεωρητή.
………………………………………
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
………………………………………..
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.
…………………………………………….
Αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε δυο στροφές
Δύο στροφές ήταν αρκετές για τον ποιητή, οχτώ μικροί στίχοι, πενήντα λέξεις – διαλεγμένες μία-μία. Και με μιας, ο καημός του έγινε δικός μας. Πώς τα κατάφερε; Μα τι ρωτάω; Μήπως δεν ξέρω ότι εκείνος έχει το χάρισμα των δημιουργών, που είναι προικισμένοι ν’ ακούν τον Θεό όταν σιγοψιθυρίζει στ’ αυτί τους, και την ικανότητα να μετατρέπουν τα λόγια Του σε λέξεις που τις διοχετεύουν σ’ εμάς τους κοινούς θνητούς μεταγγίζοντας όχι πληροφορίες ή γνώσεις, αλλά συναισθήματα; Κι εμείς, είτε σιγοτραγουδώντας, είτε απαγγέλλοντας, είτε διαβάζοντας χαμηλόφωνα ή νοερά, νιώθουμε εκείνο το φουρφούρισμα στην καρδιά που λόγια δεν βρίσκονται για να το περιγράψουν. Τυχερέ ποιητή!
Υπάρχει μια πολύ παλιά - τόσο που να μοιάζει ξεπερασμένη - αλλά πάντα γοητευτική μέσα στην υπερβολή της, ιστορία που πάει γάντι στην ημέρα.
Το νέο αγόρι ερωτεύτηκε μια τσιγγάνα- μάγισσα κι εκείνη με τη σκληρότητα των μοιραίων γυναικών ζήτησε, ως απόδειξη της αγάπης του, την καρδιά της μάνας του.
Όταν οι ορμόνες προστάζουν, τίποτα δεν μπορεί να τους αντισταθεί και το αγόρι ξερίζωσε χωρίς ενοχές την καρδιά από το στήθος που τον είχε θηλάσει.
Τρέχοντας, με το τρόπαιο στη χούφτα, να εισπράξει την αμοιβή του, με την έξαψη της νιότης και τη φούρια του έρωτα, σκόνταψε, παραπάτησε και ξάπλωσε κατά γης.
Και τότε ακούστηκε η αιώνια φωνή της καρδιάς της μάνας: "χτύπησες παιδί μου;"
Μήνες πάσχιζε χωρίς επιτυχία να θυμηθεί τους στίχους κάποιου ποιήματος του οποίου δεν ήξερε ούτε ποιητή, ούτε τίτλο, ούτε συλλογή, ούτε καν αν υπήρχε. Όχι πως ήταν λάτρης της ποίησης - ούτε από παιδεία, ούτε από ιδιοσυγκρασία. Μα εκείνοι οι στίχοι που είχε δει -χρόνια πολλά πριν - σ’ ένα μπλε μαθητικό τετράδιο ανάμεσα σε ασκήσεις τριγωνομετρίας είχαν ασκήσει πάνω του μια κάποια γοητεία. Ίσως εξ αιτίας της απρόσμενης θέσης που βρέθηκαν, ίσως γιατί το τετράδιο ήταν δικό της. Εκείνη – λίγους μήνες πριν, όταν της ανέφερε το γεγονός - δεν αρνήθηκε την αγάπη της για την ποίηση, αλλά διέψευσε κατηγορηματικά ότι ανακάτευε μαθηματικά και ποίηση στο ίδιο τετράδιο. « Θα ήταν έλλειψη στιλ εξ άλλου», δήλωσε γελώντας ανοιχτόκαρδα μεν, απαξιωτικά δε. Μα ο ίδιος είχε στα μάτια του καθαρή την εικόνα του χειρόγραφου με τα προσεκτικά, στρογγυλά, καλλιγραφικά γράμματα που πρόδιδαν έναν «θηλυκό» γραφικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί η μνήμη του να τον είχε απατήσει τόσο πολύ. Καμάρωνε γι αυτήν και καυχιόταν: εγώ δεν πρόκειται να πάθω ποτέ Αλτσχάιμερ. Την κρατούσε σε φόρμα με άσκηση, όπως έκανε και με το σώμα του. Αν μπορώ να κάνω τους μυς μου γραμμωτούς, γιατί όχι και τη μνήμη μου; Ένιωσε να χάνει το μυαλό του! Σοκαρίστηκε! Εκείνη προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις. « Ξέρεις, τώρα, πώς χτίζεται η μνήμη. Φτιάχνεις ένα φαντασιακό γεγονός και την άλλη μέρα προσθέτεις κάτι… και ξανά… και το οικοδόμημα ψηλώνει και πλαταίνει και βαθαίνει και γίνεται σιγά-σιγά “βίωμα” που το πιστεύεις λες και το ’ζησες.»
