Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Στο Χριστό, στο Kάστρο

Το οδοιπορικό αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 214 του περιοδικού: "ΚΟΡΦΕΣ"


Το κάστρο της Σκιάθου




Είχα ξενυχτήσει διαβάζοντας το διήγημα του Παπαδιαμάντη την παραμονή. Αυτό θα ’φταιγε που επέμενα στους παραλληλισμούς.
Κι ας το ’βλεπα πως είμαστε ολότελα διαφορετικοί από τους λογοτεχνικούς ταξιδιώτες -τόσο στο χρόνο όσο στις συνθήκες.
Τίποτα δεν κάναμε όπως εκείνοι. Πήραμε τη δύσκολη διαδρομή από επιλογή όχι από λάθος.
Δεν χρησιμοποιήσαμε βάρκα μα ούτε αυτοκίνητο. Πεζοπορώντας θα φτάναμε στο Κάστρο ξεκινώντας από τη Χώρα.(«Γνωριμία με τα παλιά μονοπάτια της Σκιάθου», έγραφε το πρόγραμμα της ορειβατικής μας εξόρμησης.)
Δεν ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν μια από κείνες τις ατέλειωτες μέρες του μεσοκαλόκαιρου που λες κι ο ήλιος κουράστηκε, ξεχάστηκε κι έχασε το δρόμο προς τη Δύση.
Δεν είχαμε ν’ αντιπαλέψουμε με τον χιονιά ούτε με τη μάνητα του ανέμου. Οι ακτίνες του ήλιου ήταν ο αντίπαλος. Κατακούτελα μας χτυπούσαν κοροϊδεύοντας τον αντηλιακό εξοπλισμό μας.
Δεν είχαμε τυλιχτεί με γούνες και σάλια, μάλλινες καμιζόλες και νιτσεράδες. Φορούσαμε καπέλα της ερήμου και μακρυμάνικα πουκάμισα, μαντήλια στον λαιμό, κορδέλες στο μέτωπο, για τον ιδρώτα, και αντηλιακές κρέμες.
Τα σακίδιά μας δεν ήταν παραφουσκωμένα με αυγά και λειτουργιές, ελιές και κρέας σαλάδο. Είχαμε μόνο ξηρούς καρπούς κι αποξηραμένα φρούτα.
Δεν μεταφέραμε κρασί και ρακή μέσα σε φλάσκες. Τα παγούρια μας ήταν γεμάτα δροσερό νερό.
Μα πάνω απ’ όλα δεν είμαστε ευλαβείς προσκυνητές ούτε αλτρουιστές διασώστες. Φυσιολάτρες οδοιπόροι είμαστε –ίσως παράπλευρα μας γοήτευε η ιδέα ενός πνευματικού προσκυνήματος στα μέρη που είχαμε γνωρίσει μέσα από τις σελίδες ενός διηγήματος.
(Τυχεροί οι τόποι που στοίχειωσε η τέχνη! Με μιας μεταμορφώθηκαν σε μέρη ονειρικά που αποτυπώθηκαν ως εικόνες στο νου –κάθε αποδέκτης και μια διαφορετική εκδοχή. Κι όταν φτάνει η μαγική στιγμή που η φαντασία συναντιέται με την πραγματικότητα, εκρήξεις από πυροτεχνήματα λούζουν το τοπίο που γίνεται εξωπραγματικό. Η Σκιάθος υπήρξε το σκηνικό για τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη και αυτόματα κάθε εκκλησάκι, κάθε ακρογιαλιά, κάθε σπηλιά απόκτησε ξεχωριστή συναισθηματική φόρτιση. Όποιος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται παρακολουθώντας την έκβαση της αντιδικίας μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης για το ποια θα τιμωρήσει τη φόνισσα, πώς θα μπορούσε να σταθεί αδιάφορος μπροστά στον γκρεμό του αγίου Σώζοντος; Αυτός δεν είναι ένας τυχαίος γκρεμός· η προσωποποίηση της ανατριχίλας είναι! Τι θα ήταν η Σκιάθος χωρίς τον Παπαδιαμάντη; Ό,τι θα ήταν η Αγία Πετρούπολη χωρίς τον Ντοστογιέφσκι. Τι θα ήταν η Νέα Υόρκη αν δεν είχε μπει στα πλάνα του Γούντι Άλεν; Ό,τι θα ήταν η Αρλ αν δεν την είχε ζωγραφίσει η θεϊκή τρέλα του Βαν Γκογκ.)
Αρχηγός και εμψυχωτής μας δεν ήταν ο παπά-Φραγκούλης μα, παραδόξως, ένας Γερμανός, ο Όρτζβιν.
«Όνομα γλωσσοδέτης», μονολόγησα όταν μας συστήθηκε.
«Δυσκολεύει και τους Γερμανούς», απάντησε σε άψογα ελληνικά με γερμανική προφορά, «είναι, βλέπεις, Σκανδιναβικό.»
