Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία




Όταν η νύχτα απλώνη τα μαύρα πέπλα της, χιλιάδες φωτεινά καντηλάκια ανάβουν στο θόλο τ’ ουρανού. Άλλα είναι φωτεινά και μεγάλα, άλλα όμως μικρά και λιγότερο φωτεινά.
       Σε κάποια απόμερη γωνιά ζούσε ένα τέτοιο φτωχό αστεράκι περιφρονημένο από τα λαμπρά αδέλφια του. Μη μπορώντας να μένει μονάχο αποφάσισε να κάνη ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ταξίδι που ίσως θα του χάριζε την αγάπη που ζητούσε, την χαρά που ήλπιζε. Είχε ακούσει τόσα πολλά για την Γη και τους κατοίκους της, ώστε θέλησε να την επισκεφθή. Πράγματι ξεκίνησε. Ήταν τόσο μουδιασμένο που με δυσκολία προχωρούσε. Όμως  γρήγορα συνήθισε και σε δυο-τρεις μέρες είχε φθάσει στον προορισμό του. Έκπληξη το κατέλαβε! Μυριάδες φώτα έχυναν το γλυκό τους φως στους χιονισμένους δρόμους. Δεν ήταν βέβαια λαμπερά σαν τον γαλαξία τ’ ουρανού, μα είχαν διάφορα χρώματα. Κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια…
      Μαγεμένο προχωρούσε κι έχυνε άθελά του μια χρυσή λάμψη. Ένα πλήθος κόσμου γύριζε ευτυχισμένο στους δρόμους. Από ένα μεγάλο κτίριο έβγαιναν γλυκές μελωδίες «Δόξα εν υψίστοις Θεώ…». Και τότε το μικρό αστεράκι κατάλαβε. Ήταν Χριστούγεννα, η μεγάλη γιορτή που με τόσο θαυμασμό περιέγραφαν τ’ αδέλφια του. Μέσα στα σπίτια το αστεράκι είδε την ίδια χαρά, πάνω στο τραπέζι άχνιζε η γαλοπούλα και τ’ άλλα γλυκά και φαγώσιμα. Σε μια άκρη στολισμένο με παιχνίδια και φώτα καμάρωνε ένα δεντράκι, ενώ γύρο του μικρά ευτυχισμένα  παιδάκια γελούσαν, έπαιζαν και τραγουδούσαν. Πόσο τα ζήλευε! Πόσο θα ήθελε να είχε τη χαρά τους!
    Έτσι γύρισε όλη την πόλη. Παντού κυριαρχούσε η χαρά. Μα σε κάποια στιγμή είδε μια διαφωνία. Ήταν ένα φτωχό μικρό σπιτάκι. Ούτε χαρούμενες στιγμές δεν ακουγόταν, ούτε χυνόταν η λάμψη των φώτων που τόσο το είχε μαγέψει. Περίεργο! Κοίταξε μέσα. Αυτό που είδε έκανε τη μικρή χρυσή καρδιά του να ραγίση από πόνο. Ένα δεκάχρονο αγοράκι κειτόταν στο φτωχό κρεβατάκι του, ασφαλώς άρρωστο. Και δίπλα του ένα δεντρί μα χωρίς στολίδια, μα χωρίς φώτα. Με μικρή σκέψη το αστεράκι κάθισε στην κορυφή του. Η γλυκιά του λάμψη χρύσωσε τα μικρά κλαδιά, το παιδάκι θαμπωμένο άνοιξε τα μάτια του, το κοίταξε, χαμογέλασε ευτυχισμένο και χαμογελώντας έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Και το μικρό αστεράκι φώτιζε… φώτιζε… φώτιζε…
     Την άλλη μέρα ο καλός Θεός φώναξε τον πιστόν άγγελό του και του ζήτησε να φέρη από την γη τα δυο πολυτιμότερα πράγματα. Κι εκείνος έφερε την ψυχή του μικρού παιδιού και το μικρό αστέρι.
    "Έκανες καλή εκλογή", του είπε ο Θεός, "στον κήπο του Παραδείσου το καλό παιδί θα με δοξάζη και το αστέρι θα χρυσώνη τα δέντρα του."

Ρένα Ραψομανίκη
Μαθήτρια Α' τάξης Γυμνασίου Ζακύνθου
Δεκέμβρης 1962


Καλές γιορτές σε όλους.
Ας προσπαθήσουμε να μην προσθέσουμε στην ασχήμια που μας περιτριγυρίζει και την ομαδική ή ατομική κατάθλιψη. 



Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... αληθινή ζωή.

Προσεισμική Ζάκυνθος,  Άγιος Λουκάς


Προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται.
Δημοσθένης



Τα συναισθήματά μου δεν έμειναν στατικά. Ωριμάζοντας διαπίστωνα ότι η αληθινή ζωή  ήταν πιο ενδιαφέρουσα από την κοριτσίστικη ρομαντική θεώρησή της. Ο άντρας μου είχε σπουδάσει, είχε πολεμήσει, είχε επιβιώσει σε μια ξένη χώρα, είχε γυρίσει σοφότερος, δυνατότερος, κατασταλαγμένος, συγκροτημένος. Είχε πλατύνει τους ορίζοντές του, είχε ξεφύγει από τα στενά πλαίσια των προλήψεων και των προκαταλήψεων κι είχε ανοίξει τα φτερά του για έναν καινούργιο κόσμο που με καλούσε να μοιραστώ μαζί του. Μπορεί να μας χώριζαν εφτά χρόνια αλλά ήταν σαν να είχε ζήσει όσο δύο δικές μου ζωές.  Ένιωθα πως μπορούσα να ακουμπήσω πάνω του με εμπιστοσύνη, τον εκτιμούσα, υπολόγιζα την κρίση του.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... νέοι καιροί, νέα ήθη.



Προσεισμική Ζάκυνθος
Ο πατέρας έδειξε ευχαριστημένος, αλλά την άλλη μέρα ήρθε αναψοκοκκινισμένος στο μεσημεριανό τραπέζι και ξέσπασε σ' ένα παραλήρημα αγανάκτησης.