Ο ορειβάτης πέρασε το Σαββατοκύριακο στο βουνό. Οι μυς του δοκιμάστηκαν, αλλά η ψυχή του γέμισε ομορφιά και φως Το βράδυ της Κυριακής επέστρεψε στις ανέσεις του πολιτισμού και κοιμήθηκε στο μαλακό του κρεβάτι, κάτω από το ζεστό πάπλωμα μέσα στη θαλπωρή της κεντρικής θέρμανσης. "Πώς ήταν", τον ρώτησα, "το ξύπνημα της Δευτέρας;" " Ξύπνησα με την ανείπωτη εκείνη αίσθηση ανθρώπου, που έχει απολαύσει έναν χορταστικό ύπνο. Έναν ύπνο χωρίς διακοπές, χωρίς όνειρα, έναν ύπνο που συνορεύει με το θάνατο, χωρίς όμως την εφιαλτική αιωνιότητα εκείνου. Τα μέλη μου βαριά, αρνούνταν να συμμετάσχουν στη διαδικασία εγρήγορσης και εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητα, αποχαυνωμένα. Οι αισθήσεις αφυπνίζονταν αργά και διαδοχικά.
Πρώτα άκουσα γνώριμους ήχους από τον κήπο. Ο σκύλος μου γάβγιζε επίμονα και απαιτητικά – η πρωινή του βόλτα είχε καθυστερήσει.
Μισάνοιξα τα μάτια –με θάμπωνε το πρωινό φως που έμπαινε από τις γρίλιες. Κοίταξα το ρολόι. Περασμένες οχτώ. Τι ωραία που είναι η ζωή για τους συνταξιούχους! Τεντώθηκα. Ωχ! Εκείνος ο γλυκός πόνος στους τετρακέφαλους και στις γάμπες, μου υπενθύμισε τις χθεσινές ανηφόρες και κατηφόρες –πάλι ξεχάστηκα και δεν έκανα διατάσεις μετά το τέλος της πορείας. Αυτός ο πόνος είναι το απομεινάρι της έντονης δραστηριότητας των μυών, ή αλλιώς το αντίτιμο της ηδονής και ο απαραίτητος σύντροφος μετά από κάθε ορειβατική εξόρμηση. Τον αγαπάω. Με τη λεξιλαγνεία που με διακρίνει τον έχω βαφτίσει με μια πανέμορφη λέξη: " αλγηδόνα". Μια λέξη που έχω ανακαλύψει στους ψαλμούς της εκκλησίας. Σύνθετη λέξη που ανακατεύει -η αναλογία αλλάζει από περίπτωση σε περίπτωση- το άλγος με την ηδονή. Ωραία που το γράφει ο Λιαντίνης! "Ο άνθρωπος που δεν πληρώνει την κάθε ηδονή με ίση σε ποσότητα αλγηδόνα, ζει μια ζωή αφύσικη δηλαδή ψεύτικη ως τη ρίζα της." Με τον ίδιο τρόπο αγαπάω τη μυρωδιά του ξεραμένου ιδρώτα πάνω στα ρούχα που φορούσα χτες, μυρωδιά που αναδύεται καθώς αδειάζω το σακίδιο, ή τη σκόνη – πολλές φορές και λάσπη –πάνω στα παπούτσια μου που περιμένουν να τα καθαρίσω, να είναι έτοιμα για την επόμενη φορά. Γιατί όλα αυτά είναι οι αδιάψευστoι μάρτυρες των στιγμών που έζησα. Είναι σαν τα σημάδια στο σώμα ή στα σεντόνια μετά από μια έντονη ερωτική βραδιά. Σου ξαναφέρνουν στη μνήμη την απόλαυση, σε διαβεβαιώνουν πως ό,τι έζησες δεν ήταν όνειρο.
