Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Για όλα φταίει ο Γκέντελ



Στα τριάντα οχτώ της είχε όλα όσα θα μπορούσε να είχε επιθυμήσει στα δεκαοχτώ της. Καταξιωμένη – και καλοπληρωμένη – στην δουλειά της, με έναν ισορροπημένο γάμο, έναν αξιολάτρευτο επτάχρονο γιο, ένα σπίτι με κήπο και πισίνα στα βόρεια προάστια και τον τεράστιο σκύλο ερωτευμένο μαζί της ως τα όρια της ψυχοπαθολογίας.


Πώς της προέκυψε το μπλέξιμο με τον εξηντάρη;

Όλα ξεκίνησαν την εποχή που μελετούσε το φαινόμενο Κουρτ Γκέντελ. 
Τι προσωπικότητα! 
Ιδιοφυία καραμπινάτη! 

 Ακόμα και η ψυχρή περιγραφή της Wikipedia περιείχε ψήγματα συγκινησιακής φόρτισης  : 
«Αυστρο-αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος, θεμελιωτής της επιστήμης της λογικής,  φίλος και συνάδελφος του Αϊνστάιν στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών στο Πρίνστον. Οι  δυο τους συνήθιζαν να περπατάνε συνομιλώντας στον δρόμο για το Πανεπιστήμιο. O Αϊνστάιν, προς το τέλος της ζωής του, εξομολογήθηκε σε κοινό φίλο ότι η δουλειά του στο Ινστιτούτο δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον και ο μόνος λόγος που τον κρατούσε ακόμα εκεί ήταν το προνόμιο των περιπατητικών συζητήσεων με τον Γκέντελ.
 Η λογική κυριαρχεί στη σκέψη του από παιδί, αλλά ο σπόρος της παράνοιας την φαρμακώνει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε μέσα στην  εμμονή ότι στόχευαν να τον δηλητηριάσουν. Αρνιόταν πεισματικά να  δεχτεί οποιαδήποτε τροφή, εκτός αν η γυναίκα του δοκίμαζε πρώτη. Και όταν εκείνη χρειάστηκε να νοσηλευτεί κατέληξε να πεθάνει  από ασιτία στο νοσοκομείο του Πρίνστον.
Τραγική η  αντίφαση της ζωής του: υπηρέτησε την επιστήμη της λογικής, μα προδόθηκε από την κοινή λογική.»

Διψούσε να μάθει περισσότερα. Ψάχνοντας, έπεσε πάνω στο ιστολόγιό  του. Διάβασε απνευστί την ανάρτηση με τίτλο: «η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μεγαλοφυΐα και την τρέλα: ένας βολικός μύθος» Είχαν από καιρό πάψει να την εντυπωσιάζουν κείμενα, μα τούτο δω ήταν αναμφίβολα εξαίρεση. Η  αμεσότητα και ο βιωματικός  τρόπος γραφής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο συντάκτης του γνώριζε  από πρώτο χέρι και την ιδιοφυία και την τρέλα. Ένιωσε πιεστική την παρόρμηση να γνωρίσει τον άνθρωπο  πίσω από τις λέξεις.

Άφησε ένα συμβατικό σχόλιο:

Έχετε σπουδάσει μαθηματικά;

Της αντιγύρισε το σχόλιο με απρόσμενα αντισυμβατικό τρόπο: 

Μαθηματικός γεννιέσαι, κοριτσάκι μου, δεν σπουδάζεις !!!!!!!

Θεέ μου τι ναρκισσισμός!
 Και τι να πεις για την απαξιωτική προσφώνηση και την ενοχλητική οικειότητα!
Κι από δω άρχισαν τα περίεργα!
Αντί να λακίσει, ένιωσε να  ιντριγκάρεται και έτσι ξεκίνησε μια εκρηκτική αλληλογραφία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τούς χώριζε άβυσσος από όποια άποψη κι αν το έβλεπες.

Η αρχή – όπως κάθε αρχή - ήταν ωραία.