Ο Όρτζβιν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Σκιάθο δεκατέσσερα χρόνια πριν. Την ερωτεύτηκε, πούλησε τα υπάρχοντα του κι εγκαταστάθηκε στο νησί. Φυσικά και δεν θα έμενε άπραγος τουρίστας. Ονειρεύτηκε ν’ ανοίξει τα παλιά μονοπάτια του νησιού που, έχοντας μείνει μισόν αιώνα αχρησιμοποίητα, είχαν γίνει ρουμάνια. Αναζήτησε και βρήκε τους γέρους Σκιαθίτες που είχαν διατηρήσει μνήμες από το πυκνό δίκτυο μονοπατιών που εξυπηρετούσε το νησί όταν οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και οι μεταφορές με ζώα. Χρειάστηκε να ξελογγιάσει τα ρουμάνια με προσωπική δουλειά και δαπάνη. Με γερμανική μεθοδικότητα και ελληνική έμπνευση. Είμαστε συνηθισμένοι να περπατάμε σε μονοπάτια μα εδώ εντυπωσιαστήκαμε. Ξεκάθαρη σηματοδότηση, καθαρή οριοθέτηση, υποβοηθητικές παρεμβάσεις αρμονικά δεμένες με το περιβάλλον. Με μάτια δεμένα θα μπορούσες να τ’ ακολουθήσεις.
Τελικά και η πεζοπορία θέλει τον Γερμανό της!
Το ξεκίνημα ήταν για τις εφτά το πρωί. Εμείς είχαμε στο νου το ακαδημαϊκό τέταρτο -τουλάχιστον- μα ο Όρτζβιν βιαζόταν να προλάβουμε να μπούμε στο δάσος να μη μας βρει η ζέστη. Δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Στις είκοσι Ιουνίου ο ήλιος είναι ήδη ψηλά στις εφτά. Μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε δεκάξι. Όπως ακριβώς κι εκείνοι. Και να ’θελα, πώς ν’ αποφύγω τις συγκρίσεις;
Το ανηφορικό μονοπάτι θύμιζε Πήλιο. Κουμαριές και σκίνα, πυξάρια και πουρνάρια, δάφνες και μυρτιές, χαρουπιές και αγριελιές, ρείκια και φρύγανα, κουτσου-πιές και αγριοφυστικιές. Α, αυτή η ατέλειωτη ποικιλία της μεσογειακής βλάστησης! Αρώματα εξαίσια ελευθερώνονταν καθώς, αλιφασκιές και ανθισμένη ρίγανη, άγρια μέντα και θυμάρι, θρούμπι και μυρτιές, συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες μας. Η ελληνική φύση σε μεγάλη έμπνευση!
Συναντήσαμε το πρώτο εκκλησάκι και σταθήκαμε να προσκυνήσουμε. Η διαδικασία μύησης είχε αρχίσει.
Ύστερα μπήκαμε στο πλατανόδασος. Τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο, τόσο δροσερό, τόσο εκτεταμένο που δύσκολα πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε νησί. Τα φρέσκα φύλλα των αιωνόβιων πλατάνων σχημάτιζαν προστατευτική ασπίδα που κρατούσε μακριά τις πυρωμένες ακτίνες και μας χάριζαν ανάσες δροσιάς.
Βγάλαμε τα καπέλα. Θα ήταν άχρηστα για αρκετή ώρα. Το ρέμα κυλούσε δίπλα μας, τεμπέλικα, χωρίς ορμή.
Περάσαμε από τα ερείπια του παλιού ελαιοτριβείου.
Σταματήσαμε στην πηγή.
Ξαναβγήκαμε στο γυμνό.
Πατήσαμε στη μαλακωσιά της χλόης του λιβαδιού.
Κάναμε μικρή παράκαμψη για ν’ ανεβούμε στον Μύτικα, την πιο ψηλή κορυφή του νησιού. Από δω βλέπαμε τις ακρογιαλιές και τα χωριά του Πηλίου απέναντι, την Εύβοια πίσω, τη Σκόπελο δίπλα, την Αλόννησο παραδίπλα, τις βραχονησίδες ολοτρόγυρα. Η θάλασσα ανάμεσα στραφτάλιζε. Ένας ζωντανός γεωφυσικός χάρτης σε κλίμακα ένα προς ένα.
Από κει και πέρα μπήκαμε στην τελική ευθεία για το Κάστρο. Ο βράχος εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας απαράλλαχτος όπως τον είχαμε φανταστεί από τις λεπτομερείς περιγραφές του Παπαδιαμάντη –γροθιά της ξηράς προς την θάλασσα. Τι είναι 150 χρόνια για ένα βράχο;
Φτάσαμε στον πλακόστρωτο δρόμο.
Κοιτάξαμε τα δύο μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά μας: το ένα ανηφορικό με ψηλά ασβεστωμένα σκαλοπάτια οδηγούσε στην καστρόπορτα, το άλλο κατηφορικό, χωμάτινο, κατέβαινε στον μικρό γιαλό. Το δίλημμα του Ηρακλή. Ρίξαμε μια ματιά στον ήλιο που μεσουρανούσε, μετρήσαμε τις δυνάμεις μας, βάλαμε μια στρώση ακόμα αντηλιακό. Η θάλασσα μπορούσε να περιμένει.
Φτάνοντας στη σιδερένια πύλη δεν αντήχησε ο τριγμός των εσκουριασμένων στροφέων. Έχουν άλλωστε από χρόνια πάψει να λειτουργούν.
Δεν ήταν μεσάνυχτα αλλά καταμεσήμερο.
Δεν ήμαστε μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσα και λευκοί από το χιόνι. Είμαστε κατακόκκινοι, λαχανιασμένοι, κατάκοποι, κάθιδροι.