Το μυαλό μου ξύπνησε τελευταίο και με νηφαλιότητα με συνέδεσε με την καθημερινότητα.»
Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:
Στα παιδικά μου χρόνια στη Ζάκυνθο δεν είχαμε τρεχούμενο νερό στο σπίτι και επομένως το μπάνιο της οικογένειας γινόταν στη μεταλλική σκάφη που τοποθετούσαμε στην κουζίνα. Τα Σαββατόβραδα υπήρχε μια ιεροτελεστία που το τυπικό της έμεινε απαράλλαχτο για χρόνια, μέχρι να μας συναντήσει η πρόοδος και ο πολιτισμός. Οι πόρτες της κουζίνας έκλειναν για να απομονωθεί ο χώρος, μεγάλες κατσαρόλες έμπαιναν πάνω στη γκαζιέρα και το νερό έβραζε έτσι που οι υπέρθερμοι ατμοί του να λειτουργούν και σαν πηγή θέρμανσης του χώρου. Η μητέρα αναμίγνυε το καυτό νερό με την κατάλληλη ποσότητα κρύου, δοκιμάζοντας με τον αγκώνα μέχρι να πετύχει τη σωστή θερμοκρασία και μας καλούσε ένα – ένα στο καθαρτήριο. Μόλις είχαμε γυρίσει από τα παιχνίδια μας στην γειτονιά και η βρωμιά που μια βδομάδα τώρα είχε κολλήσει πάνω μας, έπρεπε να απομακρυνθεί. Η μητέρα έτριβε δυνατά το δέρμα μου μ’ ένα σφουγγάρι που το είχε σαπουνίσει με πράσινο σαπούνι, μουρμουρίζοντας ταυτόχρονα και σχολιάζοντας τα αδύνατα μέλη μου που ήταν σαν καλαμάκια και που έπρεπε επιτέλους να αποφασίσω να τελειώνω όλο το πιάτο μου και να σταματήσω τα πείσματα και τα: « δεν πεινάω, δεν μου αρέσει, δεν θέλω άλλο..», γιατί αλλιώς δεν θα μεγάλωνα. Α, ρε μάνα να ήταν τόσο εύκολο να μην μεγαλώνει κανείς!! Εγώ, ωστόσο, κρύωνα κι ευχόμουνα να έλθει μια ώρα αρχύτερα η γλυκιά στιγμή του ξεβγάλματος, όταν το χλιαρό χάδι του νερού ξεκινούσε από τα μαλλιά και κατέβαινε σε όλο το σώμα ζεσταίνοντας και θωπεύοντας όλα τα μέλη ταυτόχρονα όπως μονάχα το νερό έχει την ικανότητα να το κάνει. «Λίγο ακόμα…» παρακαλούσα όταν έβλεπα ότι η ροή σταματούσε. Μα η μητέρα, όταν αποφάσιζε ότι οι σαπουνάδες είχαν διαλυθεί, με τύλιγε αποφασιστικά με μια πετσέτα και φώναζε τον επόμενο.
Χωνόμουνα στο κρεβάτι. Τα σεντόνια είχαν αλλαχτεί και τα πάντα μοσχοβολούσαν σαπούνι. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα να αγαπάω το σώμα μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα την παρουσία του Θεού γύρο μου. Εκείνη τη στιγμή η βραδινή προσευχή που είχα μάθει να κάνω πριν κοιμηθώ δεν ήταν ένα βιαστικό καθήκον. Δεν είναι τυχαίο που διαχρονικά και σε όλες τις θρησκείες οι διαδικασίες κάθαρσης της ψυχής ξεκινούσαν από κάθαρση του σώματος. Ο ύπνος ερχόταν αλαφροπάτητος κι εγώ χωνόμουν πρόθυμα στην αγκαλιά του. Δεν ξυπνούσα παρά την Κυριακή το πρωί νιώθοντας σαν να είχα πεθάνει και να είχα ξαναγεννηθεί. Δεν είχα δει κανένα όνειρο ή ίσως δεν θυμόμουν τίποτα. Πώς το λέει ο Νίκος Ζούδιαρης;
Σάββατο βράδυ να εύχεσαι, σαν πέφτεις και κοιμάσαι
της Κυριακής τα όνειρα ποτέ να μη θυμάσαι.
Κι ήταν τόσο όμορφο αυτό το αίσθημα που καταγράφηκε μοναδικά στη μνήμη μου σαν: « το κυριακάτικο ξύπνημα» και το συναντούσα στην ενήλικη ζωή μου κάθε φορά που για συγκεκριμένους λόγους είχα απολαύσει έναν, ξεχωριστής ποιότητας, ύπνο.
ν’ ακούω γιούλια ολόμπλαβα κι ο Άγιος να σημαίνει.
Ποιος να του το ’λεγε του Γιάννη Τσακασιάνου, γνωστού στα γράμματα και με το ψευδώνυμο «ζακυνθινός σπουργίτης» ότι το πασίγνωστο σατιρικό του δίστιχο, θα χρειαζόταν ανάλυση και επεξήγηση εν έτει 2011.
Ας ξεκινήσουμε με τις άγνωστες – για τους μη ζακυνθινούς – λέξεις. Τα γιούλια είναι οι άγριοι μενεξέδες και το: ολόμπλαβα είναι επίθετο που χαρακτηρίζει το χαρακτηριστικό χρώμα τους το ολοκληρωτικά και ολοκάθαρα μπλε, όπως φαίνεται στη φωτογραφία.
Καλά μέχρι εδώ. Όμως τα γιούλια μπορεί κανείς να τα βλέπει, να τα μυρίζει, να τα κόβει έστω ( πρωί- πρωί Κυριακάτικα;) αλλά να τα ακούει πώς; Η απάντηση κρύβεται στη στίξη. Εκείνα τα μικρά σημαδάκια που με την παρουσία ή την απουσία τους αλλοιώνουν το νόημα των γραπτών κειμένων.
Πόσο μελάνι έχει χυθεί για τη χαμένη άνω τελεία που πολύ σωστά τοποθέτησε ο Σεφέρης στο «περιγιάλι το κρυφό» γράφοντας «…με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας . λάθος! Κι αλλάξαμε ζωή». Μα η άνω τελεία εξαφανίστηκε κατά τη μελοποίηση από τον Θεοδωράκη και την απόδοση από τον Μπιθικώτση, έτσι που όλοι πια να τραγουδάμε: «… πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή» και να προδίδουμε την βούληση του ποιητή.
Με τον ίδιο τρόπο χάθηκαν και τα εισαγωγικά στο δίστιχο του Τσακασιάνου, που θα έπρεπε να γράφεται:
ν’ ακούω: «γιούλια ολόμπλαβα»….
Γιατί, μόνο όσοι έζησαν στην προσεισμική Ζάκυνθο ή έχουν ακούσει αφηγήσεις για την εποχή από πρώτο χέρι ξέρουν πώς μόλις έμπαινε ο Μάιος και τα γιούλια κατέκλυζαν τις εξοχές του νησιού, οι χωριάτες τα μάζευαν, τα έδεναν σε μικρά μπουκετάκια, τα επονομαζόμενα «ματζέτα» και κατέβαιναν πρωί- πρωί τις Κυριακές στην Χώρα διαλαλώντας με δυνατές φωνές την πραμάτεια τους: « γιούλια ολόμπλαβαααα…», και χαλώντας τον ύπνο των νοικοκυραίων. Οι γυναίκες άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα και αγόραζαν τα λουλούδια δίνοντας μερικές δεκάρες στον μικροπωλητή και στόλιζαν μικρά βάζα για να γεμίσει το σπίτι χρώματα κι αρώματα.
Όσο για τις καμπάνες του Αγίου που βαρούνε μ’ εκείνον τον αλλιώτικο ήχο που ευφραίνει τις μισοκοιμισμένες ψυχές, μόνο ο Λάγιος θα ήταν ο αρμόδιος να μας διαφωτίσει μια κι έψαχνε απεγνωσμένα να ανακαλύψει το μυστικό μελετώντας τα κράματα, αλλά κι εκείνος έφυγε τόσο νωρίς.