Τα μηνύματα, σύντομα αλλά περιεκτικά, πηγαινοέρχονταν μέσα από τα ασύρματα δίκτυα μεταφέροντας  πληροφορίες και απόψεις. Στίχοι νεοελληνικής ποίησης, στοχασμοί  αρχαίων φιλοσόφων, ατάκες από ταινίες, αποσπάσματα από θεατρικά έργα ή βιβλία πλούτιζαν τον διάλογο. Η απολαυστική συνομιλία δύο ευφυών και καλλιεργημένων ανθρώπων. τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

 Ένας προσεκτικός παρατηρητής , όμως, δεν θα δυσκολευόταν να διακρίνει ότι η επικοινωνία τους δεν γεννήθηκε ισότιμη κι έτσι έμεινε ως το τέλος.
 Τα κείμενά του έμοιαζαν ακατέργαστο διαμάντι: η λάμψη του δεν σε θάμπωνε, υπήρχε όμως εν δυνάμει . Το μήνυμα που εξέπεμπαν ήταν:
 «γράφω κυριολεκτικά ό,τι μου κατέβει. Αυτός είμαι και δεν έχω καμιά διάθεση  ν’ αλλάξω.»
 Τα δικά της ήταν φτηνό γυαλί μεθοδικά και προσεκτικά επεξεργασμένο σε πολυάριθμες έδρες λειασμένες με τόση επιμονή που αποκτούσε τη λάμψη του πολύτιμου. Το δικό της μήνυμα  και αγωνιώδες ερώτημα ταυτόχρονα :
 «προσπαθώ σκληρά να μην είμαι κατώτερή σου, τα καταφέρνω;»
 Εκείνος έγραφε με την άνεση της ωριμότητας, με την  αυθορμησία της αντικομφορμιστικής  ιδιοσυγκρασίας του, με την ευρηματικότητα της κουλτούρας του, με την ωμή ειλικρίνεια ανθρώπου που αδιαφορεί για κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και δεν δίνει πεντάρα αν θα χαρακτηρισθεί ακόμα και αγροίκος.
 Εκείνη απαντούσε με την χαρακτηριστική της τελειομανία, έσβηνε και ξανάγραφε, διασταύρωνε την ακρίβεια των όσων έλεγε, χτένιζε τα κείμενα με την αίσθηση ότι συμμετείχε  σε έναν άτυπο διαγωνισμό, πάντα περιχαρακωμένη στα όρια της καλής κοινωνικής ανατροφής.

Όλη αυτή η κατάσταση της δημιουργούσε ανασφάλεια, αλλά και έξαψη. Δίπλα στον πραγματικό διάλογο έστηνε έναν δεύτερο υποθετικό. Τι μού έγραψε; Πώς τού απάντησα; Πώς θα έπρεπε να τού είχα απαντήσει;  Πώς θα μπορούσα να τού είχα απαντήσει; Κι αν το είχα κάνει, πώς θα με αντέκρουε; Μήπως η απάντηση  ήταν κατώτερη μου; Κι μου έλεγε το άλλο, πώς θα έπρεπε να αντιδράσω; Αν εφαρμόσω αυτήν την  στρατηγική μπορώ να κατευθύνω την κουβέντα από πλεονεκτικότερη θέση; Έφτασε να βάζει στοιχήματα με τον εαυτό της για την πρόβλεψη του διαλόγου. Έφτασε να αγωνίζεται να προμαντέψει δύο ή τρεις κινήσεις του, μετατρέποντας τον διάλογο σε σκάκι – ένα παιχνίδι που συνήθως κέρδιζε. Δυστυχώς – για κείνην – οι δύο διάλογοι δεν ταυτίστηκαν ποτέ. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να απασχολεί μονοθεματικά τη σκέψη της και να χάνει τον ύπνο της. Την  τρόμαζε η ιδέα του λάθους, σαν να περνούσε από εξετάσεις. Ξαναζούσε  το άγχος των φοιτητικών της χρόνων, πράγμα που από τη μια την εξαντλούσε, από  την άλλη όμως ενεργοποιούσε τις δυνατότητές της, έβγαζε στην επιφάνεια τις εφεδρικές της δυνάμεις, αναδείκνυε τον καλύτερο εαυτό της  και εντέλει την έκανε εξαιρετικά ζωντανή και δημιουργική.

Η διαφήμιση της σοκολάτας αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευφάνταστη!
Στο πρώτο πλάνο, ο διευθυντής του νοσοκομείου, περιστοιχισμένος από τους θεράποντες γιατρούς,  διαβάζει μπροστά στα μικρόφωνα το ιατρικό ανακοινωθέν  για τον θάνατο  του Γκέντελ κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνέβη. 
Τύμπανα ηχούν ανατρεπτικά. 
Η οθόνη  γεμίζει με την  φράση: « κι όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά». 
Και να ο επιστήμονας, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χαμογελάει σκανταλιάρικα καθώς αρπάζει από τα χέρια της διατροφολόγου τη λιχουδιά.
 Το  σλόγκαν: « η σοκολάτα  που λατρεύουν οι ιδιοφυείς», είχε πλημμυρίσει γιγαντοαφίσες, έντυπα, ραδιόφωνο , τηλεόραση, κατακτώντας το ζητούμενο: αναγνωρισιμότητα του προϊόντος.

 Ο διευθυντής την κάλεσε στο γραφείο του και, με χαμόγελο που έφτανε ως τ’ αυτιά, της έσφιξε τα χέρια επαινώντας την φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της ιδέας. Η εταιρεία - πελάτης της χάριζε ένα ταξίδι στο Περού, ως πριμ. Ξεπροβοδίζοντάς  την, με την άνεση παλιών συνεργατών, της πέταξε αστειευόμενος: 
-Ρε συ, λάμπεις ολόκληρη, μπας και είσαι ερωτευμένη;
-Με τη ζωή,  κύριε Αλεξίου, πάντα με τη ζωή.

Το να δέχεται επαίνους ήταν μια γλυκιά συνήθεια από τότε που ήταν παιδι, δεν καβαλούσε εύκολα καλάμι, μα σήμερα περίμενε με ανεξήγητη αναστάτωση  την δική του κολακευτική αντίδραση.

 Δέχτηκε μια ωμή , οργισμένη και πολύπλευρη επίθεση . Για την δουλειά της πρώτα απ’ όλα:

 « Η διαφήμιση είναι κακάσχημη θεραπαινίδα του καπιταλισμού, δημιουργεί τεχνητές ανάγκες, παραπλανεί και αποπλανεί, παρασύρει σε άσκοπη κατανάλωση, απευθύνεται στα ταπεινότερα ένστικτα, δημιουργεί ανθρώπους με μειωμένη ικανότητα επιλογής, αποκοιμίζει και ναρκώνει την κριτική σκέψη, χειραγωγεί τους αποδέκτες της που δρουν υπό καθεστώς μειωμένης ελευθερίας, ανεβάζει υπέρμετρα το κόστος των προϊόντων…»
 Το «κατηγορώ» του για κείνην προσωπικά – ανελέητο -  την περιέλουζε με μομφές για έλλειψη ηθικών αναστολών, την χαρακτήριζε κακομαθημένη του συστήματος και την επέκρινε για τη συγκεκριμένη καμπάνια που λοιδορεί τους επιστήμονες:

 «Αν μη τι άλλο, δεν ξόδεψες χρόνο για να διαβάσεις τα δύο θεωρήματα μη-πληρότητας του Γκέντελ, τι σού φταίει να τον εντάσσεις στα στεγανά που έχεις στο κεφάλι σου; Αυτό είναι βαρβαρότητα και έχει και μπόλικη δόση αναίδειας. Έχοντας πολύ λίγα δεδομένα για σένα, δεν σε θεωρώ ούτε βάρβαρη ούτε αναιδή. Πρόσεχε όμως, ρε γαμώ το, πώς χρησιμοποιείς τους μεγάλους. Δεν εντάσσονται όλα τα πράγματα στο ίδιο καλάθι (είτε μικρό είτε μεγάλο)». 

Η  ίδια η επιστημονική κοινότητα δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Την χαρακτήρισε ψοφοδεή και τους εκπροσώπους της καρεκλοκένταυρους που δεν έχουν τα κότσια να αντιδράσουν στην προσβολή. 

 Πικράθηκε. Ένας κόμπος στον λαιμό δεν έλεγε να φύγει. Αισθάνθηκε αδικημένη και ταπεινωμένη. Ένιωθε περήφανη για την δουλειά της. Δεν εθελοτυφλούσε όμως. Ο ανταγωνιστικός  χώρος της διαφήμισης είναι ένας οχετός λυμάτων, μα είχε την πεποίθηση ότι εκείνη μπορούσε να κολυμπάει μέσα στα σκατά μένοντας ανέγγιχτη. Την προστάτευαν οι αρχές της, που ήταν αδιαπραγμάτευτες, και οι γύρο της  είχαν πια αντιληφθεί ότι ήταν άσκοπο να την πιέζουν για εκπτώσεις. Μα πώς να τού δώσει να τα καταλάβει όλα αυτά όταν εκείνος είχε αρνηθεί τις δελεαστικές προτάσεις  των πιο φημισμένων Πανεπιστημίων μόνο και μόνο για να μην ενταχθεί σ’ έναν χώρο που θεωρούσε εκ προοιμίου βρώμικο; Πώς να συνεννοηθούν όταν εκείνος αποκαλούσε απαξιωτικά αιθεροβάμονες ή υποκριτές εκείνους που υποστήριζαν την εκ των ένδον άλωση του συστήματος; Άσε που, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί, οι βεβαιότητές της είχαν κλονιστεί και δεν ήταν σίγουρη ότι η απάντησή της θα ήταν πειστική.