-O tempora, o mores...
 Ο πατέρας είχε τελειώσει το Ελληνικό σχολείο κι είχαμε συνηθίσει να ακούμε από το στόμα του τέτοιες διανοουμενίστικες εκφράσεις. 
Η σημερινή νεολαία δεν έχει κανένα σεβασμό...  
Πώς γίνεται από καταβολής κόσμου η «σημερινή» νεολαία να μην έχει κανένα σεβασμό;  
Ας όψεται ο πόλεμος που έφερε τα πάνω, κάτω. 
Ο δάσκαλος δεν αρκείται στον δικό μου λόγο αλλά θέλει, λέει, ν'  ακούσει το "ναι" από την ίδια την ενδιαφερόμενη. 
Πού ξανακούστηκε αυτό; 
Πάμε ολόισια στον γκρεμό! 
Πού  πήγαν οι αρχές και οι αξίες μας; 
Α, όχι αυτό πάει πολύ! 
Δεν θα τον παρακαλέσουμε κι όλας.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... άλλος ένας ανάξιος.


Προσεισμική Ζάκυνθος, λιμάνι οι σκάλες


Έμενε να λυθεί ένα ουσιαστικό πρακτικό πρόβλημα. Η τροφοδοσία τους.

Η μητέρα εξομολογήθηκε στον Κουρτ τον καημό της. Οι δίδυμες είχαν μαραζώσει κλεισμένες μέσα στο σπίτι. Θα ήθελαν να μπορούσαν να προσεύχονται στο εκκλησάκι και ν' ανάβουν καθημερινά τα καντήλια, όπως το συνήθιζαν προπολεμικά. Ο άντρας της όμως το θεωρούσε παρακινδυνευμένο και δεν έδινε τη συγκατάθεσή του. Το άλλο πρωί, στην αναφορά, πήρε το αυτί μας δύο φορές τη λέξη φροϊλάιν και το μεσημέρι ο Κουρτ έδωσε στη μητέρα το πράσινο φως. Φεύγαμε από το σπίτι κάθε απόγευμα κρατώντας το κλειδί – που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο - κι ένα καλαθάκι που η επιδεικτική του βιτρίνα ήταν  λάδι, φυτίλια, καρβουνάκια, λιβάνι. Αν συναντούσαμε αξιωματικούς ή στρατιώτες στην αυλή χαμηλώναμε με συστολή τα βλέφαρα να μην διακρίνουν το χτυποκάρδι που έφερνε η τρομάρα μας. Οι πρώτες φορές ήταν δύσκολες, σιγά-σιγά συνηθίζαμε και άρχισε να μας αρέσει κι όλας. Είχαμε όντως μείνει κλεισμένες για πολύ καιρό και τούτη η καθημερινή βόλτα ήταν ένα αναζωογονητικό μελτεμάκι που μας έδινε ταυτόχρονα την ικανοποίηση ότι κάναμε κάτι τολμηρό και πατριωτικό.  Το ηλικιωμένο ζευγάρι μάς περίμενε σαν άγγελους της ελπίδας και στη λίγη ώρα που μέναμε μαζί τους οι γλώσσες μας πήγαιναν ροδάνι, να προφτάσουν να τούς ενημερώσουν για όσα συνέβαιναν έξω από το καταφύγιό τους.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... Εβραίοι.



Προσεισμική Ζάκυνθος, δρόμος για την Πόχαλη, βίλα   ΑΛΛΑ


Η ζωή έδειχνε βαλτωμένη. 
Από τη μια όλοι ξέραμε ότι ο πόλεμος δεν θα μπορούσε να διαρκέσει αιώνια. Τα νέα από τα διάφορα μέτωπα – έτσι όπως μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα από τους ελάχιστους που  ρίσκαραν την παράνομη κατοχή ραδιοφώνου - έμοιαζαν ενθαρρυντικά, μα η καθημερινότητα έμοιαζε στάσιμη. 
Είχαμε συνηθίσει να ζούμε με το χειρότερο ή αυτό που νομίζαμε χειρότερο. 
Έπρεπε να έλθει μια καινούργια εξέλιξη για να ταράξει την απάθεια.
Η είδηση διαδόθηκε σε πραγματικό χρόνο απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... πόλεμος.



Προσεισμική Ζάκυνθος, Ι. Μ.Προδρόμου


Η κήρυξη ενός πολέμου είναι μια συμφορά που χτυπάει αδιάκριτα.
Μα καθένας την βιώνει με την προσωπική του οπτική.
Όσο πιο ανώριμος είσαι τόσο πιο κοντόφθαλμη, τόσο πιο ευθυγραμμισμένη με το εγώ σου είναι η ματιά σου.
Κι εγώ ήμουν μια καλομαθημένη δεκαεξάχρονη κι όταν έσκασε ο κεραυνός-πόλεμος, εγώ άκουσα την  εξ ίσου εκκωφαντική ηχώ του -  θα φύγει για το μέτωπο, θα τον χάσω.
Ανέλπιστη ανακούφιση!  
Τη συνηθισμένη ώρα πέρασε από το σπίτι μας ντυμένος στο χακί.
Η αδελφή μου ήταν εκεί για να διχάζει τα συναισθήματά μου και να με προσγειώνει.
- Πώς γίνεται το αρχοντολόι  να υπηρετεί την πατρίδα από τα μετόπισθεν; 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... ο Διονύσης.



Προσεισμική Ζάκυνθος, Αγ. Λουκάς


Είχα γαλουχηθεί με τα όνειρα της οικογένειας για τον γάμο μου. 
Μόνο που τα δικά μου όνειρα είχαν προλάβει ν’ αποκτήσουν όνομα και μορφή. 
Ο Διονύσης! 
Μα ο Διονύσης δεν υπήρχε πια για μένα και κάθε φορά η θύμησή του γέμιζε τα μάτια μου με δάκρια. 
Δεν ήταν όμως έτσι  στο ξεκίνημα...
Τότε που και μόνη η σκέψη του μου έφερνε χτυποκάρδι κι έβαφε κόκκινα τα μάγουλά μου και φλόγιζε τον λογισμό μου και πυρπολούσε τον νου μου. 
Τότε που στην ιδέα πως θα τον αντικρίσω άρχιζαν να παίζουν μυστικές  μπάντες που με προσκαλούσαν να τραγουδήσω και να χορέψω. 
Τότε που ήταν η πρώτη σκέψη στο ξύπνημα και η τελευταία πριν κοιμηθώ και ο πιο ταχτικός επισκέπτης στα νυχτερινά μου όνειρα. 

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... παχιές αγελάδες.

Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατείες Αγ. Μάρκου και Αγ. Πάντων


Ο πατέρας είχε άλλα όνειρα για τις κόρες του, μας είχε μεγαλώσει με την φιλοδοξία να ξεφύγουμε από το χωριό και να ζήσουμε κυράδες στην Χώρα.
Γι αυτό άλλωστε είχε φροντίσει για την προίκα μας από τη μέρα που γεννηθήκαμε. 
Η λεχώνα μάνα μου αγωνιούσε πώς θα πάρει το μαντάτο της γέννησης δύο κοριτσιών ταυτόχρονα. 
Δίδυμες κόρες! 
Δυσβάσταχτο φορτίο! 
Μα ο πατέρας έδειχνε ξετρελαμένος στην ιδέα κι έταζε στη μαμή μεγάλο ρεγάλο αν έβαζε όλη της την τέχνη να μας αφαλοκόψει καλλιτεχνικά γιατί δεν θα ήθελε, αύριο, οι γαμπροί του να τον κατηγορήσουν γιατί πήραν γυναίκα με άσχημο αφαλό. 
Τόση έγνοια και για  την τελευταία λεπτομέρεια της εμφάνισής μας! 
Την χαρά του συμμεριζόταν και ο αδελφός του – ο θείος μου.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... το προξενιό.


Προσεισμική Ζάκυνθος. Ι.Μ. Παρθενώνας




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ


Με ξύπνησε το μαλακό άγγιγμα που μετακίνησε με προσοχή το χέρι μου. 
Ξαφνιάστηκα! 
Ενάμιση χρόνο τώρα όλο το μεγάλο κρεβάτι ήταν ολοδικό μου, είχα ξεχάσει πώς είναι να κοιμάσαι και να ξυπνάς με συντροφιά. 
Ο άντρας μου ήταν πάλι κοντά μου. 
Ακούγοντας τη ρυθμική αναπνοή του – αναπνοή κοιμισμένου - γύρισα από το άλλο πλευρό και έμεινα ακίνητη, προσπαθώντας να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο  και  ταράξω τον ύπνο του. Ένας Θεός μόνο ήξερε πόσο τον είχε ανάγκη. 
Εγώ, αντίθετα, ένιωθα μια ευεξία, μια ενεργητικότητα, μια ζωντάνια, μια διάθεση για δράση, έναν δυναμισμό λες και κάτι είχε συμβεί στο σώμα μου το προηγούμενο βράδυ, λες και κάτι είχε αλλάξει στην ψυχή μου μέσα στον ύπνο μου. Κάτι μέσα μου μ’ έσπρωχνε να πεταχτώ από το κρεβάτι, να ξεσηκώσω από την αρχή το σπίτι, να τινάξω τα στρώματα, να λιάσω και να αερίσω όλα τα σεντόνια του κομμού, να ξεσκονίσω όλα τα γυαλικά της σερβάντας, να ξαραχνιάσω κάθε γωνιά του ταβανιού.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... ανάξιος.


Προσεισμική Ζάκυνθος, Αγία Βαρβάρα Κήπων


Στο σπίτι μας στήθηκε εκ των ενόντων ένα τρικούβερτο γλέντι. Όλο το χωριό πέρασε από κει και ο καθένας έφερνε το κάτι τις του, έτσι που οι αδελφές μου πηγαινοέρχονταν με τους δίσκους της αφθονίας λες και βρισκόμαστε σε προπολεμικές εποχές. Ύστερα άρχισαν τα μαντολίνα να κελαηδάνε κι οι κιθάρες να χτυπάνε τα ακομπανιαμέντα και το τραγούδι ανέβηκε στα χείλη κι άναψε ο χορός. Κι οι γειτονοπούλες, που φλέρταρα πριν φύγω και τους είχα κλέψει κάποια βιαστικά φιλιά στο μισοσκόταδο, κολλούσαν το σώμα τους στο δικό μου με νόημα. Μα εγώ ήμουν γητεμένος και κανένα γυναικείο σώμα δεν ήταν ικανό να μου ανάψει πόθους κι ας ήμουν εικοσιοκτώ χρόνων.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... Μάντοβα.


Προσεισμική Ζάκυνθος, η Κυρία των Αγγέλων. Γιορτάζει σήμερα και μαζί της όλες οι Αγγελικές.





Τι στράβωσε;

Το υγρό κελί  που κοιμόμουν, το ψυχρό κλίμα της βόρειας Ιταλίας ή οι αντοχές μου που είχαν τη συνήθεια να με εγκαταλείπουν ακριβώς τη στιγμή που άγγιζα τη σωτηρία; Η πνευμονία με βρήκε μες στο κατακαλόκαιρο. Ο πυρετός εμφανιζόταν με ρίγη και κάθε φορά που ανέβαινε στα ύψη - με το θερμόμετρο, ανύπαρκτη πολυτέλεια – με κυρίευε, ένας πανομοιότυπος εφιάλτης. 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... Μόντενα.


Προσεισμική Ζάκυνθος, σχολή Ιησουιτών


29 Φλεβάρη του δίσεκτου ’44 έφτασαν οι γερμανικές αρχές. Χωρίς εξήγηση ξεκίνησε η γνώριμη διαδικασία. Καμιόνια, τρένο και ξανά καμιόνια. Η αίσθηση προσανατολισμού χαμένη μέσα στα κλειστά βαγόνια, φαινόταν όμως λογικό ότι πηγαίναμε βόρεια όπου άντεχε ακόμα το φασιστικό καθεστώς. Πόσο βόρεια όμως; Θα περνούσαμε τα σύνορα;  Στο φως της μέρας αντικρίσαμε  την πύλη του στρατοπέδου Φόσσολι στην περιοχή της Μόντενα. 
Ευλογία Θεού! 
Το στρατόπεδο ήταν Ιταλικό! 
Μέσα συναντήσαμε κάθε καρυδιάς καρύδι. Καμιά πεντακοσαριά οικογένειες από τη Λιβύη με μικρά  παιδιά, πολλά νεογέννητα κι άλλα που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί μέσα, Ιταλοί αντιφασίστες από διάφορες κοινωνικές τάξεις, οικογένειες Εβραίων, ποινικοί κατάδικοι που δεν χωρούσαν στις φυλακές ( δυο-τρεις πνευματικά καθυστερημένοι),  μια Ελληνίδα, δύο Γιουγκοσλάβοι, μια Ρωσίδα… Είχαμε συμβιώσει και στο Μπάρι μ’ ένα ετερόκλητο πλήθος, αλλά εκεί είμαστε όλοι στρατιώτες, πειθαρχημένοι, οργανωτικοί, εκπαιδευμένοι στην ομαδική ζωή και όχι μπουλούκι με τέτοια ανομοιογενή σύνθεση. Αποτέλεσμα: οι κοινόχρηστοι χώροι ρυπαροί σε βαθμό αηδίας, πλήρης αδιαφορία ακόμα και για στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, αποχωρητήρια διάσπαρτα από ακαθαρσίες. Όσοι άντεχαν αντιμετώπισαν την κατάσταση με δηλητηριώδες  χιούμορ. Κάποιος βιάστηκε να κρεμάσει μια επιγραφή στα ιταλικά: « στοχεύετε στην τρύπα».