Δεν αλλάξαμε τα βρεγμένα από την θάλασσα και το χιόνι ρούχα με άλλα ζεστά, αντικαταστήσαμε όμως τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια με άλλα στεγνά.
Δεν ήρθε κανείς να μας προϋπαντήσει, δεν υπήρχαν βοσκοί με το κοπάδι τους, ούτε εγκλωβισμένοι που θα μας κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη. Φθάνοντας όμως στον σκιερό περίβολο του ναού, μας πήρε μια μυρωδιά. Δεν είμαστε μόνοι. Οι επισκέπτες είχαν έλθει, με αυτοκίνητο, είχαν ανάψει φωτιά δίπλα στη βρύση κι έβραζαν κρίταμα που είχαν μόλις πριν λίγο μαζέψει από την παραλία. Καθίσαμε μαζί τους στα ξύλινα παγκάκια να ξαποστάσουμε. Μας πρόσφεραν τα ποτισμένα από τη θαλασσινή αλμύρα χορταρικά, ανταλλάξαμε εντυπώσεις για το νησί και τραβήξαμε για την εκκλησία.
Κατεβαίνοντας τα τρία ασβεστωμένα σκαλάκια της εισόδου, παρασύρθηκα από τη συγκίνηση. Δεν είναι μόνο το ταξίδι, Αλεξανδρινέ, είναι και η κατάκτηση του στόχου ευτυχία μεγάλη.
Στο νου μου σχηματίστηκε ο ψαλμός που είχε ψιθυρίσει ο παπά-Φραγκούλης: εισελεύσομαι εις τον οίκον σου…
Μέσα στο κατανυκτικό ημίφως του ναού εκείνοι είχαν βρει θαλπωρή, εμείς δροσιά. Οι περικαλλείς βυζαντινές εικόνες δεν ήταν εκεί· εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στο μουσείο. Έλειπαν και οι περισσότερες τοιχογραφίες· έχουν σοβαντισθεί. Το ξυλόγλυπτο όμως τέμπλο ήταν αναλλοίωτο όπως και ο μεγάλος κυκλικός ορειχάλκινος πολυέλαιος. Η εικόνα έδενε με την περιγραφή και το λιγοστό φως που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα μυστικι-στική που γεφύρωνε τις εποχές. Στο μισοσκόταδο μου φάνηκε πως άκουγα τις έρρινες και μονότονες ψαλμωδίες του κυρ-Αλεξανδρή να με νανουρίζουν και... (λίγο η υποβολή, λίγο η κούραση) έγειρα το κεφάλι στο στασίδι για δυο λεπτά. Αρκετά όμως για να δω τον γέρο ιεροψάλτη να πανηγυρίζει τη γέννηση του Χριστού σείοντας με μακρύ καλάμι τον πολυέλαιο της οροφής, με τις λαμπάδες αναμμένες. Μα δεν ήταν ακριβώς όνειρο. Κάποιος από την ομάδα έκανε την ίδια ακριβώς κίνηση όπως την είχε δει στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Ο χώρος είχε εκείνη τη μοναδική ιερότητα που φέρνει την προσευχή αυθόρμητη στα χείλη. Χριστέ μου, κάνε να έχω και αύριο όσα έχω σήμερα. Η προσευχή του τυχερού. Που έχει όσα χρειάζεται και δεν θέλει να τα χάσει. Η προσευχή του φιλοσοφημένου. Που δεν έχει πέσει στην παγίδα της απληστίας.
Πήραμε τρέχοντας το κατηφορικό μονοπάτι για τον μικρό κόλπο. Ποιος θα φτάσει πρώτος; Βρήκαμε τη θάλασσα στην καλή και τη γλυκιά της ώρα. Τη θέλαμε σαν κολασμένοι. Η αγκαλιά της ήταν σμαραγδένια και καθώς χωθήκαμε μέσα, ξύπνησαν μνήμες από την ενδομήτρια ηλικία. Η κρυστάλλινη υφή του νερού, ζωογονούσε τα κουρασμένα μέλη, τα τόνωνε, τα ζωντάνευε. Το κολύμπι ενεργοποιούσε μυς που δεν είχαν κινηθεί στην πορεία κι έδινε στο σύνολο του κορμιού εκείνη την ευεξία, που μας έκανε να σκεφτούμε βγαίνοντας: δώστε μας –τώρα αμέσως- ένα βουνό να το ανεβούμε τρέχοντας. Αντί γι αυτό ριχτήκαμε σε βουνά τηγανητού γαύρου που σερβίριζαν στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι.
Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν.
Ο Όρτζβιν έβγαλε τη φυσαρμόνικα και οι νότες άρχισαν να στροβιλίζονται απαλά πάνω από τα τραπέζια μας επιτείνοντας τη μεθυστική ζάλη που είχε ήδη προκαλέσει το άσπρο κρασάκι.
Κι ύστερα -ακριβώς όπως και εκείνοι- μπήκαμε στο τουριστικό καραβάκι που μας περίμενε και πλέοντες δια της βορειοανατολικής οδού, ως συντομοτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, φθάσαμε αισίως εις την πολίχνην.


Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Μπορείτε να το αποκτήσετε σε έντυπη μορφή ως εξής:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Για όλα φταίει ο Γκέντελ


Στα τριάντα οχτώ της είχε όλα όσα θα μπορούσε να είχε επιθυμήσει στα δεκαοχτώ της. Καταξιωμένη – και καλοπληρωμένη – στη δουλειά της, με έναν ισορροπημένο γάμο, έναν αξιολάτρευτο επτάχρονο γιο, ένα σπίτι με κήπο και πισίνα στα βόρεια προάστια και τον τεράστιο σκύλο ερωτευμένο μαζί της στα όρια της ψυχοπαθολογίας.

Πώς της προέκυψε το μπλέξιμο με τον εξηντάρη ούτε που το κατάλαβε. 

Όλα ξεκίνησαν την εποχή που μελετούσε την προσωπικότητα  του Κουρτ Γκέντελ.

Τι άνθρωπος!

Ιδιοφυία καραμπινάτη!

Το αυστηρά επαγγελματικό κείμενο στην Wikipedia την εξιτάρισε και τη φόρτισε συναισθηματικά.   

«Αυστρο-αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος, θεμελιωτής της επιστήμης της λογικής,  φίλος και συνάδελφος του Αϊνστάιν στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών στο Πρίνστον. Οι  δυο τους συνήθιζαν να περπατούν συνομιλώντας στο δρόμο για το Πανεπιστήμιο. O Αϊνστάιν, προς το τέλος της ζωής του, είχε εξομολογηθεί  ότι η δουλειά του στο Ινστιτούτο δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον και ο μόνος λόγος που τον κρατούσε ακόμα εκεί ήταν το προνόμιο των περιπατητικών συζητήσεων με τον Γκέντελ. Η λογική κυριαρχεί στη σκέψη του από παιδί, αλλά ο σπόρος της παράνοιας τη φαρμακώνει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε μέσα στην  εμμονή ότι στόχευαν να τον δηλητηριάσουν. Αρνούμενος πεισματικά να  δεχτεί οποιαδήποτε τροφή, προτίμησε να πεθάνει από ασιτία παρά από δολιοφθορά. Η τραγική αντίφαση της ζωής του:  υπηρέτησε  με πάθος την επιστήμη της λογικής, μα προδόθηκε από την κοινή λογική.»

 Διψούσε να μάθει περισσότερα. Ψάχνοντας, έπεσε πάνω στο συγκεκριμένο ιστολόγιο. Διάβασε απνευστί την ανάρτηση με τίτλο: «η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μεγαλοφυΐα και την τρέλα: ένας βολικός μύθος» Είχαν πάψει από καιρό  να την εντυπωσιάζουν κείμενα, μα τούτο δω ήταν αναμφίβολα εξαίρεση. Η  αμεσότητα και ο βιωματικός  τρόπος γραφής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο συντάκτης του γνώριζε  από πρώτο χέρι και την ιδιοφυία και την τρέλα. Ένιωσε πιεστική την παρόρμηση να γνωρίσει τον άνθρωπο  πίσω από τις λέξεις.

Άφησε ένα συμβατικό σχόλιο:

Έχετε σπουδάσει μαθηματικά;

Της αντιγύρισε το σχόλιο με απρόσμενα αντισυμβατικό τρόπο:

Μαθηματικός γεννιέσαι, κοριτσάκι μου, δεν σπουδάζεις !!!!!!!

Θεέ μου τι ναρκισσισμός!

Και τι να πεις για την απαξιωτική προσφώνηση και την ενοχλητική οικειότητα!

Κι από δω άρχισαν τα περίεργα!

Αντί να λακίσει, ένιωσε να  ιντριγκάρεται και έτσι ξεκίνησε μια εκρηκτική αλληλογραφία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τους χώριζε άβυσσος από όποια άποψη κι αν το έβλεπες.

 Στην αρχή – όπως σε κάθε αρχή - όλα ήταν ωραία.

Τα μηνύματα, σύντομα αλλά περιεκτικά, πηγαινοέρχονταν μέσα από τα ασύρματα δίκτυα μεταφέροντας  πληροφορίες και απόψεις, στίχους νεοελληνικής ποίησης, στοχασμούς  αρχαίων φιλοσόφων, ατάκες από ταινίες, αποσπάσματα από θεατρικά έργα ή βιβλία. Μια  ποιοτική συνομιλία δύο ευφυών και καλλιεργημένων ανθρώπων. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

  Ένας προσεκτικός παρατηρητής, όμως, δεν θα δυσκολευόταν να διακρίνει ότι η επικοινωνία τους δεν γεννήθηκε ισότιμη. Κι έτσι έμεινε ως το τέλος.

Τα κείμενά του έμοιαζαν ακατέργαστο διαμάντι. Με λάμψη που δεν θαμπώνει, υπάρχει όμως εν δυνάμει Το μήνυμα που εξέπεμπαν ήταν: γράφω κυριολεκτικά ό,τι μου κατέβει. Αυτός είμαι και δεν έχω καμιά διάθεση  ν’ αλλάξω.

Τα δικά της ήταν φτηνό γυαλί μεθοδικά και προσεκτικά επεξεργασμένο σε πολυάριθμες έδρες λειασμένες με τόση επιμονή που αποκτούσε τη λάμψη του πολύτιμου. Το δικό της μήνυμα -και   αγωνιώδες ερώτημα ταυτόχρονα- ήταν: προσπαθώ  να μη φανώ κατώτερή σου. Τα καταφέρνω;

Εκείνος έγραφε με την άνεση της ωριμότητας, την  αυθορμησία της αντικομφορμιστικής ιδιοσυγκρασίας του, την ευρηματικότητα της κουλτούρας του, την ωμή ειλικρίνεια ανθρώπου που αδιαφορεί για κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και δεν δίνει πεντάρα αν θα χαρακτηρισθεί ακόμα και αγροίκος.

Εκείνη απαντούσε με τη χαρακτηριστική της τελειομανία, έσβηνε και ξανάγραφε, διασταύρωνε την ακρίβεια των όσων έλεγε, χτένιζε τα κείμενα με την αίσθηση ότι συμμετείχε  σε έναν άτυπο διαγωνισμό, πάντα περιχαρακωμένη στα όρια της καλής κοινωνικής ανατροφής.

 Όλη αυτή η κατάσταση της δημιουργούσε ανασφάλεια, αλλά και έξαψη. Δίπλα στον πραγματικό διάλογο έστηνε ένα δεύτερο υποθετικό. Τι μού έγραψε; Πώς τού απάντησα; Πώς θα έπρεπε να τού είχα απαντήσει;  Πώς θα μπορούσα να τού είχα απαντήσει; Κι αν το είχα κάνει, πώς θα με αντέκρουε; Μήπως η απάντηση  ήταν κατώτερη μου; Κι αν μου έλεγε το άλλο, πώς θα έπρεπε να αντιδράσω; Μήπως αν εφαρμόσω άλλη στρατηγική μπορώ να κατευθύνω την κουβέντα από πλεονεκτικότερη θέση; Έφτασε να βάζει στοιχήματα με τον εαυτό της για την πρόβλεψη του διαλόγου. Πάσχιζε να μαντέψει τις επόμενες δύο ή τρεις κινήσεις του, μετατρέποντας τον διάλογο σε σκάκι –ένα παιχνίδι που συνήθως κέρδιζε. Δυστυχώς – για κείνην – οι δύο διάλογοι δεν ταυτίστηκαν ποτέ. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να απασχολεί μονοθεματικά τη σκέψη της και να χάνει τον ύπνο της. Την  τρόμαζε η ιδέα του λάθους. Σαν να περνούσε από εξετάσεις. Ξαναζούσε  το άγχος των φοιτητικών της χρόνων, πράγμα που από τη μια την εξαντλούσε, από  την άλλη όμως ενεργοποιούσε τις δυνατότητές της, έβγαζε στην επιφάνεια τις εφεδρικές της δυνάμεις, αναδείκνυε τον καλύτερο εαυτό της  και εντέλει την αναδείκνυε εξαιρετικά ζωντανή και δημιουργική.

§§§

 Η διαφήμιση της σοκολάτας αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευφάνταστη!

Σε πρώτο πλάνο, ο διευθυντής του νοσοκομείου, περιστοιχισμένος από τους θεράποντες γιατρούς, διαβάζει μπροστά στα μικρόφωνα το ιατρικό ανακοινωθέν  για τον θάνατο  του Γκέντελ, 

Αμέσως μετά τύμπανα ηχούν ανατρεπτικά.

Η οθόνη γεμίζει με τη φράση: «κι όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά».

Και να ο επιστήμονας, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χαμογελάει σκανταλιάρικα καθώς αρπάζει από τα χέρια της διατροφολόγου τη λαχταριστή σοκολάτα.

Το  σλόγκαν: « η λιχουδιά που λατρεύουν οι ιδιοφυείς», είχε πλημμυρίσει την πόλη. Τη συναντούσες σε γιγαντοαφίσες, έντυπα, την άκουγες στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση. Το ζητούμενο - η αναγνωρισιμότητα του προϊόντος - είχε επιτευχθεί.

  Ο διευθύνων σύμβουλος της πολυεθνικής διαφημιστικής την κάλεσε στο γραφείο του και, με χαμόγελο που έφτανε ως τ’ αυτιά, της έσφιξε τα χέρια επαινώντας την πρωτοτυπία της ιδέας. Το πριμ της από την εταιρεία - πελάτη ήταν ένα ταξίδι στο Περού. Ξεπροβοδίζοντάς  την, και με την άνεση της πολύχρονης συνεργασίας τους, της πέταξε αστειευόμενος:

-Ρε συ, λάμπεις ολόκληρη. Μπας και είσαι ερωτευμένη;

-Με τη ζωή,  κύριε Αλεξίου, πάντα με τη ζωή.

 Το να δέχεται επαίνους ήταν μια γλυκιά συνήθεια από τότε που ήταν παιδί. Δεν θα καβαλούσε εύκολα καλάμι. Μα σήμερα περίμενε με ανεξήγητη αναστάτωση την κολακευτική αντίδραση του εξηντάρη.

Δέχτηκε μια ωμή, οργισμένη και πολύπλευρη επίθεση. Για την δουλειά της πρώτα απ’ όλα:

« Η διαφήμιση είναι κακάσχημη θεραπαινίδα του καπιταλισμού, δημιουργεί τεχνητές ανάγκες, παραπλανεί και αποπλανεί, παρασύρει σε άσκοπη κατανάλωση, απευθύνεται στα ταπεινότερα ένστικτα, δημιουργεί ανθρώπους με μειωμένη ικανότητα επιλογής, αποκοιμίζει και ναρκώνει την κριτική σκέψη, χειραγωγεί τους αποδέκτες της που δρουν υπό καθεστώς μειωμένης ελευθερίας, ανεβάζει υπέρμετρα το κόστος των προϊόντων…»

Το «κατηγορώ» του για κείνην προσωπικά – ανελέητο -  την περιέλουζε με μομφές για έλλειψη ηθικών αναστολών, τη χαρακτήριζε κακομαθημένη του συστήματος και την επέκρινε για τη συγκεκριμένη καμπάνια που λοιδορεί τους επιστήμονες:

 «Αν μη τι άλλο, δεν ξόδεψες χρόνο για να διαβάσεις τα δύο θεωρήματα μη-πληρότητας του Γκέντελ, τι σού φταίει να τον εντάσσεις στα στεγανά που έχεις στο κεφάλι σου; Αυτό είναι βαρβαρότητα και έχει και μπόλικη δόση αναίδειας. Έχοντας πολύ λίγα δεδομένα για σένα, δεν σε θεωρώ ούτε βάρβαρη ούτε αναιδή. Πρόσεχε όμως, ρε γαμώ το, πώς χρησιμοποιείς τους Μεγάλους. Δεν εντάσσονται όλα τα πράγματα στο ίδιο καλάθι (είτε μικρό είτε μεγάλο)».

Η  ίδια η επιστημονική κοινότητα δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Την αποκάλεσε ψοφοδεή και τους εκπροσώπους της καρεκλοκένταυρους που δεν έχουν τα κότσια να αντιδράσουν στην προσβολή.

Πικράθηκε. Ένας κόμπος στο λαιμό δεν έλεγε να φύγει. Αισθάνθηκε αδικημένη και ταπεινωμένη. Ένιωθε περήφανη για την δουλειά της, χωρίς να εθελοτυφλεί. Ο ανταγωνιστικός  χώρος της διαφήμισης είναι ένας οχετός λυμάτων, μα είχε την πεποίθηση ότι εκείνη μπορούσε να κολυμπάει μέσα στα σκατά μένοντας ανέγγιχτη. Την προστάτευαν οι αρχές της, που ήταν αδιαπραγμάτευτες, και οι γύρω της  είχαν πια αντιληφθεί ότι ήταν άσκοπο να την πιέζουν για εκπτώσεις. Μα πώς να τού δώσει να τα καταλάβει όλα αυτά όταν εκείνος είχε αρνηθεί τις δελεαστικές προτάσεις  των πιο φημισμένων Πανεπιστημίων μόνο και μόνο για να μην ενταχθεί σ’ έναν χώρο που θεωρούσε εκ προοιμίου βρώμικο; Πώς να συνεννοηθούν όταν εκείνος αποκαλούσε απαξιωτικά αιθεροβάμονες ή υποκριτές εκείνους που υποστήριζαν την εκ των ένδον άλωση του συστήματος; Άσε που, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί, οι βεβαιότητές της είχαν κλονιστεί και δεν ήταν σίγουρη ότι η απάντησή της θα ήταν πειστική.

Δεν υπερασπίσθηκε τις απόψεις της. Άφησε τις μομφές  να αιωρούνται και αυτό αποδείχτηκε κακός χειρισμός. Γιατί  εκείνος, εκμεταλλευόμενος τον ενδοτισμό της, ήταν έτοιμος να κάνει ένα βήμα παραπέρα ξεκινώντας από πιο προωθημένη θέση.

Δεν βιάστηκε, βέβαια.

Α, ήξερε πολύ καλά την τέχνη!

Άλλαξε ρότα.

Της μίλησε με καμάρι και τρυφερότητα για τον εγγονό του, που ήταν στην ηλικία του γιού  της, και που ο ίδιος τον είχε από νωρίς μυήσει στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας, έτσι που ο μικρός είχε ήδη γίνει εκπρόσωπος μιας multi- media γενιάς που ο ίδιος τη μακάριζε για τις ευκαιρίες με τις οποίες ξεκινούσε τη ζωή της.

Έχουμε προ πολλού φάει τη σκόνη τους.

 Του αντιγύρισε τη σχέση αμοιβαίας λατρείας που τη συνέδεε με το παιδί της. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού είχε γίνει ο μέντοράς του  στ’ απόκρυφα μυστικά της φύσης.

Μαζί παρακολουθούσαν την πορεία της ζωής στα οπωροφόρα του κήπου τους καταγράφοντας  τα στάδια της διαδικασίας μετατροπής των λουλουδιών σε ώριμους καρπούς.

Μαζί άφηναν ηλιόσπορους στις μυρμηγκοφωλιές, και – ξαπλωμένοι μπρούμυτα στο χώμα – παρατηρούσαν  τους λιλιπούτειους εργάτες  να μεταφέρουν φορτία  δυσανάλογα με το  μέγεθός τους, αποκαλύπτοντας δυνάμεις που ήταν δύσκολο να υποψιαστείς.

Μαζί «φύτευαν» φασόλια πάνω σε μουσκεμένο μπαμπάκι και κατέγραφαν καθημερινά το θαύμα της ανάπτυξης. Που ξεκινούσε όταν  το μικρούτσικο φύτρο τρυπούσε τη φλούδα και εξελισσόταν  σε διαφοροποιημένους ιστούς που περιέχονταν εν δυνάμει μέσα του. Κι όλ' αυτά με τροφοδότη τις κοτυληδόνες που σιγά-σιγά ατροφούσαν έχοντας εκπληρώσει το σκοπό τους.

Μαζί εξερευνούσαν τους θησαυρούς της θάλασσας, ανιχνεύοντας με τη μάσκα το βυθό. Το τεντωμένο δαχτυλάκι του, κάτω από την επιφάνεια του νερού, την καθοδηγούσε κι  εκείνη βουτούσε βαθιά για να ανασύρει έναν αχινό,  έναν αστερία, έναν ιππόκαμπο, ένα κοχύλι… Και πως πανηγύριζαν αν ανακάλυπταν το αγαπημένο, πολύτιμο «αυτάκι της Αφροδίτης»!

Μαζί γλιστρούσαν με τα πέδιλα του σκι στις χιονισμένες βουνοπλαγιές όπου η εμπειρία της δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τη δική του χάρη.

Μαζί κατάβρεχαν τα αφυδατωμένα σαλιγκάρια που είχαν γαντζωθεί να ξεκαλοκαιριάσουν στον μαντρότοιχο και – μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους – εκείνα ζωντάνευαν και περπατούσαν κουνώντας με περιέργεια τις κεραίες τους έχοντας πρόωρα ξυπνήσει από το βαθύ ύπνο τους. 

Ανακαλύπτω τον κόσμο από την αρχή μέσα από τα δικά του μάτια.

 Ήταν όμορφη αυτή η ανέμελη φάση της επικοινωνίας τους, μα το αλάφιασμα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, μια και κάτι μέσα της την προειδοποιούσε  ότι δεν επρόκειτο να διαρκέσει.

Δεν έπεσε έξω.


Για όλα φταίει ο Γκέντελ... η συνέχεια

Ταφόπλακα του Γκέντελ
στο κοιμητήριο του Πρίνστον
Αφορμή, τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Το συλλαλητήριο ξέφυγε από τον έλεγχο των διοργανωτών, οι γνωστοί κουκουλοφόροι, που   ανακατεύτηκαν με τους διαδηλωτές, δημιούργησαν νοοτροπία όχλου, η οργή πήρε τη μορφή βίας, οι δυνάμεις καταστολής - δρώντας υπό καθεστώς συλλογικής ενοχής - δεν ήταν σε θέση να επιβάλλουν κάποια στοιχειώδη τάξη, το κέντρο της Αθήνας πήρε φωτιά.

Η πόλη απόμεινε πληγωμένη, κατεστραμμένη, λεηλατημένη.

Για όλα φταίει ο Γκέντελ...το τέλος.



Προς γαρ το τελευταίον εκβάν
έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται. 
                      Δημοσθένης



Η ειδοποίηση από το σχολείο –προσεκτικά διατυπωμένη- μιλούσε για την επιθετική συμπεριφορά που εμφάνισε τον τελευταίο καιρό το παιδί.

Ο γιος της ήταν τυπική περίπτωση αγοριού που λες και γεννήθηκε με μια βιασύνη ν’ ανακαλύψει τον κόσμο. Μόλις άρχιζε τις ερωτήσεις δεν εννοούσε να σταματήσει αν δεν έφτανε στην εξάντληση: του θέματος ή τη δική της· ποτέ όμως τη δική του. Καμάρωνε αυτή την ατέλειωτη σειρά από «γιατί» και τον φανταζόταν να ξεκινάει τη ζωή του πατώντας στους ώμους της για να εκτιναχθεί μακρύτερα. Μα τώρα, οι αλυσιδωτές απορίες του την κούραζαν, της έκλεβαν χρόνο αποσπώντας την από τις σκέψεις της.

«Πάψε επιτέλους», ήθελε να τού φωνάξει.

Φυσικά και δεν θα το ξεστόμιζε. Όσο κι αν είχε χάσει το μυαλό της, δεν θα έκανε τέτοια παιδαγωγική χοντράδα. Μα δεν είχε σημασία. Οι κεραίες των παιδιών είναι φτιαγμένες ακριβώς για να συλλαμβάνουν τ’ ανείπωτα. Εκείνη αρνήθηκε, ωστόσο, να συσχετίσει και υποβάθμισε το γεγονός. Δεν ήταν καν σε θέση να νιώσει ενοχές. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα μαζί· και το δικό της είχε προτεραιότητα. Φάση είναι, θα του περάσει, σκεφτόταν χωρίς να ντρέπεται. Είχε φτάσει στο έσχατο σκαλί εξαθλίωσης!