 Δεν υπερασπίσθηκε τις απόψεις της, άφησε τις μομφές  να αιωρούνται και αυτό ήταν ο  χειρότερος χειρισμός. Γιατί  εκείνος, εκμεταλλευόμενος τον ενδοτισμό της, ήταν έτοιμος να κάνει ένα βήμα παραπέρα ξεκινώντας από πιο προωθημένη θέση. 
Δεν βιάστηκε, βέβαια.
Ήξερε πολύ καλά την τέχνη. 
Άλλαξε ρότα.
Της μίλησε με καμάρι και τρυφερότητα για τον εγγονό του, που ήταν στην ηλικία του γιού  της, και που ο ίδιος τον είχε από νωρίς μυήσει στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας , έτσι που ο μικρός είχε ήδη γίνει εκπρόσωπος μιας multi- media γενιάς που ο ίδιος την μακάριζε για τις ευκαιρίες με τις οποίες ξεκινούσε τη ζωή της.
 « Έχουμε προ πολλού φάει τη σκόνη τους».

Του μίλησε για τη σχέση αμοιβαίας λατρείας που την συνέδεε με το παιδί της. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού στεκόταν δίπλα του ως μέντορας που τον μυούσε στ’ απόκρυφα μυστικά της φύσης.
 Μαζί παρακολουθούσαν την πορεία της ζωής στα οπωροφόρα του κήπου τους καταγράφοντας την διαδικασία ώσπου τα  άνθη να μετατραπούν  σε ώριμους καρπούς.
Μαζί άφηναν ηλιόσπορους στις μυρμηγκοφωλιές, και – ξαπλωμένοι μπρούμυτα στο χώμα – παρατηρούσαν τις  προσπάθειες των λιλιπούτειων εργατών, τόσο δυσανάλογες με το  μέγεθός τους ,.
Μαζί «φύτευαν» φασόλια πάνω σε μουσκεμένο μπαμπάκι και θαύμαζαν το μικρούτσικο φύτρο που τρυπούσε τη φλούδα και αναπτυσσόταν δίνοντας διαφοροποιημένους ιστούς: ρίζα, βλαστό, φύλλα… Κι όλα αυτά σε βάρος των κοτυληδόνων που σιγά- σιγά  ατροφούσαν έχοντας εκπληρώσει την αποστολή τους.
Μαζί εξερευνούσαν τους θησαυρούς της θάλασσας, ανιχνεύοντας με τις μάσκες τους τον βυθό. Το τεντωμένο δαχτυλάκι του, κάτω από την επιφάνεια του νερού, την καθοδηγούσε κι  εκείνη βουτούσε  βαθειά για να ανασύρει έναν αχινό,  έναν αστερία, έναν ιππόκαμπο, ένα κοχύλι – κι  αν έβρισκαν το «αυτάκι της Αφροδίτης» πανηγύριζαν για το λάφυρο. 
Μαζί γλιστρούσαν με τα πέδιλα του σκι στις χιονισμένες βουνοπλαγιές και, παρόλη την εμπειρία της, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την δική του χάρη.
Μαζί κατάβρεχαν τα αφυδατωμένα σαλιγκάρια που είχαν γαντζωθεί να ξεκαλοκαιριάσουν στον μαντρότοιχο και τα παρατηρούσαν να ζωντανεύουν και να περπατούν κουνώντας με περιέργεια τις κεραίες τους. 
 « Ανακαλύπτω τον κόσμο από την αρχή μέσα από τα δικά του μάτια».

Ήταν όμορφη αυτή η ανέμελη φάση της επικοινωνίας τους, μα το αλάφιασμα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, μια και κάτι μέσα της την προειδοποιούσε  ότι δεν επρόκειτο να διαρκέσει.

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι κουβεντούλες μας