Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

ΚΟΒΕΙ - 19

 




 ΚΟΒΕΙ - 19

Το σκάφανδρο τους έλειπε για να 'ναι σωστοί αστροναύτες: ολόσωμη φόρμα με κουκούλα που σκεπάζει μέτωπο και πηγούνι, πλαστικά γάντια, περισκελίδες, γαλάζια μάσκα που κρύβει μύτη και στόμα, διάφανη προσωπίδα. Κανένα σημείο του σώματος γυμνό, εκτεθειμένο στο μολυσματικό περιβάλλον. Φιγούρες πανομοιότυπες με μόνη διαφοροποίηση τα μάτια. Αναγνωρίζει τον γιατρό της πρωινής βάρδιας από τα μυωπικά, με μεταλλικό σκελετό, γυαλιά και τη νοσηλεύτρια από τα, στεφανωμένα με μαύρους κύκλους, γαλάζια μάτια.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Η Δόρα Στράτου στο θέατρο "Ορέστης Μακρής"




Σε χρόνους παλιούς, τότε που η Ιστορία μόλις άρχιζε να καταγράφεται, παρόλο που τα ταξίδια ήταν μόνο για τους ριψοκίνδυνους, παρόλο που η επικοινωνία μεταξύ λαών ήταν περιορισμένη και η παγκοσμιοποίηση έννοια βγαλμένη από το μέλλον, μύθοι, δοξασίες παραμύθια, παροιμίες – προϊόντα όλα της λαϊκής φαντασίας- κατάφερναν να διαχέονται από στόμα σε στόμα και να περνούν ανεμπόδιστα τα σύνορα. Στη διαδικασία αυτή ίσως ν’ άλλαζαν ελαφρά διατύπωση –και γλώσσα κάποτε- χωρίς να αλλοιώνεται όμως η συμπυκνωμένη σοφία τους.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Μια σκληρή ενηλικίωση




Ήταν εκείνη η δύσκολη δεκαετία του ’50. 
Η φτώχια και η ανεργία μάστιζαν τη χώρα και τα τρένα αναχωρούσαν από τους σταθμούς γεμάτα μετανάστες• προορισμός η Γερμανία. 
Σκληρή απόφαση• ιδίως για όσους άφηναν πίσω μικρά παιδιά. Ευτυχώς που υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες αποφασισμένοι να μην τ’ αφήσουν στερημένα από αγάπη. 
Κάπως έτσι βρέθηκε η μικρή Όλγα δίπλα στη γιαγιά-Όλγα που τη φρόντιζε, της τραγουδούσε, της έλεγε παραμύθια και κάθε βράδυ την έβαζε να προσεύχεται: φύλαγε Θεέ μου τη μαμά και τον μπαμπά μου και κάνε να ’ρθει γρήγορα γράμμα τους. Οι γονείς έγραφαν τακτικά πως είναι καλά, πως την αγαπάνε και πως το καλοκαίρι θα ’ρθουν φορτωμένοι παιχνίδια και ρούχα και παπούτσια. Την παραμονή η αγωνία της Όλγας κορυφωνόταν και η προσευχή της είχε χαρακτήρα επείγοντος: κάνε Θεέ μου να ξημερώσει γρήγορα, να φτάσουν οι γονείς μου μια ώρα αρχύτερα.

***

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Το κορίτσι και το μονοπάτι


Πανοραμική άποψη του μνημείου της Ηρώς στην είσοδο του μονοπατιού


Ήταν κάποτε ένα μονοπάτι.
Ένα από τα πολλά μονοπάτια που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τότε ως οδικές αρτηρίες. 
Το συγκεκριμένο το χρησιμοποιούσε, σχεδόν αποκλειστικά, ο μπάρμπα-Μαραγκός από τα Πολιτικά της Εύβοιας. Η αρχή του βρισκόταν στον Άγιο Παντελεήμονα -στην έξοδο του χωριού – κι έφτανε ψηλά στο νταμάρι με τις ασβεστόπετρες. Αυτές ήταν η πρώτη ύλη που θα επεξεργαζόταν στο καμίνι του. Αυτές κουβαλούσε με το ζώο μέχρι εκεί για να φτιάξει πρώτης ποιότητας ασβέστη που πουλούσε σε συντοπίτες και ξένους. Ο παππούς Μαραγκός δεν περπατούσε στο μονοπάτι για αναψυχή ούτε για άσκηση αλλά για βιοπορισμό. Αν και… Ποιος ξέρει; Μπορεί… στην απόλυτη ησυχία μιας χειμωνιάτικης λιακάδας ή όταν αγνάντευε από ψηλά την ανατολή του ήλιου κάποιο καλοκαιρινό πρωινό, να συναντούσε τη Φύση -που κάποιοι τη λένε και Θεό.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Στη ρωγμή της επιστήμης





-Εμείς, γιαγιά, γιατί δεν είμαστε αστραφτερές;
Η γιαγιά ξαφνιάστηκε. Κοίταξε τη Μάγια και σκέφτηκε: πολύ γρήγορα ωριμάζει αυτή η μικρή. Σκέφτηκε επίσης πως δεν είναι σωστό να μένουν αναπάντητες οι απορίες των παιδιών.
-Καθένας πρέπει να πορεύεται έτσι όπως πλάστηκε. Αυτή είναι η τάξη του κόσμου. Μα γιατί βασανίζεις το μυαλό σου κοριτσάκι μου;
Κοριτσάκι ήταν η Μάγια κι ας μετρούσε στην πλάτη της πέντε εκατομμύρια χρόνια. Βλέπεις, εκεί στα περιβόλια τ’ ουρανού που ζούσε, ο χρόνος μετριέται διαφορετικά. Ένας σβώλος αστρόσκονης ήταν, για την ακρίβεια, η Μάγια, σε τροχιά γύρο από τον Ήλιο. Ένας σβώλος πεισματάρης με άποψη περί δικαιοσύνης.
-Είναι άδικο. Γιατί ο ήλιος να ’χει δικό του φως ενώ εμείς παίρνουμε λάμψη από τη δική του;
-Μήπως ξέρω κι εγώ; Γιατί δεν ρωτάς τον δάσκαλο;

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Μια ζωή και μια Μέρα


Μια ζωή και μια Μέρα


Όταν θα ’χουν περάσει πολλά-πολλά χρόνια ο Αλέξανδρος θα ’χει να λέει πως έζησε μια ολόκληρη ζωή και μια Μέρα. Μια μεγάλη, μια ατέλειωτη μέρα. Ήταν η μέρα που αναμετρήθηκε, για τρίτη φορά, με τα σαράντα δύο χιλιόμετρα της κλασσικής διαδρομής Μαραθώνας-Παναθηναϊκό στάδιο.
Οι δύο προηγούμενες δεν πιάνονται.
Την πρώτη πήγε χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι κάνει. Ο Δημήτρης το ’χε προτείνει. Χαλαρά σαν να ’λεγε: «πάμε μαζί για καφέ;» «Γιατί δεν τρέχουμε μαζί;» Εκείνο το «μαζί» ήταν καθοριστικό. Αν ο Δημήτρης είχε πει: «Γιατί δεν πέφτουμε μαζί στον γκρεμό;», ο Αλέξανδρος θα το ’κανε δίχως δεύτερη σκέψη. Φυσικά και ο Δημήτρης δεν θα ’λεγε ποτέ κάτι τέτοιο. Η ηλικία του δεν του επέτρεπε τρέλες κι εξάλλου είχε ευθύνη ως μέντορας του Αλέξανδρου. Εκείνος τον είχε μυήσει στην ορειβασία, την αναρρίχηση, το ορεινό ποδήλατο… Εκείνος άνοιξε δρόμους που έπλασαν το κορμί και σμίλεψαν την ψυχή του άγουρου νέου. Κι αφού ολοκλήρωσε το έργο του, τον κοίταξε επιδοκιμαστικά και τον ερωτεύτηκε για δεύτερη φορά. (Όταν ο Αλέξανδρος αυτονομήθηκε και προχώρησε παραπέρα, δεν αποπειράθηκε ν’ ανταποδώσει. Δεν φιλοδόξησε να τον εισάγει στα μυστικά της αρχιτεκτονικής, του χορού, της κατάδυσης. Φαίνεται πως, όσο κι αν δεν το παραδέχονταν, ήταν και οι δύο συντηρητικοί.) Εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Αλέξανδρος είχε μια φυσική κατάσταση που θα του επέτρεπε να τρέξει στον Μαραθώνιο έστω και χωρίς σοβαρή προπόνηση, έστω και χωρίς κατάλληλα παπούτσια.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Μονοπάτια με άρωμα μαστίχας

