Φωτο. Μηνάς Πατσουράκης |
Ύστερα ο Μιχαλιός σηκώθηκε ήσυχα κι έφυγε βροντώντας την πόρτα.
Περιπλανήθηκε άσκοπα στους πρωινούς δρόμους, με μάτι θολό από το ξενύχτι, κάτω από ένα μολυβή ουρανό που λύγιζε και χαμήλωνε από το βάρος των σύννεφων που του είχαν φορτωθεί. Άλλα τόσα είχαν σωρευτεί στην καρδιά του. Το σώμα του μούλιαζε μέσα στην πίκρα, το παράπονο νότιζε και σκέβρωνε τα κόκαλα του και το περπάτημα του γινόταν καμπουριαστό.
Ποιος γαμάει τα γκλαμουράτα Πανεπιστήμια και τις φιλόδοξες καριέρες;
Μα η φιλία τους;
Γι αυτήν έπασχε.
Και πώς να αρνηθεί πως του χρωστούσε;