Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Η Δόρα Στράτου στο θέατρο "Ορέστης Μακρής"




Σε χρόνους παλιούς, τότε που η Ιστορία μόλις άρχιζε να καταγράφεται, παρόλο που τα ταξίδια ήταν μόνο για τους ριψοκίνδυνους, παρόλο που η επικοινωνία μεταξύ λαών ήταν περιορισμένη και η παγκοσμιοποίηση έννοια βγαλμένη από το μέλλον, μύθοι, δοξασίες παραμύθια, παροιμίες – προϊόντα όλα της λαϊκής φαντασίας- κατάφερναν να διαχέονται από στόμα σε στόμα και να περνούν ανεμπόδιστα τα σύνορα. Στη διαδικασία αυτή ίσως ν’ άλλαζαν ελαφρά διατύπωση –και γλώσσα κάποτε- χωρίς να αλλοιώνεται όμως η συμπυκνωμένη σοφία τους.

Στη διάρκεια της Αναγέννησης, ο Έρασμος αποπειράθηκε να συλλέξει και να καταγράψει ελληνικές και λατινικές παροιμίες. Σ’ αυτή τη συλλογή συναντάμε για πρώτη φορά την παροιμία "Saxum volutum non obducitur musco". Μ’ αυτό το διαβατήριο ταξίδεψε στην Ευρώπη –και ίσως όχι μόνο. Στην αγγλόφωνη εκδοχή της διατυπώθηκε ως "a rolling stone gathers no moss" και ενέπνευσε το αγγλικό ροκ συγκρότημα που φιλοδοξούσε να ταράξει τα νερά στον χώρο της μουσικής στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Η επιλογή στάθηκε γούρικη και η διασημότητα των "Rolling stones" παρέσυρε στη δίνη της και την παροιμία. Τα εκατομμύρια των οπαδών τους πληροφορήθηκαν την ύπαρξη της και στιγματίστηκαν από τη σημειολογία της. Μια γενιά, μάλιστα, -η δική μου για την ακρίβεια- την έκανε στάση ζωής. Αργότερα η λάμψη της ξεθώριασε κι η απήχησή της ξέφτισε.
Κι ήρθε, τον Ιούνη του 2019, "τ’ Αλωνάκι" να εμπνευστεί από την ίδια παροιμία τον τίτλο των καθιερωμένων τριήμερων εκδηλώσεων στο θέατρο "Ορέστης Μακρής". "Πέτρα που θέλει να κυλά…", διάβασα στην καλόγουστη αφίσα. "…Ποτέ δεν χορταριάζει", ολοκλήρωσα νοερά και με συνεπήρε η συνάντηση με μια συντρόφισσα της νιότης μου. Οι συνειρμοί έφεραν τη σύγκρουση ανάμεσα σε κάτασπρες στρογγυλεμένες πέτρες στις κοίτες των ποταμών και γκριζοπράσινες, όλο μούσκλια, πέτρες στις άκρες των λιμνών. "Τ’ Αλωνάκι" είχε πετύχει, από την αφίσα κι όλας, να με προβληματίσει.
Με ποια πέτρα μοιάζει, στις μέρες μας, η μουσικοχορευτική μας παράδοση; Είναι είδος μουσειακό, περιχαρακωμένο στο επίπεδο του φολκλόρ, χορταριασμένο,   ή ζωντανό και δυναμικό έτοιμο ν’ ανοίξει πανιά στο αύριο; Αδημονούσα για την απάντηση που θα έδιναν οι παραστάσεις που φέτος δεν τις περίμενα μόνο για την άψογη αισθητική τους αλλά κυρίως για το προσκλητήριο σε συλλογικό προβληματισμό πάνω στο χθες, το σήμερα και το αύριο αυτής της παράδοσης.
Το θεατράκι ήταν όπως πάντα κατάμεστο. Ισομοίραζα την προσοχή μου ανάμεσα στα διαδραματιζόμενα επί σκηνής και στην απήχησή τους στις κερκίδες. Εκεί έβλεπα πρόσωπα ανυποψίαστα να καμαρώνουν, με μάτια λαμπερά, οικείους -ή απλώς γνωστούς- που συμμετείχαν στα δρώμενα. Έβλεπα πρόσωπα παραδομένα στην απόλαυση χρωμάτων, ακουσμάτων, ρυθμικών δεξιοτήτων. Έβλεπα κα το απορημένο βλέμμα των υποψιασμένων. Πού το πάει;
Η ματιά μου φρενάρισε απότομα στην κυρία της τρίτης σειράς. Ήταν μια φιγούρα παράταιρη. Σαν να ερχόταν από άλλη εποχή και από άλλη κοινωνική τάξη. Δεν θα με παραξένευε αν μάθαινα πως ο πατέρας της είχε υπάρξει Πρωθυπουργός. Το ντύσιμο της ήταν απλό αλλά προσεγμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια, τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, καλοχτενισμένα αλλά χωρίς στυλιζάρισμα, άφηναν ακάλυπτο το πλατύ μέτωπο –αλάνθαστο σημάδι πνευματικότητας. Ένα εξεζητημένο κόσμημα στον λαιμό άφηνε να διαφαίνεται η ιδιαιτερότητα πίσω από την απλότητα.
Είχα εγκλωβιστεί στην απρόσμενη παρουσία της και όχι μόνο εξ αιτίας της εμφάνισης. Εκείνο που είχε ερεθίσει την περιέργειά μου ήταν η προσήλωσή της στη σκηνή. Ήταν ολοφάνερο πως ό,τι συνέβαινε εκεί την αφορούσε προσωπικά. Λες και ο διάχυτος προβληματισμός την είχε κάποτε απασχολήσει προσωπικά. Λες και παρακολουθούσε με περιέργεια ένα παλιό πρόβλημα ιδωμένο με σημερινή οπτική. Μια οπτική που μπέρδευε ηθελημένα το πραγματικό με το επιθυμητό και την αποτύπωση με την επιτέλεση. Και μου φάνηκε πως κάποτε συγκατένευε κι άλλοτε ξαφνιαζόταν.
Α, το δίχως άλλο θα την αναζητούσα στο τέλος της βραδιάς. Δεν θα ’χανα την ευκαιρία να ζητήσω την άποψή της που την προεξοφλούσα –το λιγότερο- ενδιαφέρουσα. Έπρεπε να επιβεβαιώσω πως η συγκίνηση στο πρόσωπό της δεν ήταν ιδέα μου. Ήθελα να συζητήσουμε πάνω σε θέματα που υποψιαζόμουνα πως γνώριζε πολύ καλά.
Στον πανικό των χειροκροτημάτων την έχασα. Σαν να την κατάπιε η γη. Δεν ήταν δα και δύσκολο. Ο καθένας έτρεχε να συγχαρεί τους γνωστούς του και όλοι μαζί τους δασκάλους και τους άλλους συντελεστές.
"Πού πήγε η κυρία που καθόταν δίπλα σου;", ρώτησα ελαφρά απογοητευμένη έναν γνωστό που διασκέλιζε την τρίτη σειρά. Με κοίταξε απορημένος. "Δίπλα μου; Για ποια κυρία μιλάς; Δεξιά καθόταν ο αδελφός μου κι αριστερά η γυναίκα μου."