Μονοπάτια με άρωμα μαστίχας






Το είχαμε αποφασίσει.
Το είχαμε εντάξει στο ορειβατικό πρόγραμμα του 2012.
Μια βδομάδα πριν, το ταξίδι στη Χίο είχε οργανωθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Εκείνη... κι εκείνος
























Εκείνη …κι εκείνος

    Η νεαρή κοπέλα άπλωσε τον παγκόσμιο χάρτη και βάλθηκε να μελετάει την ηγεμονεύουσα Ισπανία. Δεν είδε μόνο τα εδάφη στην Ιβηρική αλλά και ολόκληρη την Κεντρική και Νότια Αμερική -μαζί με το χρυσαφένιο και αρτζεντίνικο υπέδαφός τους, φυσικά. Φαντάστηκε τις καραβέλες να καταφθάνουν στα ισπανικά λιμάνια φορτωμένα πλούτο ικανό να λαμπρύνει όλες τις εκκλησίες και τα παλάτια της χώρας. Ύστερα κοίταξε με θλίψη την Αγγλία: μια κουτσουλιά στον χάρτη, μια περιφερειακή δύναμη, μια χώρα σχεδόν χρεωκοπημένη, πρόσφατα ηττημένη από τη Γαλλία. Και, σαν να μην έφταναν αυτά, μια χώρα που ταλανιζόταν από τη θρησκευτική διαμάχη καθολικών-προτεσταντών.
Τύλιξε τον χάρτη με μια αποφασιστική κίνηση. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει το συμβούλιο να περιμένει. Μπήκε μεγαλόπρεπη στην αστραφτερή αίθουσα.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Η μερίδα η άχαρη




Η ΜΕΡΙΔΑ Η ΑΧΑΡΗ


Από την Ανάσταση του Λαζάρου στα Ωσαννά των Βαΐων κι από κει στο Άρον-άρον και το Ανέστη Χριστός μεσολαβεί μόλις μία εκκλησιαστική βδομάδα· Μεγάλη έστω. Μέσα σε εφτά κατανυκτικές μέρες παρακολουθούμε καρέ-καρέ το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Το δράμα έχει τη σφραγίδα της ουράνιας βούλησης και οι μικρές λεπτομέρειες είναι απόλυτα σύμφωνες με τους προφήτες. Ο θεϊκός σκηνοθέτης τίποτα δεν άφησε στην τύχη. Όλα είναι στις θέσεις τους. Η άνυδρη γη της Παλαιστίνης είναι το ιδανικό σκηνικό. Ο πρωταγωνιστής αναμφισβήτητος, γλυκύτατος και πονεμένος. Οι δεύτεροι ρόλοι καθένας με τη σημειολογία του. Η πολυάσχολη Μάρθα μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, η πόρνη μυρώνει τους άχραντους πόδας, ο Άννας αφήνει τον Καϊάφα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας πιστεύοντας πως εξιλεώνεται, ο ληστής συσταυρώνεται και κερδίζει τον Παράδεισο, η μάνα οδύρεται…

Στη θέση του και ο προδότης. Προδότης; Γιατί εγώ, Κύριε; Γιατί να μην πάρω τον ρόλο του αγαπημένου μαθητή που θα σταθεί δίπλα στον Σταυρό; Κάνε με τουλάχιστον Πέτρο. Θα αρνηθεί κι εκείνος τον Δάσκαλο μα δεν θα καταδικαστεί στους αιώνες. Σ’ εκείνον θα δώσεις τα κλειδιά της Βασιλείας. Εκείνος θα θεμελιώσει τον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης και οι Πάπες θα το ’χουν καύχημα που κάθονται με δόξα και τιμή στον δικό του θρόνο. Όχι Κύριε, είναι άδικο.  Γιατί η δική μου μετάνοιά δεν μετράει όπως της πόρνης και του ληστή. Είπα κι εγώ "ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον" και μου είπαν: "Τι μας νοιάζει, εσύ έχεις το κρίμα." Όχι Κύριε, "απελθέτω απ’ εμού το ποτήριο τούτο».
Έφυγε χολωμένος και πήρε τον δρόμο κλωτσώντας με τα σανδάλια όσες πέτρες συναντούσε στο διάβα του. Τα δάχτυλά του μάτωσαν κι ο πόνος τον συνέφερε. Ποιος είμαι εγώ που θα μιλήσω για άδικο στον μόνο Δίκαιο; Ποιος είμαι εγώ που θα σταθώ εμπόδιο στο επουράνιο σχέδιο. Αφού κάποιος πρέπει να προδώσει, ας είμαι εγώ. «Γενηθήτω το θέλημά σου, Κύριε.»
Έτρεξε –μην τύχει κι αλλάξει γνώμη- στον κήπο να δώσει το φίλημα. Χαίρε Ραβί. Αι «γενεαί πάσαι» είδαν σ’ αυτό το φίλημα το στίγμα της προδοσίας. Μια ρετσινιά ανεξίτηλη χωρίς ελαφρυντικά. Το όνομά του έγινε, μέσα στους αιώνες, συνώνυμο της προδοσίας. Μετά δεν υπήρχε οδός διαφυγής.

Όταν η μάνα είδε το σώμα του να αιωρείται άψυχο μέσα στη θηλιά,τη δεμένη πάνω στην κοτσικιά, θέλησε να μπήξει τα νύχια στο πρόσωπο και να θρηνήσει «ω γλυκύ μου έαρ που έδυ σου το κάλος». Μα κρατήθηκε. Αυτός ο στίχος δεν γράφτηκε για τον προδότη. Κι αφού η μάνα έκρυψε από ντροπή τον πόνο, ποιος άλλος να νοιαστεί; Έφυγε άκλαυτος κι έγινε μισητός, επονείδιστος, σύμβολο και φιλαργυρίας και αχαριστίας. Έδωσε στον υμνωδό το δικαίωμα ν’ απαγγείλει το ανελέητο «κατηγορώ» του: «Ποιος ήταν ο λόγος, Ιούδα, που σ’ έκανε προδότη; Μήπως ο Δάσκαλος σε χώρισε από τον χορό των αποστόλων; Μήπως σου στέρησε το χάρισμα των ιαμάτων; Μήπως σ’ έδιωξε από την τράπεζα που συνδείπνησε με τους άλλους; Ή μήπως, πλένοντας τα πόδια τους, περιφρόνησε τα δικά σου;»

Μα όλα αυτά είναι ανθρώπινες αντιδράσεις. Ο θεϊκός σκηνοθέτης τον κράτησε στους κόλπους του γιατί πολύ πόνεσε σαν του ’λαχε η μερίδα η άχαρη.




 Περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Θα το βρείτε ως εξής:


google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Αγάπη ως τα άκρα



   Η Άννα έσβησε τα σαράντα κεράκια της μόνη στο άδειο διαμέρισμα. Γι αυτή τη σημαδιακή ημερομηνία δεν θα ήθελε ούτε ένα θορυβώδες πάρτι ούτε ένα ρομαντικό ξεμονάχιασμα για δύο. Η Άννα ήταν αρκετά ορθολογίστρια για να ξέρει πως ο τεμαχισμός του χρόνου είναι κατασκεύασμα ανθρώπινο. Ο ίδιος ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα ανύποπτος για γενέθλια και ιωβηλαία, για Πρωτοχρονιές και πρωτομηνιές. Της άρεσε, ωστόσο, να πιστεύει πως η σημερινή μέρα είχε ξεχωριστή σημειολογία κι ήθελε να την αφιερώσει στη μέσα της Άννα.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Το οικόπεδο και το οικοδόμημα









