|
Φωτο Αποστόλης Στεργίου |
Αν η γιαγιά ήταν ο αναντικατάστατος τρυφερός σύντροφος, ο πατέρας ήταν το λατρεμένο είδωλο που, και λόγω απόστασης, έπαιρνε διαστάσεις μυθικές. Ο Θανάσης ερχόταν κάθε χρόνο να περάσει είκοσι καλοκαιρινές μέρες μαζί τους φορτωμένος με δώρα –αυτοκίνητα και τρένα για τον Μιχαλιό, κούκλες για την Ανθούλα. Τα παιδιά περίμεναν τον ερχομό του με τη λαχτάρα που τ’ άλλα παιδιά περιμένουν τον Αϊ Βασίλη. Ένας καλοκαιρινός Αϊ Βασίλης καθόλου βιαστικός και υπερβολικά διαθέσιμος. Τα ’παιζε στα γόνατά, τ' ανέβαζε στους ώμους, τα 'πιανε από τις μασχάλες και τα στριφογύριζε μέχρι που η ζαλάδα τα έκανε να παραπατούν, τα πετούσε στον αέρα κάνοντας προσομοίωση πτήσης -πάντα προλάβαινε να τα πιάσει στον αέρα μια στιγμή πριν προσγειωθούν- καμωνόταν πως δεν τα προφταίνει στο κυνηγητό, τα γαργαλούσε μέχρι που ξελιγώνονταν στα γέλια και ζητούσαν έλεος, όχι άλλο πια. Κι όταν έπαιζαν κρυφτό έψαχνε να τα βρει στα πιο απίθανα σημεία, αγνοώντας επιδεικτικά τις προφανείς κρυψώνες. Μετά από τα τρυφερά γυναικεία παιχνίδια με τις θείες, τα βίαια αντρικά παιχνίδια έφερναν στο σπίτι μια μυρωδιά τεστοστερόνης που ο Μιχαλιός κρατούσε σαν πολύτιμη θύμηση στις κοιλότητες της όσφρησης για να μην ξεθωριάζουν οι στιγμές που είχε περάσει μαζί του. Η ανάμνηση αυτή έσπρωχνε το μακρύ διάστημα της αναμονής να κυλήσει πιο γρήγορα. Η Ανθούλα μάλιστα – επηρεασμένη από τη φιγούρα της κυρά-Σαρακοστής που έφτιαχναν την Καθαροδευτέρα εν αναμονή του Πάσχα- ζωγράφιζε σε χαρτόνι έναν άντρα με δώδεκα ποδάρια, που παρίστανε τον χρόνο, έκοβε προσεκτικά το περίγραμμα και κάθε πρωτομηνιά αφαιρούσαν τελετουργικά ένα ποδάρι, έτσι που το λιγόστεμα των ποδαριών έφερνε την πολυαναμενόμενη επιστροφή όλο και πιο κοντά.