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... Τοσκάνη.




Προσεισμική Ζάκυνθος,Μονή Υπεραγάθου


Τέσσερις μήνες κατάφορτοι από  εμπειρίες πέρασαν έτσι. 
Αλλά, εξ ορισμού, η παραμονή σε στρατόπεδο διερχομένων έχει ημερομηνία λήξης. Αρχές Ιουνίου του ’43, ταξιδέψαμε με ηλεκτροκίνητο, παρακαλώ, τρένο – στα βαγόνια εμπορευμάτων, εννοείται – που μας μετέφερε στο μικρό χωριό Πόππι στην περιοχή της Τοσκάνης. Από κει θα περπατούσαμε στην εξοχή για δύο περίπου χιλιόμετρα μέχρι να συναντήσουμε τον τόπο της νέας μας διαμονής. 
Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι αντικρίζοντας την φρουρά που θα μας συνόδευε. Με μια δόση υπερβολής θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι υπερτερούσαν αριθμητικά και σχημάτισαν ένα προστατευτικό Π περιφρουρώντας τις στοιχισμένες γραμμές μας. Μόνο όταν διακριναμε την περιέργεια στα βλέμματα των κατοίκων του χωριού, που είχαν προβάλλει στα παράθυρα και μας επεξεργάζονταν σαν εξωπραγματικά όντα, μόνο τότε καταλάβαμε τι είχε συμβεί κι αρχίσαμε να κρυφογελάμε νευρικά και να φουσκώνουμε από περηφάνια και να ψηλώνουμε με καμάρι για να δικαιώσουμε τις προσδοκίες τους. 
Η φήμες για τα κατορθώματά μας, μετά το φιάσκο της Αλβανίας, είχαν δώσει στους Έλληνες αξιωματικούς μυθικές διαστάσεις. Φαίνονταν να μας θεωρούν υπεράνθρωπους ικανούς για το ακατόρθωτο κι έτσι εξηγούνταν οι υπερβολικές προφυλάξεις στη φρούρησή μας που καταντούσαν γελοίες μια και ούτε είχε περάσει από το μυαλό μας η ιδέα να δραπετεύσουμε - να πάμε που;  Η όλη κατάσταση, όμως, ανέβασε το ηθικό , χαλάρωσε την διάθεση  και μας έκανε να βαδίζουμε απολαμβάνοντας το μαγευτικό πράσινο τοπίο που ξετυλιγόταν, λες κι ο πόλεμος μαζί με όλα τα δεινά του ήταν πολύ μακριά. Στο τέλος του δρόμου μας περίμενε το κερασάκι: η ακατοίκητη βίλα που θα αποτελούσε το κατάλυμά μας για τους έξι επόμενους μήνες.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... αιχμάλωτος.


Προσεισμική Ζάκυνθος, πύργος  Αγ. Γιώργη των γκρεμνών


Είμαστε ζωντανοί. 
Είμαστε τυχεροί και η υπόθεση εξελισσόταν καλύτερα από τις προσδοκίες μας.


Στρατόπεδο διερχομένων αιχμαλώτων πολέμου έγραφε η πινακίδα στην πύλη που μας άδειασαν τα καμιόνια.  
Από την ιδιότητα του ομήρου στην ιδιότητα του αιχμαλώτου! 
Αρκούν στοιχειώδεις στρατιωτικές γνώσεις για να ξέρεις πως τη λειτουργία των στρατοπέδων αιχμαλώτων διέπουν  διεθνείς κανονισμοί και, κατά τεκμήριο,  η ζωή μας ήταν  ασφαλής. Κι αυτή την ανακουφιστική είδηση μπορούσαμε πια να  μεταβιβάσουμε στην πατρίδα αφού μετά από δυο μήνες είχαμε επιτέλους σταθερή διαμονή και υπηρεσίες ταχυδρομείου. Όπως το  είχαμε υποψιαστεί, φήμες για το ναυάγιο είχαν φτάσει στο νησί, διαστρεβλωμένες προς το χειρότερο από τους διαδοχικούς πομποδέκτες, και οι δικοί μας ζούσαν με την αβεβαιότητα. 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... η διάσωση.

Σύγχρονη Ζάκυνθος


Στο πρώτο φως της ημέρας τα είδαμε! 
Δύο ναυαγοσωστικά έρχονταν προς το μέρος μας.
Τελικά το πλοίο είχε προλάβει να εκπέμψει σήμα κινδύνου.
Ένας ναύτης  έριξε μια κόκκινη φωτοβολίδα. 
Απάντησαν με τον ίδιο τρόπο. 
Μας είχαν εντοπίσει! 
Θέλαμε να χοροπηδήσουμε, ν' αγκαλιαστούμε, να χορέψουμε, να πανηγυρίσουμε, η λογική όμως μάς κρατούσε καθηλωμένους – όχι και να βρεθούμε στο νερό τώρα που η ελπίδα άγγιζε την πραγματικότητα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρεθήκαμε, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, να πίνουμε ζεστό καφέ στο μηχανοστάσιο του πλοίου. 
Ευτυχία! 
Μια λέξη που χρησιμοποιούμε και για μικρότερης έντασης συναισθήματα.
Μα αν έχεις έλθει φάτσα με φάτσα με το θάνατο, μόνο τότε μπορείς να την γευτείς απόλυτα και ολοκληρωτικά.    
Σε τέτοιες στιγμές η ανθρώπινη επαφή παίρνει άλλη διάσταση. Πώς να περιγράψουν οι λέξεις την  θέρμη του σφιχταγκαλιάσματος με τους συντρόφους; Αφήναμε τη γλώσσα του σώματος να πει όλα εκείνα που η γλώσσα του στόματος δυσκολευόταν να αρθρώσει.
-Γιατρέ μου… 
-Γλυτώσαμε, δάσκαλε!

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... η επιβίωση.


Προσεισμική Ζάκυνθος, η  Πικριδιώτισσα κάτω από το Κάστρο

Πού βρίσκονταν κρυμμένες αυτές οι εφεδρικές δυνάμεις; 
Οι απλωτές φτάνουν πιο μακριά, τα πόδια χτυπούν πιο δυνατά, οι ώμοι ξεκολλάνε  με ορμή από το στέρνο. 
Η απόσταση  όλο και λιγοστεύει… απλώνω το χέρι… σχεδόν αγγίζω τη σχεδία… βλέπω το κόκκινο σωσίβιο να σκαρφαλώνει … ο ήλιος σκοτεινιάζει… σκοτάδι βαθύ. 
Οι δυνάμεις μου με είχαν προδώσει την ύστατη, την πιο κρίσιμη  στιγμή. 
Πόνος! 
Το κόκκινο σωσίβιο αποκτάει πρόσωπο....και παλάμες που με χαστουκίζουν... και μάτια που με κοιτάζουν με αγωνία... και μπράτσα που ανέβασαν το άψυχο κορμί μου - ένα σακί γεμάτο μολύβι -- έχοντας καταβάλλει άνιση προσπάθεια, έχοντας σπαταλήσει  δυνάμεις που δεν περίσσευαν, έχοντας βάλει σε κίνδυνο  την ασταθή ισορροπία της σχεδίας. Αν ζω σήμερα, το χρωστάω στον αλτρουισμό ενός εχθρού και αντίπαλου στον άτυπο αγώνα ταχύτητας ταυτόχρονα. Προσπάθησα να κάνω το νεύμα ευχαριστίας τόσο εύγλωττο ώστε  να εκφράσει, στην παγκόσμια γλώσσα του σώματος,  την ευγνωμοσύνη που με πλημμύρισε. 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... ναυαγός.





Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατεία Αγίων Πάντων

Είκοσι Ιανουαρίου απόγευμα στο λιμάνι της Πάτρας μας περίμενε το μοιραίο πλοίο.  Ένα τεράστιο, ολοκαίνουργιο ντιζελόπλοιο  - επιβατηγό προπολεμικά - εξοπλισμένο πια για τις ανάγκες του πολέμου. Κάθε ένας που άκουγε το όνομά του ανέβαινε τη σκάλα, στο πάνω μέρος της οποίας ένας Ιταλός ναύτης τον εφοδίαζε μ’ ένα ογκώδες χακί σωσίβιο με την εντολή να το φοράει σ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Βλέπεις, ήταν η περίοδος που ο υποβρυχιακός πόλεμος είχε ενταθεί και το στενό του Οτράντο χαρακτηριζόταν ο τάφος του ιταλικού στόλου.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... περιπλανώμενοι.







Προσεισμική Ζάκυνθος, άποψη της πόλης από τον κόκκινο βράχο


Εκείνη η μακριά νύχτα – 12 Δεκεμβρίου του ’42 -  δεν θα φύγει ποτέ από τη θύμησή μου, όσα χρόνια μου μέλλεται να ζήσω. Εικοσιπέντε νέοι άντρες, θύματα της αγριότητας του πολέμου, την περάσαμε άυπνοι, κλειδωμένοι στη μεγάλη αίθουσα του μεγάρου της διοίκησης. Ήταν η πρώτη  στη μακριά σειρά από νύχτες αγρύπνιας που θα ακολουθούσαν εξ αιτίας της ανασφάλειας, του φόβου ή των απελπιστικά άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Δεν έλεγε να ξημερώσει – είμαστε βλέπεις κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο όταν οι νύχτες είναι αντικειμενικά ατέλειωτες. Πόσω μάλλον…

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... όμηρος.



Προσεισμική Ζάκυνθος, ο Άγιος Διονύσιος


Αιώνες νομίζω πως με χωρίζουν από κείνο το βροχερό πρωινό του Δεκέμβρη του ’42 ! 
Το μαντάτο με βρήκε στο σχολείο. Ο Σπύρος ήλθε τρέχοντας με το ποδήλατο να μού το προφτάσει. Με καλούσαν να παρουσιαστώ άμεσα στην Καραμπινιερία. Μια τέτοια πρόσκληση δεν ήταν καλό μαντάτο. Μα πάλι, τι μπορούσαν να μού προσάψουν; Είχα πάρει πολύ νωρίς τα μέτρα μου. Τις κυνηγετικές μας καραμπίνες – τη δική μου και του πατέρα - τις είχα κρύψει πολύ προσεχτικά πριν καν δοθεί εντολή από τους Ιταλούς να παραδώσουμε κάθε είδους όπλο που είχαμε στην κατοχή μας. Έχτισα με τούβλα  μια εσοχή του τοίχου και σοβάντισα προσεκτικά, έτσι που μάτι ανθρώπου να μην μπορεί να διακρίνει την παρέμβαση, όσο παρατηρητικό ή εξασκημένο κι αν ήταν. Τη στολή του αξιωματικού τη μοίρασα σε κομμάτια που καταχώνιασαν οι αδελφές μου στα μπαούλα με τα προικιά τους. Άψογα σιδερωμένη και διπλωμένη, να μην πιάνει πολύ χώρο, παραχώθηκε ανάμεσα σε χοντρές κουβέρτες και κολλαρισμένα τραπεζομάντηλα, παρέα με βαριά υφαντά και βαμβακερά μεσοφόρια. 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... η Κλάρα


Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατεία Αγίου Μάρκου



ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΔΕΎΤΕΡΟ


Ξύπνησα με την ανείπωτη εκείνη αίσθηση, ανθρώπου που έχει απολαύσει έναν χορταστικό ύπνο. Έναν ύπνο χωρίς διακοπές, χωρίς όνειρα, έναν ύπνο που συνορεύει με τον θάνατο, χωρίς όμως την εφιαλτική αιωνιότητα εκείνου. Τα μέλη, βαριά, αρνούνταν να συμμετάσχουν στην διαδικασία εγρήγορσης και εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητα, αποχαυνωμένα. Οι αισθήσεις αφυπνίζονταν αργά και διαδοχικά. Άκουσα γνώριμους ήχους από την πλατεία με τους φοίνικες. Τα σπουργίτια είχαν κι όλας πιάσει μεροκάματο και χαλούσαν τον κόσμο με τα τιτιβίσματά τους. Μισάνοιξα τα μάτια – το πρωινό φως έμπαινε απαλό από τις γρίλιες, μα ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα. Αισθάνθηκα στο στήθος μου το πολύτιμο βάρος του χεριού της. Το μετατόπισα απαλά, να απαλλαγώ από το τρυφερό αγκάλιασμα που είχε κρατήσει όλη τη νύχτα. Αναστέναξε και γύρισε από το άλλο πλευρό. Τεντώθηκα προσεκτικά - δεν ήθελα να ταράξω τον ήρεμο ύπνο της. Το μυαλό μου ξύπνησε τελευταίο και – σαν να μην είχε μεσολαβήσει μια ολόκληρη νύχτα – με οδήγησε στην λέξη με την οποία είχα αποκοιμηθεί: «ειρήνη».

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... το αντάμωμα.








Προσεισμική Ζάκυνθος, το θέατρο στην πλατεία Σολωμού




Η γυναίκα τον περίμενε στο λιμάνι μαζί με το παιδί.
Οι δυο τους έμοιαζαν σαν καρτ-ποστάλ ενός αλλοτινού καιρού


Το καράβι έδενε σχοινιά, όταν τον είδε. Σήκωσε το χέρι σε μια κίνηση χαιρετισμού που ξεκίνησε παρορμητική αλλά ολοκληρώθηκε συγκρατημένη – οπωσδήποτε χαριτωμένη. Εκείνος  κατέβηκε τη σκάλα, πάτησε τη στεριά και προχώρησε προς το μέρος τους. Ακούμπησε το στρατιωτικό του σάκο στο έδαφος, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο. H μικρή κοινωνία  θα κουτσομπόλευε μια πιο θερμή περίπτυξη σε δημόσιο χώρο.
-Καλώς ήλθες.
-Καλώς σας βρήκα.
Έσκυψε να φιλήσει το παιδί. Εκείνο φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από το φουστάνι της. Ο άντρας δεν φορούσε περικεφαλαία, είχε όμως επάνω του τη μυρωδιά του πολέμου. Και τα τρίχρονα αγόρια από την εποχή του Ομήρου απεχθάνονται αυτή τη μυρωδιά. Τώρα, το πώς μόλις πατήσουν τα πέντε  σαγηνεύονται από το παιχνίδι του πολέμου – μια γοητεία από την οποία δεν αποδεσμεύονται σ’ όλη τους τη ζωή – αυτό είναι από τα ανεξιχνίαστα.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... οι πρωταγωνιστές.





Προσεισμική Ζάκυνθος, το λιμάνι




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ


Οι άνθρωποι έχουν πάντα μυστικά,
κάποτε και αυχενικά.

Ο νέος άντρας, με το διακριτικό αστέρι του ανθυπολοχαγού στη στολή, έφτασε στο νησί με το καράβι της γραμμής λίγο πριν σουρουπώσει. 
Επέστρεφε από το μέτωπο του εμφυλίου. 
Ήταν Μάρτης του ’50.

Είχαν περάσει κάτι λιγότερο από δύο χρόνια από την ημέρα που έφευγε, με το ίδιο καράβι, σφίγγοντας στο χέρι  την ειδοποίηση κατάταξης . Το Ελληνικό κράτος τον καλούσε από την εφεδρεία να στελεχώσει τις τάξεις του επίσημου στρατού. Έκαστος εφ’ ώ ετάχθη. Η τύχη τα ’φερε να είναι από εκείνους που υλοποίησαν το σχέδιο «Πυρσός» με το οποίο εκπορθήθηκαν  τα οχυρά του Γράμμου  δίνοντας έτσι τέλος στον πόλεμο. Και την άλλη μέρα, 30 Αυγούστου του ’49, ήταν ανάμεσα στους παρατεταγμένους αξιωματικούς και στρατιώτες που παρουσίασαν όπλα ενώπιον του βασιλιά Παύλου και του αμερικανού στρατηγού  Βαν Φλιτ που επιθεώρησαν – ως νικητές - το στράτευμα.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Σκίτσο





Δωμάτιο Μέι Γουέστ
Μουσείο Νταλί, Φιγκέρες
Το ξεχώρισε αμέσως κι ας ήταν καταχωνιασμένο ανάμεσα σε ένα πλήθος από ετερόκλητα, σκονισμένα αντικείμενα στοιβαγμένα άτακτα μέσα σε μια υπόγεια αποθήκη: ένα ηλιακό ρολόι δίπλα σε κεφαλή νεανία - αντίγραφο αρχαιοελληνικού αγάλματος - ένα πολύχρωμο πουφ και πάνω του  μια προσωπογραφία του Γαλιλαίου, μια αφίσα με το μελαχρινό πρόσωπο μιας ιθαγενούς της Πολυνησίας από πίνακα του Γκωγκέν κοντά στο χαρακτικό με την εικόνα του Παυσανία, μια ταριχευμένη αλεπού στη βάση ενός επιτύμβιου ανάγλυφου από τον Κεραμεικό, η διαφημιστική αφίσα ενός ατμόπλοιου των αρχών του 19ου αιώνα πάνω από ένα πορτραίτο του Στραβίνσκι…

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Στο πανηγύρι

Το οδοιπορικό αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 219 του περιοδικού: "ΚΟΡΦΈΣ"



Στην Ελλάδα του 2011…
Στην Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης, της επαπειλούμενης πτώχευσης…
Στην Ελλάδα της κρίσης, της μιζέριας, της ασφυξίας, της αγανάκτησης…
Κάποιοι αντιστέκονται.
Κάποιοι επιμένουν.
Επιμένουν ελληνικά.
Επιμένουν παραδοσιακά.
Επιμένουν όχι ν’ αναβιώνουν μια γιορτή σαν είδος μουσειακό ή φολκλορικό ή πολύ περισσότερο τουριστικό.
Επιμένουν να βιώνουν ένα πανηγύρι όπως το βίωσαν μαζί με την προηγούμενη γενιά , που κι αυτή το κληρονόμησε από την προηγούμενη…  και που η διαδοχή χάνεται στο βάθος των χρόνων.

Ο ντόπιος οδηγός μας, ο Μανώλης, ήταν κατηγορηματικός: « δεν θα έχετε γνωρίσει το νησί και τους ανθρώπους του αν δεν έλθετε στο πανηγύρι του Αϊ- Γιάννη. Φροντίστε μόνο  να είστε διακριτικοί.  Οι επισκέπτες είναι καλοδεχούμενοι όσο σέβονται τους τοπικούς κώδικες επικοινωνίας. Ο πατέρας, που καμαρώνει γιατί η κόρη του θα χορέψει ντυμένη με την παραδοσιακή γιορτινή φορεσιά, έχει αυξημένες ευαισθησίες. Έχω δει να πετάνε δημοσιογράφους σηκωτούς μαζί με τις κάμερές τους.»

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Το μόνον της ζωής του συλλαλητήριον



Τι λαός!
Χρειάστηκε να νιώσουμε στο πετσί μας κάτι παραπάνω από ένα χρόνο τους όρους του μνημονίου…
Χρειάστηκε να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας με καινούργιες λέξεις: τρόικα, διεθνές νομισματικό ταμείο, ευρωπαϊκή τράπεζα, οίκοι αξιολόγησης…
Λέξεις που τις αναλύσαμε διεξοδικά - σχεδόν τις διηθήσαμε - ξαπλωμένοι αναπαυτικά σε πολυθρόνες μπαμπού, ρουφώντας ηδονικά  φρεντοτσίνο, στις ανά την χώρα καφετέριες…
Χρειάστηκε να βρεθούμε μπροστά στο πιεστικό δίλημμα: επιστροφή στη δραχμή ή παραμονή στην ευρωζώνη; Για το οποίο διαφωνήσαμε μέχρις εσχάτων τσουγκρίζοντας ποτήρια  παγωμένης μπύρας – εισαγωγής κατά προτίμηση…
Χρειάστηκε, πάνω απ’ όλα, να μάς θίξουν το εθνικό συλλογικό φιλότιμο οι εξυπνάκηδες Ισπανοί μ’ εκείνο το ευφυολόγημα: « μην κάνετε φασαρία, θα ξυπνήσουν οι Έλληνες!»

Για μένα το είπες, ρε, αυτό; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θέλεις να σού θυμίσω τις επαναστατικές μου περγαμηνές; 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όνειρο


Ακρογιαλιά στο Πήλιο
Είχαν καβγαδίσει πάλι.
Όχι πως ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο.
Κάποιο διαβολάκι μέσα της έβρισκε ευχαρίστηση να τον τσιγκλάει, κι εκείνος πάλι  τα έπαιρνε όλα πολύ στα σοβαρά, θύμωνε, αντιδρούσε χολωμένα και κάποτε γινόταν βίαιος.
Παιδιαρίσματα!
Η λογική τούς προειδοποιούσε ότι τέτοια συμπεριφορά δεν ταιριάζει σε ενήλικες.

Μα…

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Τα τρία τηλεφωνήματα που ποτέ δεν έγιναν τέσσερα

Το τηλέφωνο χτύπησε. 
Και  δεν ήταν για καλό. 
Μέσα  από πολλές παύσεις κι αναφιλητά, ξέπνοη η μάνα κατάφερε να την πληροφορήσει ότι ο πατέρας είχε γλιστρήσει από την ελιά, που ανέβηκε να ραβδίσει, κι είχε χτυπήσει άσχημα. 
Η μανούλα της – η κυρά Λένη με τ’ όνομα - ήταν από τις γυναίκες εκείνες που είχε στο νου του ο Μάνος Ελευθερίου όταν έγραφε:



            Το σεργιάνι μας στον κόσμο
           Ήταν δέκα μέτρα γης.
           Όσο πιάνει ένα σπίτι
           Και ο τοίχος μιας αυλής.


Κυρά κι αφέντρα στο σπιτικό τους, κουμαντάριζε με αγαθή πονηριά τον άντρα της, έραβε ρούχα για τις δυο κόρες της – να πηγαίνουν  καλοντυμένες στην εκκλησιά, να τις καμαρώνει το χωριό – και περηφανευόταν ότι η αυλή της είχε τις ομορφότερες βιολέτες του χωριού  που η ίδια διασταύρωνε με τέχνη, υπομονή και φαντασία.
Πέρα όμως από τον μαντρότοιχο της αυλής τους ένιωθε αμήχανη, σαν ψάρι που ξενέρισε. Ο έξω κόσμος, της φαινόταν πολύ σκληρός για να τον αντιμετωπίσει. Ούτε λόγος πως θα μπορούσε να πάει στην Χώρα, στο νοσοκομείο, να συνεννοηθεί με τους σπουδαίους γιατρούς που μιλάνε εκείνη  την περίεργη γλώσσα. Μόνο με την Παναγιά μπορούσε να κουβεντιάζει, γιατί εκείνη δεν είναι σπουδαγμένη και καταλαβαίνει την γλώσσα των απλών. 
Είχε εμπιστοσύνη στη μάνα του Χριστού αλλά μέσα της δούλευε και το: « Άγιε Νικόλα βόηθα με, κούνα κι εσύ τα χέρια σου». Θα ησύχαζε μόνο όταν η μεγάλη κόρη της, που – δεν μπορεί – θα εμφανιζόταν από στιγμή σε  στιγμή σαν σίφουνας, ν’ ανασκουμπώσει τα μανίκια με τον δυναμισμό της , να ξορκίσει  το κακό με την  αισιοδοξία της, να βάλει τα πράγματα σε τάξη με την καπατσοσύνη  της, να σηκώσει το βάρος στους λεπτοκαμωμένους ώμους της, να φέρει πίσω τον ξεροκέφαλο άντρα της γερό και δυνατό, μα μ’ ένα κουκούτσι μυαλό παραπάνω, να μην ξανακάνει κουτουράδες θαρρώντας πως είναι ακόμα τζόβενο.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Στο Χριστό, στο Kάστρο

Το οδοιπορικό αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 214 του περιοδικού: "ΚΟΡΦΕΣ"