Από την είσοδο του φαραγγιού και μετά, το άγριο, γυμνό, πετρώδες, άνυδρο τοπίο, χωρίς να μας προειδοποιήσει, χωρίς κάποιο μεταβατικό στάδιο, μετατρέπεται σ’ έναν καταπράσινο παράδεισο.
Α, αυτό το πολυποίκιλο, εναλλασσόμενο, απρόβλεπτο ελληνικό τοπίο!
Που δεν σε αφήνει να πλήξεις.
Που ξετρελαίνει τους Ευρωπαίους συνοδοιπόρους μας, εξοικειωμένους με τη βαρετή επανάληψη των πανέμορφων, κατά τα άλλα, δασών τους.
Που σε κάνει ν' αναρωτιέσαι: μα πού πήγαν οι σάρες, πού εξαφανίστηκαν οι πέτρες, πώς ξεφύτρωσε χορτάρι, πώς πρασίνισε ο τόπος, πώς άλλαξε η βλάστηση;
Ξεδιψάμε στην πηγή με τα πλατάνια που ναρκισσεύονται με το νωπό πράσινο φύλλωμα, που απέκτησαν πρόσφατα, σε πλήρη τονική αντίθεση με το εκρηκτικά σκούρο πράσινο του κισσού, που τυλίγει τους κορμούς σαν δροσερή γούνα αντανακλώντας το φως με την εκτυφλωτική του στιλπνότητα.
Περπατάμε χωμένοι στη βλάστηση, χωρίς ανοιχτό ορίζοντα  και μόνο σε κάποιο σημείο το τοπίο ξανοίγει κι απλώνονται μπροστά μας καταπράσινες οι απέναντι πλαγιές. Καταπράσινες ναι, αλλά όχι ενιαία μονοχρωματικές. Δεκάδες χρωματικοί τόνοι σε αρμονική αντίθεση, από τον πιο αχνό ως τον πιο σκούρο, από τον πιο φωτεινό ως τον πιο βαθύ. Ο πίνακας που βλέπουμε απέναντι είναι μονόχρωμος, αλλά όχι μονότονος.
Κι ενώ, χωρίς αμφιβολία, πρωταγωνιστεί το πράσινο, την παράσταση κλέβουν κάποιοι δεύτεροι ρόλοι.
…Το κίτρινο των σπάρτων.
…Το λιλά του αγριομπίζελου.
…Το φωσφοριζέ φούξια του αγριογαρύφαλλου εκτυφλωτικό σαν μαρκαδόρος επισήμανσης, αλλά όχι φτηνιάρικο.
…Το μωβ μιας άγριας ορχιδέας.
…Το γαλάζιο της λιβελούλας που ακροβατεί πάνω στο νερό αφήνοντας ίχνη με την αρμονία γεωμετρικής καμπύλης.
…Το κίτρινο-πράσινο-γάλανο μιας σαύρας που λιάζεται πάνω στον κάτασπρο βράχο.
Ξαφνικά εμφανίζεται η τσιμεντένια σκάλα. Η επένδυση των σκαλοπατιών με πλάκες Καρύστου είναι μια προσπάθεια να εξωραϊστεί η άθλια παρέμβαση στα πλαίσια της τουριστικής αξιοποίησης του φαραγγιού.
Θυμώνω!
Χάθηκε ένα ωραίο παραδοσιακό λιθόστρωτο; Δεν μπορώ να αποφύγω οργισμένες σκέψεις. Όσο περισσότερο μπετόν, τόσο περισσότερο κέρδος για εργολάβους, υπεργολάβους, μηχανικούς, αναδόχους… Βάζω φρένο στον θυμό μου! Δεν θέλω με τίποτα να χαλάσω τη φωτεινή μου διάθεση.
Αυτή είναι η Ελλάδα! 
Πώς να βάλεις στη ζυγαριά τα πλεονεκτήματα, του οικόπεδου που μας έλαχε, με τα μειονεκτήματα του οικοδομήματος που στήσαμε;
Και δεν εξαιρώ κανέναν από το «στήσαμε». Καθένας και το πετραδάκι του, καθένας με τη συμβολή του, το καταντήσαμε αισθητικά δύσμορφο και στατικά ετοιμόρροπο.
Κι όταν η αντίφαση έγινε εξόφθαλμα ορατή κι απομείναμε να κοιτάζουμε ένα στρεβλό οικοδόμημα μέσα στον παράδεισο, δεν μας έμεινε παρά να ξεφυλλίζουμε μαργαρίτες: να μείνω, να μην μείνω… να μείνω, να μην μείνω… να μείνω, να μην μείνω…



Το κείμενο αυτό της Ρένας Ραψομανίκη περιέχεται στο συλλογικό έργο "Μιλάμε για την Ελλάδα" (Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα 2013)

Ας το φέρουμε στιγμιαία στο νου μια στιγμή πριν ρίξουμε το φακελάκι στην κάλπη.






Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...συνέχεια τέταρτη






Αυτές τις μέρες ας βάλουμε στη ζωή μας τον Ναζωραίο έτσι όπως τον προτιμάει ο καθένας: θλιμμένο, πονεμένο, βασανισμένο ή μεγαλόπρεπα αναστημένο.


Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η "Φούγκα..." στο youtube (συνέχεια πρώτη)



Οι "Τρίτες παρέα με τη Φούγκα..." θα συνεχιστούν, με τα επεισόδια σε οπτικοακουστική μορφή.
Όσοι πιστοί, λοιπόν... προσέλθετε.







Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... η κατάληξη


Φωτο Παναγιώτης Κούκης

Όνειρο ήταν και πάει. Ξέρεις δα πόσο άσχημα παίζω σκάκι. Άλλες κινήσεις είχε σχεδιάσει ο αντίπαλος. Και δεν ήταν όποιος- όποιος. Με τον μαύρο ιππότη έπαιζα την τελευταία παρτίδα. Η διάψευση ήταν σκληρή. Τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων ανελέητα: οι καρκινικοί δείκτες στα ύψη. Η μαγνητική τομογραφία ξεκάθαρη: μετάσταση στα οστά. Μια οδυνηρή επανάληψη της αγωνίας. Εννέα χάπια την ημέρα δεν είναι και λίγα! Τώρα πια εκείνο που με τρομοκρατούσε δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η ιδέα να πεθάνω μέσα σε πόνους. Μελέτησα με προσοχή την ιδέα του “τουρίστα αυτοκτονίας”. Έμαθα όσα ήταν απαραίτητα για την κλινική της Ζυρίχης. Δεν χρειάστηκε. Τ’ αυτοκόλλητα μορφίνης κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους. Μόνο  που θέλω όλο να κοιμάμαι.

Σου έχω  μιλήσει ποτέ για την προσωπική μου θεωρία περί ύπνου; Φαντάσου μια γιγάντια σκακιέρα με έναν τεράστιο αριθμό από μαυρόασπρα τετραγωνάκια. Όταν ξυπνάμε, τα κύτταρά μας είναι προσεκτικά τοποθετημένα πάνω σ' αυτά τα κουτάκια. Κάθε κύτταρο στην ακριβή του θέση, πιόνια τοποθετημένα με μια αρμονική τάξη που δεν συγχωρεί ατέλειες όπως ακριβώς τα ιόντα στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού. Στη διάρκεια της εγρήγορσης τα πιόνια αρχίζουν να κινούνται εκτελώντας τις επιτρεπτές κινήσεις -κάποιες φορές κάνουν και του κεφαλιού τους. Η τάξη διασαλεύεται, η αρμονία καταστρέφεται. Κάθε μετακίνηση και μια αίσθηση ευχάριστη ή δυσάρεστη. Κάθε αλλαγή θέσης και ένα συναίσθημα γλυκό ή πικρό. Κάθε ανασάλεμα ένα χρώμα ζωντανό ή ξέθωρο. Κάθε χημική αντίδραση και μια ιδιαίτερη γεύση. Με δυο λόγια ζωή. Γιατί  η ζωή στη βασική δομική της μονάδα είναι κίνηση. Κάποια στιγμή έρχεται εκείνη η ακαταμάχητη αίσθηση της νύστας που είναι το πιο ξεκάθαρο, σχεδόν αποκωδικοποιημένο,  μήνυμα που στέλνει το σώμα για να δείξει πως κουράστηκε από την τόση αταξία, πως δεν αντέχει άλλη αύξηση της εντροπίας και λαχταράει την οργάνωση σε συγκεκριμένη δομή.