2 σχόλια:

  1. Αχ, Ρένα, τι μου θύμισες... Στον πρώτο -αν θυμάμαι καλά- ποιητικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η Βιβλιοθήκη Χαλκίδας, στον οποίο είχα λάβει μέρος ανεπιτυχώς, ήμουν στο Θέατρο Παπαδημητρίου, στην τελετή απονομής των βραβείων. Δεν είχα καταλάβει ότι όσοι είχαν διακριθεί ήταν ήδη ενήμεροι και παρόντες για την παραλαβή των επαίνων. Περίμενα κι εγώ... Περιμένοντας και ακούγοντας τους επιτυχόντες να απαγγέλλουν με τη σειρά μέρη των ποιημάτων τους, χάζευα και τον κόσμο γύρω μου. Στην προηγούμενη σειρά από τη δική μου ή λίγο πιο πίσω διέκρινα έναν κύριο που καθόταν μόνος του. Ήταν προχωρημένης ηλικίας, μικρού αναστήματος -παρότι καθήμενος δεν έδινε την εντύπωση ψηλού ανθρώπου- χωρίς μαλλιά και με πολύ μικρό μουστάκι. Έκανε κάτι μορφασμούς, και συχνά το βλέμμα του έμενε για κάμποση ώρα χαμηλωμένο. Αναρωτιόμουν πού τον ήξερα... "Α!" είπα από μέσα μου ύστερα από αρκετή σκέψη, "Ο Σκαρίμπας! Αλλά πώς γίνεται..." Έστρεφα κάθε τόσο προς τα πίσω και τον παρατηρούσα με μεγάλη απορία. Αδιαφορούσε για τον κόσμο γύρω του και μπορεί να είχε την προσοχή του στα τεκταινόμενα επί σκηνής, χωρίς όμως να στρέφει το βλέμμα του προς τα εκεί. Σκεφτόμουν ότι στο τέλος της εκδήλωσης δε θα είχα το θάρρος να τον πλησιάσω. Μόνο να τον παρατηρώ από μακριά. Καθώς ολοκληρωνόταν η εκδήλωση, τότε κατάλαβα ότι δεν είχαν διακριθεί τα δικά μου ποιήματα. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά όλοι από τις θέσεις μας και στραφήκαμε προς την έξοδο. Μάταια όμως πλέον έψαχνα με το βλέμμα μου εκείνον που μου είχε προκαλέσει τόση απορία... Είχε εξαφανιστεί. Δημήτρης Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλά λένε λοιπόν Δημήτρη πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Γιατί η αλήθεια είναι πως εγώ δεν περιέγραψα μια αντίστοιχη δική μου εμπειρία. Ένα λογοτεχνικό τέχνασμα ήταν για πω πως αν η Δώρα Στράτου βρισκόταν στο ¨Ορέστης Μακρής" θα χαιρόταν που ο σπόρος που φύτεψε με τον προβληματισμό της για την παράδοση είχε ριζώσει. Θα ήταν επίσης περήφανη που ο εμπνευστής όλου αυτού του εγχειρήματος -ο συνονόματος σου Λιανοστάθης- υπήρξε χορευτής στο θέατρο που φέρει τ' όνομά της. Εσύ, ως ποιητής, φυσικό είναι να έχεις εμπειρίες σαν αυτή που περιέγραψες. Εγώ είμαι πολύ προσγειωμένη για κάτι τέτοιο. Χαίρομαι όμως που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν έστω και από διαφορετικές κατευθύνσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας