Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Στο Χριστό, στο Kάστρο

Το οδοιπορικό αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 214 του περιοδικού: "ΚΟΡΦΕΣ"


Το κάστρο της Σκιάθου




Είχα ξενυχτήσει διαβάζοντας το διήγημα του Παπαδιαμάντη την παραμονή. Αυτό θα ’φταιγε που επέμενα στους παραλληλισμούς.
Κι ας το ’βλεπα πως είμαστε ολότελα διαφορετικοί από τους λογοτεχνικούς ταξιδιώτες -τόσο στο χρόνο όσο στις συνθήκες.
Τίποτα δεν κάναμε όπως εκείνοι. Πήραμε τη δύσκολη διαδρομή από επιλογή όχι από λάθος.
Δεν χρησιμοποιήσαμε βάρκα μα ούτε αυτοκίνητο. Πεζοπορώντας θα φτάναμε στο Κάστρο ξεκινώντας από τη Χώρα.(«Γνωριμία με τα παλιά μονοπάτια της Σκιάθου», έγραφε το πρόγραμμα της ορειβατικής μας εξόρμησης.)
Δεν ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν μια από κείνες τις ατέλειωτες μέρες του μεσοκαλόκαιρου που λες κι ο ήλιος κουράστηκε, ξεχάστηκε κι έχασε το δρόμο προς τη Δύση.
Δεν είχαμε ν’ αντιπαλέψουμε με τον χιονιά ούτε με τη μάνητα του ανέμου. Οι ακτίνες του ήλιου ήταν ο αντίπαλος. Κατακούτελα μας χτυπούσαν κοροϊδεύοντας τον αντηλιακό εξοπλισμό μας.
Δεν είχαμε τυλιχτεί με γούνες και σάλια, μάλλινες καμιζόλες και νιτσεράδες. Φορούσαμε καπέλα της ερήμου και μακρυμάνικα πουκάμισα, μαντήλια στον λαιμό, κορδέλες στο μέτωπο, για τον ιδρώτα, και αντηλιακές κρέμες.
Τα σακίδιά μας δεν ήταν παραφουσκωμένα με αυγά και λειτουργιές, ελιές και κρέας σαλάδο. Είχαμε μόνο ξηρούς καρπούς κι αποξηραμένα φρούτα.
Δεν μεταφέραμε κρασί και ρακή μέσα σε φλάσκες. Τα παγούρια μας ήταν γεμάτα δροσερό νερό.
Μα πάνω απ’ όλα δεν είμαστε ευλαβείς προσκυνητές ούτε αλτρουιστές διασώστες. Φυσιολάτρες οδοιπόροι είμαστε –ίσως παράπλευρα μας γοήτευε η ιδέα ενός πνευματικού προσκυνήματος στα μέρη που είχαμε γνωρίσει μέσα από τις σελίδες ενός διηγήματος.
(Τυχεροί οι τόποι που στοίχειωσε η τέχνη! Με μιας μεταμορφώθηκαν σε μέρη ονειρικά που αποτυπώθηκαν ως εικόνες στο νου –κάθε αποδέκτης και μια διαφορετική εκδοχή. Κι όταν φτάνει η μαγική στιγμή που η φαντασία συναντιέται με την πραγματικότητα, εκρήξεις από πυροτεχνήματα λούζουν το τοπίο που γίνεται εξωπραγματικό. Η Σκιάθος υπήρξε το σκηνικό για τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη και αυτόματα κάθε εκκλησάκι, κάθε ακρογιαλιά, κάθε σπηλιά απόκτησε ξεχωριστή συναισθηματική φόρτιση. Όποιος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται παρακολουθώντας την έκβαση της αντιδικίας μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης για το ποια θα τιμωρήσει τη φόνισσα, πώς θα μπορούσε να σταθεί αδιάφορος μπροστά στον γκρεμό του αγίου Σώζοντος; Αυτός δεν είναι ένας τυχαίος γκρεμός· η προσωποποίηση της ανατριχίλας είναι! Τι θα ήταν η Σκιάθος χωρίς τον Παπαδιαμάντη; Ό,τι θα ήταν η Αγία Πετρούπολη χωρίς τον Ντοστογιέφσκι. Τι θα ήταν η Νέα Υόρκη αν δεν είχε μπει στα πλάνα του Γούντι Άλεν; Ό,τι θα ήταν η Αρλ αν δεν την είχε ζωγραφίσει η θεϊκή τρέλα του Βαν Γκογκ.)
Αρχηγός και εμψυχωτής μας δεν ήταν ο παπά-Φραγκούλης μα, παραδόξως, ένας Γερμανός, ο Όρτζβιν.
«Όνομα γλωσσοδέτης», μονολόγησα όταν μας συστήθηκε.
«Δυσκολεύει και τους Γερμανούς», απάντησε σε άψογα ελληνικά με γερμανική προφορά, «είναι, βλέπεις, Σκανδιναβικό.»
Ο Όρτζβιν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Σκιάθο δεκατέσσερα χρόνια πριν. Την ερωτεύτηκε, πούλησε τα υπάρχοντα του κι εγκαταστάθηκε στο νησί. Φυσικά και δεν θα έμενε άπραγος τουρίστας. Ονειρεύτηκε ν’ ανοίξει τα παλιά μονοπάτια του νησιού που, έχοντας μείνει μισόν αιώνα αχρησιμοποίητα, είχαν γίνει ρουμάνια. Αναζήτησε και βρήκε τους γέρους Σκιαθίτες που είχαν διατηρήσει μνήμες από το πυκνό δίκτυο μονοπατιών που εξυπηρετούσε το νησί όταν οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και οι μεταφορές με ζώα. Χρειάστηκε να ξελογγιάσει τα ρουμάνια με προσωπική δουλειά και δαπάνη. Με γερμανική μεθοδικότητα και ελληνική έμπνευση. Είμαστε συνηθισμένοι να περπατάμε σε μονοπάτια μα εδώ εντυπωσιαστήκαμε. Ξεκάθαρη σηματοδότηση, καθαρή οριοθέτηση, υποβοηθητικές παρεμβάσεις αρμονικά δεμένες με το περιβάλλον. Με μάτια δεμένα θα μπορούσες να τ’ ακολουθήσεις.
Τελικά και η πεζοπορία θέλει τον Γερμανό της!
Το ξεκίνημα ήταν για τις εφτά το πρωί. Εμείς είχαμε στο νου το ακαδημαϊκό τέταρτο -τουλάχιστον- μα ο Όρτζβιν βιαζόταν να προλάβουμε να μπούμε στο δάσος να μη μας βρει η ζέστη. Δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Στις είκοσι Ιουνίου ο ήλιος είναι ήδη ψηλά στις εφτά. Μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε δεκάξι. Όπως ακριβώς κι εκείνοι. Και να ’θελα, πώς ν’ αποφύγω τις συγκρίσεις;
Το ανηφορικό μονοπάτι θύμιζε Πήλιο. Κουμαριές και σκίνα, πυξάρια και πουρνάρια, δάφνες και μυρτιές, χαρουπιές και αγριελιές, ρείκια και φρύγανα, κουτσου-πιές και αγριοφυστικιές. Α, αυτή η ατέλειωτη ποικιλία της μεσογειακής βλάστησης! Αρώματα εξαίσια ελευθερώνονταν καθώς, αλιφασκιές και ανθισμένη ρίγανη, άγρια μέντα και θυμάρι, θρούμπι και μυρτιές, συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες μας. Η ελληνική φύση σε μεγάλη έμπνευση!
Συναντήσαμε το πρώτο εκκλησάκι και σταθήκαμε να προσκυνήσουμε. Η διαδικασία μύησης είχε αρχίσει.
Ύστερα μπήκαμε στο πλατανόδασος. Τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο, τόσο δροσερό, τόσο εκτεταμένο που δύσκολα πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε νησί. Τα φρέσκα φύλλα των αιωνόβιων πλατάνων σχημάτιζαν προστατευτική ασπίδα που κρατούσε μακριά τις πυρωμένες ακτίνες και μας χάριζαν ανάσες δροσιάς.
Βγάλαμε τα καπέλα. Θα ήταν άχρηστα για αρκετή ώρα. Το ρέμα κυλούσε δίπλα μας, τεμπέλικα, χωρίς ορμή.
Περάσαμε από τα ερείπια του παλιού ελαιοτριβείου.
Σταματήσαμε στην πηγή.
Ξαναβγήκαμε στο γυμνό.
Πατήσαμε στη μαλακωσιά της χλόης του λιβαδιού.
Κάναμε μικρή παράκαμψη για ν’ ανεβούμε στον Μύτικα, την πιο ψηλή κορυφή του νησιού. Από δω βλέπαμε τις ακρογιαλιές και τα χωριά του Πηλίου απέναντι, την Εύβοια πίσω, τη Σκόπελο δίπλα, την Αλόννησο παραδίπλα, τις βραχονησίδες ολοτρόγυρα. Η θάλασσα ανάμεσα στραφτάλιζε. Ένας ζωντανός γεωφυσικός χάρτης σε κλίμακα ένα προς ένα.
Από κει και πέρα μπήκαμε στην τελική ευθεία για το Κάστρο. Ο βράχος εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας απαράλλαχτος όπως τον είχαμε φανταστεί από τις λεπτομερείς περιγραφές του Παπαδιαμάντη –γροθιά της ξηράς προς την θάλασσα. Τι είναι 150 χρόνια για ένα βράχο;
Φτάσαμε στον πλακόστρωτο δρόμο.
Κοιτάξαμε τα δύο μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά μας: το ένα ανηφορικό με ψηλά ασβεστωμένα σκαλοπάτια οδηγούσε στην καστρόπορτα, το άλλο κατηφορικό, χωμάτινο, κατέβαινε στον μικρό γιαλό. Το δίλημμα του Ηρακλή. Ρίξαμε μια ματιά στον ήλιο που μεσουρανούσε, μετρήσαμε τις δυνάμεις μας, βάλαμε μια στρώση ακόμα αντηλιακό. Η θάλασσα μπορούσε να περιμένει.
Φτάνοντας στη σιδερένια πύλη δεν αντήχησε ο τριγμός των εσκουριασμένων στροφέων. Έχουν άλλωστε από χρόνια πάψει να λειτουργούν.
Δεν ήταν μεσάνυχτα αλλά καταμεσήμερο.
Δεν ήμαστε μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσα και λευκοί από το χιόνι. Είμαστε κατακόκκινοι, λαχανιασμένοι, κατάκοποι, κάθιδροι.
Δεν αλλάξαμε τα βρεγμένα από την θάλασσα και το χιόνι ρούχα με άλλα ζεστά, αντικαταστήσαμε όμως τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια με άλλα στεγνά.
Δεν ήρθε κανείς να μας προϋπαντήσει, δεν υπήρχαν βοσκοί με το κοπάδι τους, ούτε εγκλωβισμένοι που θα μας κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη. Φθάνοντας όμως στον σκιερό περίβολο του ναού, μας πήρε μια μυρωδιά. Δεν είμαστε μόνοι. Οι επισκέπτες είχαν έλθει, με αυτοκίνητο, είχαν ανάψει φωτιά δίπλα στη βρύση κι έβραζαν κρίταμα που είχαν μόλις πριν λίγο μαζέψει από την παραλία. Καθίσαμε μαζί τους στα ξύλινα παγκάκια να ξαποστάσουμε. Μας πρόσφεραν τα ποτισμένα από τη θαλασσινή αλμύρα χορταρικά, ανταλλάξαμε εντυπώσεις για το νησί και τραβήξαμε για την εκκλησία.
Κατεβαίνοντας τα τρία ασβεστωμένα σκαλάκια της εισόδου, παρασύρθηκα από τη συγκίνηση. Δεν είναι μόνο το ταξίδι, Αλεξανδρινέ, είναι και η κατάκτηση του στόχου ευτυχία μεγάλη.
Στο νου μου σχηματίστηκε ο ψαλμός που είχε ψιθυρίσει ο παπά-Φραγκούλης: εισελεύσομαι εις τον οίκον σου…
Μέσα στο κατανυκτικό ημίφως του ναού εκείνοι είχαν βρει θαλπωρή, εμείς δροσιά. Οι περικαλλείς βυζαντινές εικόνες δεν ήταν εκεί· εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στο μουσείο. Έλειπαν και οι περισσότερες τοιχογραφίες· έχουν σοβαντισθεί. Το ξυλόγλυπτο όμως τέμπλο ήταν αναλλοίωτο όπως και ο μεγάλος κυκλικός ορειχάλκινος πολυέλαιος. Η εικόνα έδενε με την περιγραφή και το λιγοστό φως που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα μυστικι-στική που γεφύρωνε τις εποχές. Στο μισοσκόταδο μου φάνηκε πως άκουγα τις έρρινες και μονότονες ψαλμωδίες του κυρ-Αλεξανδρή να με νανουρίζουν και... (λίγο η υποβολή, λίγο η κούραση) έγειρα το κεφάλι στο στασίδι για δυο λεπτά. Αρκετά όμως για να δω τον γέρο ιεροψάλτη να πανηγυρίζει τη γέννηση του Χριστού σείοντας με μακρύ καλάμι τον πολυέλαιο της οροφής, με τις λαμπάδες αναμμένες. Μα δεν ήταν ακριβώς όνειρο. Κάποιος από την ομάδα έκανε την ίδια ακριβώς κίνηση όπως την είχε δει στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Ο χώρος είχε εκείνη τη μοναδική ιερότητα που φέρνει την προσευχή αυθόρμητη στα χείλη. Χριστέ μου, κάνε να έχω και αύριο όσα έχω σήμερα. Η προσευχή του τυχερού. Που έχει όσα χρειάζεται και δεν θέλει να τα χάσει. Η προσευχή του φιλοσοφημένου. Που δεν έχει πέσει στην παγίδα της απληστίας.
Πήραμε τρέχοντας το κατηφορικό μονοπάτι για τον μικρό κόλπο. Ποιος θα φτάσει πρώτος; Βρήκαμε τη θάλασσα στην καλή και τη γλυκιά της ώρα. Τη θέλαμε σαν κολασμένοι. Η αγκαλιά της ήταν σμαραγδένια και καθώς χωθήκαμε μέσα, ξύπνησαν μνήμες από την ενδομήτρια ηλικία. Η κρυστάλλινη υφή του νερού, ζωογονούσε τα κουρασμένα μέλη, τα τόνωνε, τα ζωντάνευε. Το κολύμπι ενεργοποιούσε μυς που δεν είχαν κινηθεί στην πορεία κι έδινε στο σύνολο του κορμιού εκείνη την ευεξία, που μας έκανε να σκεφτούμε βγαίνοντας: δώστε μας –τώρα αμέσως- ένα βουνό να το ανεβούμε τρέχοντας. Αντί γι αυτό ριχτήκαμε σε βουνά τηγανητού γαύρου που σερβίριζαν στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι.
Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν.
Ο Όρτζβιν έβγαλε τη φυσαρμόνικα και οι νότες άρχισαν να στροβιλίζονται απαλά πάνω από τα τραπέζια μας επιτείνοντας τη μεθυστική ζάλη που είχε ήδη προκαλέσει το άσπρο κρασάκι.
Κι ύστερα -ακριβώς όπως και εκείνοι- μπήκαμε στο τουριστικό καραβάκι που μας περίμενε και πλέοντες δια της βορειοανατολικής οδού, ως συντομοτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, φθάσαμε αισίως εις την πολίχνην.


Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Μπορείτε να το αποκτήσετε σε έντυπη μορφή ως εξής:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Για όλα φταίει ο Γκέντελ



Στα τριάντα οχτώ της είχε όλα όσα θα μπορούσε να είχε επιθυμήσει στα δεκαοχτώ της. Καταξιωμένη – και καλοπληρωμένη – στην δουλειά της, με έναν ισορροπημένο γάμο, έναν αξιολάτρευτο επτάχρονο γιο, ένα σπίτι με κήπο και πισίνα στα βόρεια προάστια και τον τεράστιο σκύλο ερωτευμένο μαζί της ως τα όρια της ψυχοπαθολογίας.


Πώς της προέκυψε το μπλέξιμο με τον εξηντάρη;

Όλα ξεκίνησαν την εποχή που μελετούσε το φαινόμενο Κουρτ Γκέντελ. 
Τι προσωπικότητα! 
Ιδιοφυία καραμπινάτη! 

 Ακόμα και η ψυχρή περιγραφή της Wikipedia περιείχε ψήγματα συγκινησιακής φόρτισης  : 
«Αυστρο-αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος, θεμελιωτής της επιστήμης της λογικής,  φίλος και συνάδελφος του Αϊνστάιν στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών στο Πρίνστον. Οι  δυο τους συνήθιζαν να περπατάνε συνομιλώντας στον δρόμο για το Πανεπιστήμιο. O Αϊνστάιν, προς το τέλος της ζωής του, εξομολογήθηκε σε κοινό φίλο ότι η δουλειά του στο Ινστιτούτο δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον και ο μόνος λόγος που τον κρατούσε ακόμα εκεί ήταν το προνόμιο των περιπατητικών συζητήσεων με τον Γκέντελ.
 Η λογική κυριαρχεί στη σκέψη του από παιδί, αλλά ο σπόρος της παράνοιας την φαρμακώνει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε μέσα στην  εμμονή ότι στόχευαν να τον δηλητηριάσουν. Αρνιόταν πεισματικά να  δεχτεί οποιαδήποτε τροφή, εκτός αν η γυναίκα του δοκίμαζε πρώτη. Και όταν εκείνη χρειάστηκε να νοσηλευτεί κατέληξε να πεθάνει  από ασιτία στο νοσοκομείο του Πρίνστον.
Τραγική η  αντίφαση της ζωής του: υπηρέτησε την επιστήμη της λογικής, μα προδόθηκε από την κοινή λογική.»

Για όλα φταίει ο Γκέντελ... η συνέχεια

Ταφόπλακα του Γκέντελ
στο κοιμητήριο του Πρίνστον


Ήταν όμορφη αυτή η ανέμελη φάση της επικοινωνίας τους, μα το αλάφιασμα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, μια και κάτι μέσα της την προειδοποιούσε  ότι δεν επρόκειτο να διαρκέσει.




Δεν έπεσε έξω.
Αφορμή, τα γεγονότα που ακολούθησαν την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Το συλλαλητήριο ξέφυγε από τον έλεγχο των διοργανωτών, οι γνωστοί κουκουλοφόροι, που   ανακατεύτηκαν με τους διαδηλωτές, δημιούργησαν νοοτροπία όχλου, η οργή πήρε τη μορφή βίας, οι δυνάμεις      καταστολής - δρώντας υπό καθεστώς συλλογικής ενοχής - δεν ήταν σε θέση να επιβάλλουν κάποια στοιχειώδη τάξη, το κέντρο της Αθήνας πήρε φωτιά. 
Η πόλη απόμεινε πληγωμένη, κατεστραμμένη, λεηλατημένη.
Εκείνος, έχοντας μόλις επιστρέψει από τον χώρο των επεισοδίων, έφτυσε όλη του την φόρτιση  επάνω της εκφράζοντας αηδία και περιφρόνηση για την απουσία της. Με  ανεξέλεγκτα οργισμένες εκφράσεις, την κατηγόρησε για αδιαφορία και εφησυχασμό, την χαρακτήρισε κοινωνικά ανάλγητη, της απέδωσε προσωπική ευθύνη  για το κατάντημα της χώρας, ειρωνεύτηκε τη σιωπή των «αθώων» τονίζοντας ότι η δύναμη των κακών είναι η απάθεια των πολλών, της θύμισε, με μπόλικη κακεντρέχεια, το τραγούδι:    « έντιμε άνθρωπε κυρ Παντελή», που κατά τη γνώμη του, είχε γραφτεί γι αυτήν και τους όμοιους της.

« Το ξέρεις, υποθέτω, ότι ο τελευταίος στίχος ήταν: “ θάψτε τους έντιμους μες στα σκατά” και η υποκριτική λογοκρισία τον “ ευπρέπισε”  αντικαθιστώντας τον με: “ θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά”.

Για όλα φταίει ο Γκέντελ...το τέλος.



Προς γαρ το τελευταίον εκβάν
έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται. 
                      Δημοσθένης



Απορούσε, ωστόσο, πώς κανείς γύρο της δεν έδειχνε να έχει προσέξει τον καταστροφικό πόλεμο που συνέβαινε στο σώμα της.
Κανείς;
Ίσως και όχι!


Η ειδοποίηση από το σχολείο – προσεκτικά διατυπωμένη - μιλούσε για την επιθετική συμπεριφορά που εμφάνισε απροσδόκητα το παιδί.
Ο γιος της ήταν τυπική περίπτωση αγοριού που λες και γεννήθηκε με μια βιασύνη να ανακαλύψει τον κόσμο. Όταν  άρχιζε  τις ερωτήσεις δεν εννοούσε να σταματήσει αν δεν έφτανε στην  εξάντληση : του θέματος, την δική της, ποτέ όμως την δική του. Καμάρωνε αυτή την ατέλειωτη σειρά από «γιατί» και τον φανταζόταν να ξεκινάει τη ζωή του πατώντας στους ώμους της για να εκτιναχθεί μακρύτερα. Μα τώρα, οι αλυσιδωτές απορίες του την κούραζαν, tης  έκλεβαν χρόνο αποσπώντας την  από τις σκέψεις της. 
-Πάψε επιτέλους, ήθελε να τού φωνάξει.
Φυσικά  και δεν θα το ξεστόμιζε. Δεν είχε χάσει εντελώς το μυαλό της για να κάνει τέτοια παιδαγωγική χοντράδα. Μα δεν είχε καμιά σημασία. Οι  κεραίες των παιδιών είναι φτιαγμένες ακριβώς για να συλλαμβάνουν τ’ ανείπωτα.
Αρνήθηκε να συσχετίσει. Δεν ήταν καν σε θέση να νιώσει ενοχές. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα μαζί, και το δικό της είχε προτεραιότητα. Υποβάθμισε το γεγονός.
- Φάση είναι, θα τού περάσει.
Είχε φτάσει στο έσχατο σκαλί εξαθλίωσης!