Στη διάρκεια του ευλογημένου ύπνου πραγματώνεται η αντίστροφη διαδικασία. Αναδόμηση! Κάθε κύτταρο πίσω στο κουτάκι του, η τάξη επανέρχεται, η θεϊκή αρμονία είναι πάλι εκεί για να αρχίσει να αποσταθεροποιείται με το πρώτο ξύπνημα. Όποιος έχει απολαύσει έναν χορταστικό ύπνο, έναν ύπνο που δεν διακόπηκε βίαια από τον ήχο του ξυπνητηριού, όποιος έχει ξυπνήσει αυθόρμητα απλώς επειδή χόρτασε τον ύπνο, εκείνος έχει βιώσει τη μοναδική στιγμούλα που η σκακιέρα του είναι έτοιμη να ξεκινήσει την παρτίδα. Εκείνη τη στιγμή ο οργανισμός του είναι βρεφικός, άσπιλος, αμόλυντος. Η πρώτη σκέψη ή η πρώτη αίσθηση τερματίζει την ακινησία και  δίνει το έναυσμα σε μια ακόμα παρτίδα. Ευτυχώς... Λατρεύω τον ύπνο μόνο και μόνο γιατί μου δίνει την χαρά ενός υπέροχου ξυπνήματος που είναι κάθε φορά ένα ξαναγέννημα. Μα τώρα  ο ύπνος μου δεν δημιουργεί αναδόμηση. Μια αρρωστημένη υπνηλία είναι όπου η νύστα δεν είναι ξεκάθαρη, ο ύπνος δεν είναι κάθαρση,  η εγρήγορση δεν δημιουργεί κίνηση κι όλα μαζί μπλέκονται φτιάχνοντας μια μπερδεμένη κατάσταση όπου το ξύπνημα δεν είναι άγγελμα ζωής, αλλά προάγγελμα θανάτου.

Με τούτα και κείνα τέλειωσε το λαδάκι στο καντήλι της ζωής μου. Το βλέπω στα μάτια των δικών μου, το μαντεύω από τα μισόλογα των γιατρών, αλλά κυρίως μου το ψιθυρίζει το σώμα μου που έχει πάψει να αντιδρά. Δεν με βασανίζει πια. Κάθεται ήρεμο, φοβισμένο, ζαρωμένο σε μια γωνιά σαν δαρμένο σκυλί,  και περιμένει…. Μου φέρνει στο νου εκείνη τη λαβωμένη γερακίνα. Την είχε ανακάλυψε ο σκύλος μου, σε κάποια βόλτα μας, κουρνιασμένη κάτω από ένα θάμνο. Μας κοίταζε με άδεια μάτια χωρίς τρόμο, ολότελα παραιτημένη, ολότελα αδειασμένη από το ένστικτο της διεκδίκησης της ζωής. Ούτε καν το δυνατό αλύχτισμα του σκυλιού δεν στάθηκε ικανό να την βγάλει από την απάθεια. Εκείνη βρήκε περίθαλψη στην Αίγινα, όπου την έστειλα.
Εμένα πού θα με στείλουν;

Μην λυπηθείς για μένα.  Η ζωή στάθηκε πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Δεν έβαλε εμπόδιο σε καμία από τις επιλογές μου. Έζησα σε μια από τις αγαπημένες μου αλπικές λίμνες. Εκείνες, ξέρεις,  που περιβάλλονται από πανύψηλα βουνά ικανά να φρενάρουν ό,τι προέρχεται από τον έξω κόσμο με διάθεση  να ταράξει την ηρεμία. Οι δυνατοί άνεμοι εμποδίζονται να κατέβουν και να αναστατώσουν την γαλήνη που επικρατεί. Ο ουρανός καθρεφτίζεται στην αρυτίδωτη επιφάνεια καταγάλανος ή χαμηλώνει συννεφιασμένος να γίνει ένα με το νερό. Πήρα πολύ αγάπη στη ζωή μου κι αυτή ήταν που έφτιαξε ένα τείχος προστασίας γύρο μου κι εμπόδιζε κάθε κακό να με πλησιάσει. Όλες μου οι ρυτίδες είναι ρυτίδες γέλιου.

Όχι πως δεν ήθελα να ζήσω κι άλλο. Είχα πολλά να γευτώ. Ήθελα να θαυμάσω κι άλλα ηλιοβασιλέματα, κι άλλες ανατολές του φεγγαριού. Ήθελα να χαζέψω πολλές φορές ακόμα τα αστέρια από την απόλυτη σκοτεινιά κάποιου βουνού, να νιώσω στο κορμί μου την κρυστάλλινη  αίσθηση της παγωμένης θάλασσας. Ήθελα να δω κι άλλες φορές τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τη βερικοκιά του κήπου μου κατάφορτη, να γέρνει τα κλαδιά της από το χρυσοκόκκινο βάρος. Ήθελα να ακούσω τις εξομολογήσεις κάποιας έφηβης εγγονής -μιας μικρής Αίγλης ίσως- για τους πρώτους καλοκαιρινούς της έρωτες. Ήθελα να διαβάσω κι άλλα βιβλία –ευτυχώς οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να γράφουν. Ήθελα να ακούσω κι άλλες μουσικές, να δω κι άλλες ταινίες. Ήθελα κι άλλο να χορέψω –ποτέ δεν χόρτασα το χορό. Ήθελα να ακούσω πολλές φορές ακόμα  το Μπολερό του Ραβέλ. Ήθελα να χαρώ ξανά και ξανά το κελάηδημα των αηδονιών την αυγή. Ήθελα να νιώσω ξανά στον ουρανίσκο μου εκείνη την ανεπανάληπτη γεύση των άγριων σπαραγγιών που μάζευα στα χέρσα χωράφια κάθε Μάρτη. Ήθελα να διαβάσουμε ξανά μαζί κάποιο ποίημα λέξη-λέξη και να απολαύσω τη δημιουργική μας διαφωνία. Υπάρχει όμως μια ενοχή στην ευτυχία. Αν η πίτα της ευτυχίας είναι συγκεκριμένη, ό,τι παραπάνω από τον μέσο όρο έχω γευτεί είναι κλεμμένο από κάποιον άλλο. Κι αυτό είναι άδικο.

Μένει κάτι ακόμα.
Το μυθιστόρημα της ζωής μου.
Το στοίχημα.
Ποτέ δεν το παραδέχτηκες. Προσπάθησες να με πείσεις πως είναι δημιούργημα της φαντασίας μου. Έφτιαξες μάλιστα ολόκληρη θεωρία για να με πείσεις. “Ξέρεις, δα, πως λειτουργεί η "μνήμη". Φτιάχνεις σήμερα έναν υποθετικό σκελετό της ιστορίας σου κι αύριο προσθέτεις έναν όροφο ακόμα και την άλλη το σοβαντίζεις και το μπογιατίζεις... και να μπροστά σου ένα οικοδόμημα που το πιστεύεις αδιαπραγμάτευτα αληθινό”. Σε άφηνα να τα εξηγείς τόσο παραστατικά και μέσα μου χαμογελούσα. Ήταν η μνήμη σου απέναντι στην δική μου, ήταν ο λόγος μου απέναντι στον δικό σου. Γιατί να πιστέψω εσένα κι όχι εμένα;
Και τι είναι πιο αληθινό από εκείνο που πιστεύουμε για αληθινό;
Όλα τα δόγματα εκεί δεν στηρίζονται; Στην πίστη για το αληθινό που είναι αλήθεια χωρίς απόδειξη, χωρίς προϋποθέσεις.
Ποιος σώφρων άνθρωπος θα παραδεχτεί πως δεν είναι αληθινή η εικόνα του νυχτερινού ουρανού που βλέπει με τα μάτια του; Μα οι αστρονόμοι θα τον διαβεβαιώσουν, αραδιάζοντας ατράνταχτα επιχειρήματα,  πως η εικόνα που βλέπει είναι μια απατηλή απεικόνιση όπου παρόν και παρελθόν μπλέκονται και το αστέρι, που η μαγευτική του λάμψη σε θαμπώνει,  δεν υπάρχει πια. Πέθανε, χρόνια πριν.
Και από τις σπουδές μας τι διδαχτήκαμε;  Δεν μπορείς, λέει, να ξέρεις ποια είναι στ’ αλήθεια η ακριβής θέση ενός σωματιδίου, γιατί αν την μάθεις τότε δεν θα ξέρεις την αληθινή του ταχύτητα. Η περίφημη αρχή της αβεβαιότητας που ταρακούνησε συθέμελα ένα οικοδόμημα κατασκευασμένο από βεβαιότητες.
Η αλήθεια! 
Δεν υπάρχει πιο απατηλή έννοια.

Αλήθεια ή όχι το στοίχημα το έχασα παταγωδώς.
Το αναγνώρισα και θέλησα να πληρώσω.
Και τότε συνέβη το θαύμα!
Γιατί μπορεί η ασήμαντη ζωή μου να μην έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για ένα συγγραφέα, αλλά η ζωή μου σαν αντίστιξη της δικής σου… Α, εκεί το θέμα αλλάζει. Κι αφού δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι άλλο μαζί... Ε, ας είναι αυτό το μοναδικό κοινό μας δημιούργημα. Κι έχω ένα αισιόδοξο προαίσθημα ότι κάποιος καλοπροαίρετος αφηγητής θα βρεθεί να συμπεριφερθεί στην ιστορία μας με την τρυφερότητα που της αξίζει και ότι το «Ξωτικό» θα κάνει μια μοναδική εξαίρεση εκδίδοντας ένα μυθιστόρημα.

Δεν σε αποχαιρετώ. Δεν μου πάνε τα μελοδραματικά. Σκέψου πόσο εξωπραγματικό ήταν να κουβεντιάζουμε το ’68 – Γενναδίου και Ακαδημίας γωνία - για μια συνάντηση το 2000. Κι όμως έγινε πραγματικότητα. Και γιατί όχι; Φαντάσου μια, εξίσου εξωπραγματική, τρίτη διασταύρωση μας κάπου… κάποτε…
Σε γλυκοφιλώ
Αίγλη
Βουβαθήκαμε. Ούτε ξέρω για πόσο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.  Κοντεύαμε να φτάσουμε, η βροχή είχε κοπάσει, μια υποψία ήλιου τρύπησε ένα σύννεφο κι ήρθε κι έκατσε πάνω στα μαλλιά του Μιχαλιού. Εκείνος γύρισε και με κοίταξε στα μάτια και, για πρώτη φορά, το βλέμμα του δεν ήταν θολό και σβησμένο. Είδα τη λάμψη της ζωντάνιας, άκουσα έναν καινούργιο τόνο στη φωνή του κι ένιωσα να μπαίνει σε κίνηση εκείνη η δύναμη της ζωής που αντιπαλεύει τη λήθη κι επομένως τον θάνατο. Γιατί ο μόνος θάνατος είναι η λήθη
-Λοιπόν, τι λες; Θα την δεχτείς την πρόκληση; Θα το γράψεις αυτό το μυθιστόρημα;




ΤΕΛΟΣ


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ΦΟΥΓΚΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥΛΙΈΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ AMAZON:

https://www.amazon.de/s/ref=nb_sb_noss?__mk_de_DE=%C3%85M%C3%85%C5%BD%C3%95%C3%91&url=search-alias%3Dstripbooks&field-keywords=Rena+V.+Rapsomaniki

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... το μυστικό της Αίγλης


Φωτο Παναγιώτης Κούκης

Η φωνή του Μιχαλιού έσπασε με τις τελευταίες λέξεις. Φάνηκε εξαντλημένος μετά από την τόσο μεγάλη προσπάθεια που έκανε για να μιλήσει και σώπασε. Η σιωπή είναι αβάσταχτη όταν είναι τόσο συγκινησιακά φορτισμένη. Ζήτησα μια μικρή στάση για καφέ. "Φυσικά... φυσικά, οδηγείς τόση ώρα..." είπε λες και είχε μόλις ξαναγυρίσει στην πραγματικότητα.  Όταν ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο τον είδα να ψάχνει νευρικά στις τσέπες του απ' όπου ανέσυρε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί. Το τσαλάκωσε  και το έσφιξε μπάλα στη γροθιά του σαν να ήθελε να το εξαφανίσει από προσώπου γης. Ύστερα άλλαξε γνώμη και άρχισε να το ισιώνει πάνω στον μηρό του, έτσι όπως ισιώνουν τα νεαρά κορίτσια από την Κούβα τα φύλλα του καπνού πάνω στα μελαψά μπούτια τους, μια εικόνα που φαντασιώνονται οι χρήστες καθώς απολαμβάνουν ένα πούρο Αβάνας. (Τα 'βαλα για μια ακόμα φορά με το μυαλό μου που παρήγαγε τέτοιες σαχλές και άσχετες σκέψεις αυτή τη στιγμή, το δικαιολόγησα όμως γιατί καταλάβαινα την προσπάθειά του να απωθήσει την πραγματικότητα).
Ο Μιχαλιός άρχισε να διαβάζει. Μα η φωνή του λίγο-λίγο αλλοιώθηκε και ξεθώριασε, έχασε την προσωπική της χροιά και η ηχώ που ερχόταν από το βάθος  την επικάλυπτε. Θα έπαιρνα όρκο πως δεν ήταν υποβολή και πως άκουγα την ίδια την Αίγλη.

Ψυχή τση ψυχής μου... ακριβέ μου Μιχαλιέ, 
μπορώ να διακρίνω  την έκπληξη στα μάτια σου, μπορώ να νιώσω την πίκρα στο λαιμό σου.  “ Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου”.
-Δεν θα ξαναχαθούμε πια, εκτός αν το θελήσεις εσύ, είχες υποσχεθεί χωρίς να λογαριάσεις πως δεν είμαστε αυτεξούσιοι, χωρίς να υπολογίσεις τη δύναμη του μαύρου ιππότη. Μα, να, που τώρα ο θάνατος μας χωρίζει. Κανένας άλλος δεν θα το μπορούσε.

Ο Ιούλης του 2000 ήταν καυτός. Ένα κυριακάτικο πρωινό, ξύπνησα νωρίς, να εκμεταλλευτώ την πρωινή δροσιά να μαγειρέψω. Στεκόμουν όρθια πάνω από την κατσαρόλα ανακατεύοντας προσεχτικά μια μπεσαμέλ. Όλα ήταν ήσυχα, κανένα σύννεφο δεν φαινόταν στον ορίζοντα. (Εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως βρισκόμουνα στην ηρεμία που επικρατεί στο μάτι του κυκλώνα και δεν θα αργούσα να παρασυρθώ από τη δίνη του.) Η σκέψη μου ήταν σε σένα και στην απάντηση που περίμενα με ανυπομονησία: ήσουν ή δεν ήσουν μέλος της 17Ν; Ο Άγγελος, κρατώντας μια κούπα καφέ και κατευθυνόμενος προς τη βεράντα, ήλθε αλαφροπάτητος από πίσω  και με το ελεύθερο χέρι του αγκάλιασε το αριστερό μου στήθος. Μια συνηθισμένη τρυφερότητα που, καθώς με έβγαλε από τις σκέψεις μου,  με ξάφνιασε και με έκανε να τιναχτώ. Εκείνος ασυναίσθητα έσφιξε το στήθος, να μην το χάσει λες.
-Τέτοια κάνε μου αν θέλεις να φας σβολιασμένη κρέμα…
Εκείνος χαλάρωσε το σφίξιμο, πήρε το χέρι του και τότε φάνηκε ο καφέ λεκές που είχε αφήσει πάνω στο λευκό φανελάκι που φορούσα χωρίς σουτιέν.
-Πρόσεξε καημένε, με λέρωσες με τον καφέ σου.
Κοίταξε, με την έκπληξη του αθώου που τον κατηγορούν άδικα, την παλάμη του που ήταν πεντακάθαρη και την κούπα του που ήταν άθιχτη.
-Δεν είναι καφές.
Αν δεν είναι καφές τότε τι είναι; 
Αίμα ήταν, σκοτωμένο καφετί αίμα που είχε βγει με την πίεση από τη θηλή μου.

Άρχισε μια Οδύσσεια από ιατρικές εξετάσεις, όπου η ελπίδα εναλλασσόταν με την απογοήτευση. Κάθε εξέταση που έβγαινε καθαρή μου έδινε φτερά, κάθε  σκιά αμφιβολίας που ήθελε παραπέρα διερεύνηση  με καταβαράθρωνε. Αμέτρητοι άνθρωποι έχουν περπατήσει τα ίδια μονοπάτια της δοκιμασίας. Είναι μια κάποια παρηγοριά, αλλά τελικά ο καθένας είναι μόνος μπροστά στο Γολγοθά του και μόνος θα τον αντιμετωπίσει. Κάποια στιγμή τα ψέματα τελείωσαν. Ο πατέρας είχε γράψει στο DNA  των κυττάρων μου τη φοβερή λέξη “καρκίνος”. Θυμάσαι πώς το ’λεγε ο καθηγητής βιολογίας; “ Η μείωση είναι η πρώτη ζαριά της ζωής μας”. Μια και δεν είχα νοοτροπία τζογαδόρου, η φράση με συγκλόνισε συνειδητοποιώντας πως κάποιος είχε την εξουσία να παίζει στα ζάρια τη ζωή μου, ερήμην μου.
  
Στην αρχή δεν το πιστεύεις. Κάποιο λάθος έχει γίνει. Δεν μπορεί. Ένα κακό όνειρο είναι. Σε λίγο θα ξυπνήσω και θα είναι όλα όπως πριν. Σιγά–σιγά έρχεται η αποδοχή. Και θέλεις να μάθεις λεπτομέρειες. Ανοίγεις βιβλία, ανοίγεις ιστοσελίδες, ρωτάς.  Τι είδους καρκίνος; Επιθετικός ή μη; (Καλπάζων, αποδείχτηκε ο δικός μου.) Σε πρώιμο ή προχωρημένο στάδιο; Πως αντιμετωπίζεται; Υπάρχει θεραπεία; Υπάρχει κίνδυνος μετάστασης; Αβέβαιες οι απαντήσεις: θα δούμε πώς θα αντιδράσει ο οργανισμός στην αγωγή. Αόριστες ελπίδες: έχεις μια πολύ καλή φυσική κατάσταση, δεν έχεις πάρει ποτέ φάρμακα, έζησες μ’ έναν υγιεινό τρόπο ζωής…

Ήταν σύμπτωση που τότε ακριβώς ζήτησες  τη γυμνόστηθη φωτογραφία μου; Μήπως ονομάζουμε συμπτώσεις εκείνες τις διεργασίες που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε; Μήπως για όλα υπάρχει κάποιο σχέδιο που μας ξεφεύγει; Ας είναι... Κάτω από άλλες συνθήκες θα το είχα θεωρήσει προσβλητικό και θα είχα αρνηθεί κατηγορηματικά. Τώρα όμως ποθούσα να απαθανατίσω το στήθος μου όσο ακόμα ήταν δίδυμο και να μοιραστώ την ανέπαφη εικόνα του μαζί σου. Μια βδομάδα αργότερα, ένα χειρουργικό νυστέρι αφαίρεσε άσπλαχνα το αριστερό (εκείνο ακριβώς που είχε φωτογραφήσει με περίσσεια τρυφερότητα ο Άγγελος.) Τι σκληρό να αποχωρίζονται τα δίδυμα! Ποτέ δεν ρώτησα τι απέγινε εκείνο που δεν βρίσκεται πια στο σώμα μου από φόβο για την αποτροπιαστική απάντηση. Στο νου μου όμως έρχονταν, τις πιο ακατάλληλες στιγμές, εκείνες οι πληροφορίες για τα νοσοκομειακά απόβλητα που παράνομα καταλήγουν στις χωματερές. Εκεί βρέθηκε άραγε παραπεταμένο το αριστερό μου στήθος; Κι ενώ το υπόλοιπο σώμα μου θα ταφεί με τις ευλογίες της εκκλησίας και τα δάκρυα όσων με αγάπησαν, ένα κομμάτι του κατευθύνθηκε προς άγνωστο προορισμό άκλαυτο ακόμα και από μένα.
Άδικο!
Η  ισότητα εξακολουθεί να είναι ζητούμενο ακόμα και στη φθορά!

Απόδιωχνα  αυτές οι σκέψεις σαν περιττή πολυτέλεια. Με έκπληξη διαπίστωνα ότι ο ακρωτηριασμός μου δεν αποτελούσε το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημά. Κάπως έτσι δεν το λέει ο λαός; “Μακάρι να μη μας δώσει ο Θεός όσα μπορούμε να αντέξουμε!” Η έγνοια μου τώρα ήταν να περισωθεί ό,τι ήταν δυνατόν, να μην προσβάλει η αρρώστια κι άλλους ιστούς. Όσο για το χαμένο στήθος πείστηκα από πληροφορίες και μαρτυρίες ότι,  αν όλα πήγαιναν καλά, σε δυο χρόνια, η πλαστική χειρουργική θα μου χάριζε ένα ολόιδιο με εκείνο που έχασα. Δεν μπορούσα, ωστόσο, να αγνοήσω την απορία που ερχόταν απρόσκλητη στο μυαλό: ολόιδιο μόνο ως προς την εμφάνιση; Και η αίσθηση; Ο  γιατρός με καθησύχασε.
-Οι απολήξεις των αισθητήριων νεύρων βρίσκονται επιφανειακά και το δέρμα δεν το άγγιξε  το νυστέρι, το άφησε  ανέπαφο. "Μην ανησυχείς, έχεις να γευτείς κι άλλες ηδονές από το στήθος σου."

Σκέψεις.. σκέψεις..προβληματισμοί…
Ένα αξιοπρεπές τέλος!
Να πεθάνω περήφανη, όπως είχα ζήσει!
Ν’ αφήσω τη φύση, που πάντα λάτρευα, να κάνει τη δουλειά της όπως εκείνη ήξερε.
Να αποφύγω τα μπες-βγες στα νοσοκομεία.
Να μη δεχτώ τη χημειοθεραπεία με τα εξευτελιστικά της επακόλουθα.
Μα σαν έλθει η ώρα της πράξης, πρυτανεύει άλλη λογική. “Σε φώναξα για να σηκώσεις το φορτίο” είπε η γριά αντικρίζοντας το θάνατο, στο μύθο του Αισώπου.
Αποφάσισα να  δοκιμάσω τη φαρμακευτική αγωγή.
Δεν σού είπα τίποτα. Από δειλία ή από φιλαρέσκεια. Δεν θα το μάθαινες εκτός αν το ξεπερνούσα ή αν...
Ήταν φρικτό.
Ήταν επώδυνο.
Ήταν αναξιοπρεπές.
Ήταν η εξαθλίωση προσωποποιημένη.
Το σώμα μου δεν με υπάκουε. Έκανα εμετό και ένοιωθα τα σωθικά μου να θέλουν να βγουν και να χυθούν έξω. Αυτό το σώμα που πάντα θεωρούσα ναό του πνεύματoς και σαν ναό  το  φρόντιζα… Που δεν το είχα ταλαιπωρήσει με καταχρήσεις… Που είχε μάθει να καταναλώνει μόνο  αγνές φυσικές ουσίες… Κι εκείνο,  ευγνώμον για την τόση φροντίδα, μ’ ακολουθούσε σε κάθε δραστηριότητα πειθήνιο, χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να αγκομαχάει, χωρίς να λαχανιάζει. Σώμα και πνεύμα  ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο. Πώς μας το 'λεγαν στο σχολείο; “Νους υγιής εν σώματι υγιεί”.  Τώρα απορούσε με την αλλαγή στη συμπεριφορά μου. Το ανάγκαζα να δεχτεί τα πιο ισχυρά δηλητήρια κι αντιδρούσε μανιασμένα σαν ερωτευμένος που μεταμορφώνει το δυνατό του πάθος  στο πιο τρελό μίσος. Πόλεμος γινόταν μέσα μου -το ένιωθα. Και οι πόλεμοι μόνο ηττημένους έχουν.

Όμως στα διαλείμματα –γιατί υπήρχαν κι αυτά- στο τηλέφωνο ή μέσα στον υπολογιστή μου ήσουν εσύ. Δεν ξέρεις τι ανακούφιση ήσουν για μένα. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόση στήριξη μου έδωσες μέσα στην άγνοιά σου. Σε ευγνωμονώ που υπήρξες το αντικαταθλιπτικό μου. Φαίνεται είχα υπερεκτιμήσει την περίφημη ικανότητά σου να διαβάζεις τη σκέψη μου. Ευτυχώς αυτή τη φορά δεν λειτούργησε. Ανυποψίαστος έμεινες μέχρι τέλους χωρίς να πάρεις μυρωδιά απ’ όλα αυτά τα δραματικά. Και αυτό μου έδινε φτερά.  Όταν τα μαλλιά μου είχαν πέσει, κοιταζόμουν στον καθρέφτη και αναρωτιόμουν: “Ποια είσαι;” Ήξερα όμως ότι εσύ μου μιλούσες και μου έγραφες έχοντας στο νου σου τη δεκαοκτάχρονη συμμαθήτριά σου ή έστω την περήφανη τενίστρια της φωτογραφίας που σου είχα στείλει. 

Μετά, όταν χωρίζαμε αναπολούσα τις κουβέντες μας, τα γέλια μας, τις τρυφερότητες, τα παιχνίδια. Το καλύτερο παιχνίδι ήταν το "πού ήσουν όταν...;" Πού ήσουν όταν κηρύχθηκε η δικτατορία; Πού ήσουν όταν έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο και η επιστράτευση; Πού ήσουν τη βραδιά του Πολυτεχνείου; Πού ήσουν τη μέρα που παντρεύτηκα; Πού ήσουν τη μέρα που γέννησα την κόρη μου; Πού ήσουν το βράδυ του μεγάλου σεισμού στις Αλκυονίδες; Πού ήσουν τη μέρα που πήρα το διδακτορικό μου; Πού ήσουν όταν έσπασα τον αστράγαλό μου;  Πού ήσουν όταν ο Παναθηναϊκός κέρδισε τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ ;  Ή το άλλο παιχνίδι με τα θεάματα. Είχαμε κρατήσει κι οι δυο προγράμματα από θεατρικές παραστάσεις  με σημειωμένη επάνω την ημερομηνία που τις είχαμε δει. Ξεφωνίζαμε από έκπληξη καθώς διαπιστώναμε ότι πηγαίναμε στις ίδιες αίθουσες: στο υπόγειο του Κούν, στο ελεύθερο θέατρο, στο πειραματικό της Ριάλδη, στο θέατρο έρευνας του Ποταμίτη... Οι ημερομηνίες ήταν απογοητευτικές. Εσύ πήγαινες συνήθως στην αρχή, εγώ, πάντα συνετή, περίμενα να παγιωθούν οι κριτικές. Υπήρχε μια παράσταση που την είδαμε με διαφορά μιας μέρας: Σάββατο εσύ, Κυριακή εγώ. Απ' όλη την έρευνα που κάναμε βγήκε πως μια φορά μόνο βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο: στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του Αντρέα Παπανδρέου, στο Σύνταγμα, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Οκτώβρη του '81. Αλλά τι πιθανότητα είχαμε να συναντηθούμε μέσα σ' εκείνη τη λαοθάλασσα; Παίρναμε τα ξέφτια από τις ζωές μας και τα κάναμε στημόνι και υφάδι και υφαίναμε μια κοινή ζωή. Ένιωθα ίλιγγο παρακολουθώντας τις ακροβασίες της ζωής σου κι εσύ έλεγες πως δεν έπληττες μες στην αυστηρά δομημένη δική μου ζωή.  Κι εγώ εκείνες τις στιγμές ξεχνούσα τις τιμές τη χολερυθρίνης, τον αριθμό των αιμοπεταλίων, την άνοδο του ζαχάρου και γελούσα με τα σχέδια που κατάστρωνες για να κλέβεις βιβλία από τον Ελευθερουδάκη. Το παράλογο μας ακολουθούσε πάντα. Ήμουν ερωτευμένη και βαριά άρρωστη ταυτόχρονα. Και σήμερα ακόμα –τι αισιόδοξη αντίφαση– είμαι ερωτευμένη κι ετοιμοθάνατη. 

Η χημειοθεραπεία έφερε αποτελέσματα. Όλα φάνηκαν να διορθώνονται. Αισθανόμουν καλά, το χνούδι των μαλλιών μου πήρε να μεγαλώνει σαν μωρού παιδιού, άρχισα να κάνω περιπάτους –μια φορά μάλιστα ανέβηκα και στο σκονισμένο μου ποδήλατο. Άρχισα να κάνω σχέδια. Πόσο λίγο θέλει η ελπίδα για να βάλει σε κίνηση τη ζωή! Άρχισα να πιστεύω ότι επιτέλους θα μπορούσα να σου ζητήσω μια συνάντηση. Θα μου απαντούσες: “πάντα στη διάθεσή σου” κάνοντας μια φανταστική ρεβεράντζα και θα έμοιαζε σαν να μην είχε περάσει ούτε στιγμή από το ’68. Θα φορούσα μπλουζάκι με κλειστό λαιμό –να κρύβει εντελώς το ντεκολτέ– θα πίναμε καφέ σε κάποιο κεντράκι με θέα τη θάλασσα αλλά δεν θα κοιτάζαμε τη θάλασσα. Θα κοιτάζαμε αχόρταγα ο ένας τον άλλο, αλλά δεν θα βλέπαμε τα σημάδια του χρόνου. Θα απολάμβανα το χαμόγελό σου να κατευθύνεται αποκλειστικά επάνω μου –στα μάτια ή στο στήθος δεν θα ’χε πια σημασία-  θα βύθιζα το βλέμμα μου στα γελαστά σου μάτια, θα καμάρωνα την κοντυλένια σου μύτη. Και θα γελούσαμε! Α, πώς θα γελούσαμε!


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... εξηγήσεις


Φωτο Παναγιώτης Κούκης


»Η αλήθεια είναι πως η Αίγλη με ρωτούσε επίμονα για τη σύλληψή μου από  τη χούντα τη βραδιά που τα τανκς έσπασαν την πύλη του Πολυτεχνείου. Της είχα πει όσα μπορούσα να πω χωρίς να προδώσω το μυστικό μου. Παρέλειψα λεπτομέρειες που αναφέρονταν στην κάθε μορφής βία, στο απίστευτο ξύλο, στη βαρβαρότητα, στα βασανιστήρια –σωματικά και πνευματικά– στον καθημερινό φόβο ότι το βράδυ θα έρθουν πάλι, στα αίματα, στις μελανιές, στα πρησμένα πόδια, στην κτηνωδία. Αποσιώπησα τις απειλές, την απομόνωση, τα αποτυπώματα των τσιγάρων, τη μυρωδιά της καμένης σάρκας –αυτή η μυρωδιά δεν θα φύγει ποτέ από την ψυχή μου. Της μίλησα ωστόσο με λεπτομέρειες για τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, το κουράγιο που έπαιρνα από το κουράγιο των μεγαλύτερων –23 χρόνων παιδί ήμουν–, για τους ευρηματικούς κώδικες επικοινωνίας…
-Τι θέλεις και τα σκαλίζεις; Όλα έχουν γραφτεί, όλα έχουν τραγουδηθεί. Διάβασε για τον Μουστακλή, διάβασε για τον Παναγούλη, λίγο-πολύ όλοι τα ίδια περάσαμε. Βάλε ν’ ακούσεις "τα τραγούδια του αγώνα" του Θεοδωράκη.

»Δεν της μίλησα ποτέ για κείνο το βράδυ παραμονής Χριστουγέννων του ’73. Εκείνη, ανυποψίαστη, θα γιόρταζε μέσα στην ευτυχία της άγνοιας και στη θαλπωρή της οικογενειακής σύναξης. Ο πατέρας της, κρατώντας τελετουργικά την παραδοσιακή κουλούρα, θα έφερνε τρεις βόλτες γύρο από  το τραπέζι   ψέλνοντας το:

…Δι ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον …

Ευτυχώς ο προσεκτικός υμνωδός είχε την πρόνοια να τονίσει εκείνο το “δι ημάς” αντιδιαστέλλοντάς το από το “για τους άλλους.” Γιατί εγώ φαίνεται ήμουν από τους “άλλους” και κατάλαβα πως για μένα δεν επρόκειτο να γεννηθεί Χριστός όταν άκουσα την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει και να μπαίνουν τρεις ορεξάτοι, βιαστικοί και εορταστικοί. Άρχισαν με μαλαγανιές:
-Δεν θα μας καθυστερήσεις, θέλουμε να κάνουμε κι εμείς Χριστούγεννα. Το ίδιο δε θέλεις κι εσύ; Μια απάντηση περιμένουμε και φεύγεις αμέσως, κύριος, και πας σπίτι σου, μέρα που ξημερώνει.

»Ποντάριζαν να με βρουν ευάλωτο λόγω της γιορτής. Δεν απαντούσα, μόνο τους κοίταζα κατ’ ευθείαν στα μάτια, μα δεν τους έβλεπα. Το βλέμμα μου τους διαπερνούσε σαν να ’ταν διάφανοι κι έμενε καρφωμένο στον απέναντι τοίχο. Όταν ψυλλιάστηκαν  πως τους αγνοούσα, εκνευρίστηκαν και το πανηγύρι άρχισε.
- Μίλα ρε πούστη, πού κρύβετε τους πομπούς;
- Μίλα ρε, θα σου κάνουμε τη μούρη κρέας.
- Μίλα ρε βυζανιάρικο, θες να μη σε ξαναπλησιάσει γυναίκα;
Άρχισαν να με  δέρνουν κι οι τρεις όπου έβρισκαν, σαν να 'μουν σάκος του μποξ. Με χτυπούσαν με μανιασμένες κλωτσιές και γροθιές που τις ένιωθα σιδερένιες. Άμαθος ήμουν και κάθε άλλο παρά ήρωας, μοναδικό μου όπλο η περιφρόνηση και το περίσσευμα αξιοπρέπειας. Προσπάθησα να βάλω σ’ εφαρμογή την προσφιλή μου μέθοδο της αφαίρεσης.
Ποιοι είναι οι τύποι των τεσσάρων εξισώσεων του Maxwell;...  Τι σημαίνει πυξ-λαξ;... Πράσιν' άλογα είναι ομόηχο του πράσσειν άλογα κι από κει προέρχεται... Πώς τέλειωνε η ταινία “το μαγαζάκι της κεντρικής οδού”;...
Κάποια στιγμή άκουσα το « κρααακ» και το αίμα τινάχτηκε σαν πίδακας από τη μύτη. Χάρηκα που πανικοβλήθηκαν κι αυτή η ευχάριστη αίσθηση ήταν η τελευταία πριν μελανιάσει ο κόσμος. Δεν ήταν συνηθισμένη πρακτική να χτυπάνε στο πρόσωπο, ωστόσο για μένα έκαναν εξαίρεση. “Τους εξόργιζε η προκλητική αρμονία του προσώπου σου”, αποφάνθηκε ο ειδικός που μου πρόσφερε ψυχολογική στήριξη τα κατοπινά χρόνια.

»Έμεινα δυο μήνες στο KΑT φρουρούμενος. Έφυγα παραμορφωμένος, μα με την ικανοποίηση πως δεν μου είχαν πάρει λέξη και πως το πνεύμα μου είχε μείνει ανέγγιχτο. Σ’ εκείνους απόμεινε η ικανοποίηση ότι μου είχαν σακατέψει το πρόσωπο, μου είχαν ρημάξει την ομορφιά. Ακολούθησε ένας  κυκεώνας πλαστικών εγχειρήσεων –ρινοπλαστική κυρίως- που όχι μόνο δεν διόρθωνε στο παραμικρό την κατάσταση, αλλά με κρατούσε στην αβεβαιότητα της αναμονής και δεν μου επέτρεπε να αποδεχτώ το αμετάκλητο και να συνεχίσω να ζω με τα νέα δεδομένα. Ώσπου πήρα την απόφαση να μην ξαναπατήσω σε χειρουργικό τραπέζι, κόντρα στις παραινέσεις των γιατρών, που επέμεναν να συνεχίσω τις προσπάθειες γιατί η επιστήμη δεν είχε ακόμα πει τον τελευταίο λόγο. Κι από τότε ηρέμησα κι εξασκήθηκα να ξυρίζομαι χωρίς καθρέφτη. Δεν παραπονιέμαι, επιλογή μου ήταν, κάποια πράγματα μπορείς να τα αποφύγεις κι άλλα όχι. Πολύ περισσότερο που η απειλή τους δεν επαληθεύτηκε.

»Αυτά τα υπέροχα πλάσματα οι γυναίκες! Δύσκολα μπορούμε, εμείς οι άντρες, να κατανοήσουμε τον ψυχισμό τους. Όταν τις πληροφορούσα για την αιτία της κακομουτσουνιάς μου -έκανα και τον δύσκολο, "τι τα θες και τα γυρεύεις", τάχα μου-, όλα τα μητρικά φίλτρα ανάβλυζαν μέσα τους, και τις μετέτρεπαν σε τρυφερές ερωμένες. Κάποιοι εξαργύρωσαν την αντιστασιακή τους δράση κερδίζοντας δημοσιότητα. (Ποτέ δεν δέχτηκα να παρουσιαστώ στα μέσα, πέρα από το φιάσκο μιας παρ’ ολίγον εμφάνισης στην τηλεόραση που ευτυχώς αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή). Άλλοι προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα κι αναρριχήθηκαν –με την ψήφο του ευγνώμονος λαού– σε κυβερνητικές θέσεις. Κάποιοι εμπνεύστηκαν τραγούδια. Άλλοι έκαναν τα βιώματά τους κείμενα. Για  όλους υπήρξε κάποιο αντίδωρο. Όχι πως αυτό ήταν το κίνητρό μας τότε. Προέκυψε όμως στην πορεία. Εγώ ανταμείφθηκα πλουσιοπάροχα από τις γυναίκες. Τις χάρηκα τις γυναίκες στη ζωή μου. Το παραμορφωμένο μου πρόσωπο αντί να σταθεί εμπόδιο, αποτελούσε φωτοστέφανο που με περιέβαλε και που η χαμένη ομορφιά μου δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί μαζί του.

»Να... αυτά παθαίνω: παρασύρομαι και μακρηγορώ καθώς, συνειδητά και ασυνείδητα, θέλω να αποφύγω την ανάμνηση του χτες. Χτες ήταν μια από εκείνες τις χειμωνιάτικες λιακάδες –Αλκυονίδες τις λένε από παλιά– πρωί, πολύ νωρίς ακόμα. Ο πεζόδρομος της  Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σχεδόν άδειος. Το κρύο απέτρεπε τους περιπατητές για την ώρα, μα θα έκαναν οπωσδήποτε την εμφάνισή τους αργότερα. Το φως, απαλό χάδι πάνω στις αρχαίες κολώνες, τους έδινε μια απίστευτη γλύκα. Το ίδιο φως όμως δεν μπορούσε να γλυκάνει το χρώμα των πολυκατοικιών που απρόσκλητες έκαναν την εμφάνισή τους στο οπτικό μου πεδίο. Ήταν υπερβολικά μουντό γκρίζο και καμία επίδραση δεν ήταν ικανή να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Πόσες φορές είχα μελετήσει από κείνο το παράθυρο  την αλληλεπίδραση του φωτός με τα μάρμαρα! Κάθε φορά και μια διαφορετική εικόνα. Διάφανη τα πρωινά, μουντή με τη συννεφιά, δακρυσμένη με τη βροχή, μελαγχολικά λαμπερή τα φθινοπωρινά μεσημέρια, φλογισμένη τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα, απόκοσμη στο φως των προβολέων, μαγική όταν σπάταλα τα έλουζε στο φως  τ’ ολόγιομο φεγγάρι, πάναγνη με το χιόνι. Απ’ όλες προτιμούσα εκείνη την εκτυφλωτική σκληρότητα που αποκτούσαν οι πέτρες τα καλοκαιρινά μεσημέρια όταν τις σφυροκοπούσε ανελέητα το Αττικό φως.

»Το παράθυρο του γραφείου της Αίγλης έβλεπε στη λίμνη. Μου είχε περιγράψει τη δική της πραγματεία πάνω στην επίδραση του φωτός στο χρώμα του νερού. Η σκέψη της με κέντησε και με επανέφερε σε ό,τι ήθελα να ξεχάσω. Προσπάθησα να μαντέψω. Γιατί εκείνο το απρόσωπο: κύριε Εξωτικάκη; Ποιος τρίτος έμπαινε σε μια σχέση προορισμένη αποκλειστικά για δύο;

Τίποτα δεν με είχε προϊδεάσει, δεν είχα διαπιστώσει στοιχεία φθοράς.
Κεραυνός εν αιθρία.
Ούτε καν η περίφημη διαίσθησή μου δεν με προειδοποίησε.
Καθάρισα τα γυαλιά μου.
Τέρμα με τις αναστολές.
Έπρεπε να διαβάσω το μήνυμα ό,τι κι αν ήταν αυτό.»

Κύριε Εξωτικάκη,
δεν σας γνωρίζω, αλλά υποψιάζομαι πως υπήρξατε ξεχωριστός για τη μητέρα μου. Ένα από τα τελευταία βράδια, καθώς ξαγρυπνούσα δίπλα στο κρεβάτι της, βγήκε από το λήθαργο και σε μια αναλαμπή μου ζήτησε, διστακτικά σαν κορίτσι, να σας ενημερώσω για τον θάνατό της, χρησιμοποιώντας το προσωπικό της e-mail όπου θα έβρισκα τη διεύθυνσή σας. Μου ζήτησε ακόμα να επισυνάψω ένα κλειδωμένο αρχείο που ανοίγει με τετραψήφιο κωδικό την ημερομηνία των γενεθλίων σας. Αμέσως μετά ξανακλείστηκε στη σιωπή της κι εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα πως το πρόσωπο που λάτρευα ως μητέρα και θαύμαζα ως επιστήμονα ήταν επίσης μια  γυναίκα που ελάχιστα γνώριζα. Παίρνω την πρωτοβουλία, πιστεύοντας πως ικανοποιώ μια μη εκφρασμένη επιθυμία της, να σας πληροφορήσω πως η κηδεία της θα γίνει αύριο στις τέσσερις το απόγευμα στον μητροπολιτικό ναό των Ιωαννίνων.
Νικολέτα  Μαυριδάκη

Συνεχίζεται...