Το κάστρο της Σκιάθου




Είχα ξενυχτήσει διαβάζοντας το διήγημα του Παπαδιαμάντη την παραμονή. Αυτό θα ’φταιγε που επέμενα στους παραλληλισμούς.
Κι ας το ’βλεπα πως είμαστε ολότελα διαφορετικοί από τους λογοτεχνικούς ταξιδιώτες -τόσο στο χρόνο όσο στις συνθήκες.
Τίποτα δεν κάναμε όπως εκείνοι. Πήραμε τη δύσκολη διαδρομή από επιλογή όχι από λάθος.
Δεν χρησιμοποιήσαμε βάρκα μα ούτε αυτοκίνητο. Πεζοπορώντας θα φτάναμε στο Κάστρο ξεκινώντας από τη Χώρα.(«Γνωριμία με τα παλιά μονοπάτια της Σκιάθου», έγραφε το πρόγραμμα της ορειβατικής μας εξόρμησης.)
Δεν ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ήταν μια από κείνες τις ατέλειωτες μέρες του μεσοκαλόκαιρου που λες κι ο ήλιος κουράστηκε, ξεχάστηκε κι έχασε το δρόμο προς τη Δύση.
Δεν είχαμε ν’ αντιπαλέψουμε με τον χιονιά ούτε με τη μάνητα του ανέμου. Οι ακτίνες του ήλιου ήταν ο αντίπαλος. Κατακούτελα μας χτυπούσαν κοροϊδεύοντας τον αντηλιακό εξοπλισμό μας.
Δεν είχαμε τυλιχτεί με γούνες και σάλια, μάλλινες καμιζόλες και νιτσεράδες. Φορούσαμε καπέλα της ερήμου και μακρυμάνικα πουκάμισα, μαντήλια στον λαιμό, κορδέλες στο μέτωπο, για τον ιδρώτα, και αντηλιακές κρέμες.
Τα σακίδιά μας δεν ήταν παραφουσκωμένα με αυγά και λειτουργιές, ελιές και κρέας σαλάδο. Είχαμε μόνο ξηρούς καρπούς κι αποξηραμένα φρούτα.
Δεν μεταφέραμε κρασί και ρακή μέσα σε φλάσκες. Τα παγούρια μας ήταν γεμάτα δροσερό νερό.
Μα πάνω απ’ όλα δεν είμαστε ευλαβείς προσκυνητές ούτε αλτρουιστές διασώστες. Φυσιολάτρες οδοιπόροι είμαστε –ίσως παράπλευρα μας γοήτευε η ιδέα ενός πνευματικού προσκυνήματος στα μέρη που είχαμε γνωρίσει μέσα από τις σελίδες ενός διηγήματος.
(Τυχεροί οι τόποι που στοίχειωσε η τέχνη! Με μιας μεταμορφώθηκαν σε μέρη ονειρικά που αποτυπώθηκαν ως εικόνες στο νου –κάθε αποδέκτης και μια διαφορετική εκδοχή. Κι όταν φτάνει η μαγική στιγμή που η φαντασία συναντιέται με την πραγματικότητα, εκρήξεις από πυροτεχνήματα λούζουν το τοπίο που γίνεται εξωπραγματικό. Η Σκιάθος υπήρξε το σκηνικό για τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη και αυτόματα κάθε εκκλησάκι, κάθε ακρογιαλιά, κάθε σπηλιά απόκτησε ξεχωριστή συναισθηματική φόρτιση. Όποιος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται παρακολουθώντας την έκβαση της αντιδικίας μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης για το ποια θα τιμωρήσει τη φόνισσα, πώς θα μπορούσε να σταθεί αδιάφορος μπροστά στον γκρεμό του αγίου Σώζοντος; Αυτός δεν είναι ένας τυχαίος γκρεμός· η προσωποποίηση της ανατριχίλας είναι! Τι θα ήταν η Σκιάθος χωρίς τον Παπαδιαμάντη; Ό,τι θα ήταν η Αγία Πετρούπολη χωρίς τον Ντοστογιέφσκι. Τι θα ήταν η Νέα Υόρκη αν δεν είχε μπει στα πλάνα του Γούντι Άλεν; Ό,τι θα ήταν η Αρλ αν δεν την είχε ζωγραφίσει η θεϊκή τρέλα του Βαν Γκογκ.)
Αρχηγός και εμψυχωτής μας δεν ήταν ο παπά-Φραγκούλης μα, παραδόξως, ένας Γερμανός, ο Όρτζβιν.
«Όνομα γλωσσοδέτης», μονολόγησα όταν μας συστήθηκε.
«Δυσκολεύει και τους Γερμανούς», απάντησε σε άψογα ελληνικά με γερμανική προφορά, «είναι, βλέπεις, Σκανδιναβικό.»
Ο Όρτζβιν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Σκιάθο δεκατέσσερα χρόνια πριν. Την ερωτεύτηκε, πούλησε τα υπάρχοντα του κι εγκαταστάθηκε στο νησί. Φυσικά και δεν θα έμενε άπραγος τουρίστας. Ονειρεύτηκε ν’ ανοίξει τα παλιά μονοπάτια του νησιού που, έχοντας μείνει μισόν αιώνα αχρησιμοποίητα, είχαν γίνει ρουμάνια. Αναζήτησε και βρήκε τους γέρους Σκιαθίτες που είχαν διατηρήσει μνήμες από το πυκνό δίκτυο μονοπατιών που εξυπηρετούσε το νησί όταν οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και οι μεταφορές με ζώα. Χρειάστηκε να ξελογγιάσει τα ρουμάνια με προσωπική δουλειά και δαπάνη. Με γερμανική μεθοδικότητα και ελληνική έμπνευση. Είμαστε συνηθισμένοι να περπατάμε σε μονοπάτια μα εδώ εντυπωσιαστήκαμε. Ξεκάθαρη σηματοδότηση, καθαρή οριοθέτηση, υποβοηθητικές παρεμβάσεις αρμονικά δεμένες με το περιβάλλον. Με μάτια δεμένα θα μπορούσες να τ’ ακολουθήσεις.
Τελικά και η πεζοπορία θέλει τον Γερμανό της!
Το ξεκίνημα ήταν για τις εφτά το πρωί. Εμείς είχαμε στο νου το ακαδημαϊκό τέταρτο -τουλάχιστον- μα ο Όρτζβιν βιαζόταν να προλάβουμε να μπούμε στο δάσος να μη μας βρει η ζέστη. Δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Στις είκοσι Ιουνίου ο ήλιος είναι ήδη ψηλά στις εφτά. Μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε δεκάξι. Όπως ακριβώς κι εκείνοι. Και να ’θελα, πώς ν’ αποφύγω τις συγκρίσεις;
Το ανηφορικό μονοπάτι θύμιζε Πήλιο. Κουμαριές και σκίνα, πυξάρια και πουρνάρια, δάφνες και μυρτιές, χαρουπιές και αγριελιές, ρείκια και φρύγανα, κουτσου-πιές και αγριοφυστικιές. Α, αυτή η ατέλειωτη ποικιλία της μεσογειακής βλάστησης! Αρώματα εξαίσια ελευθερώνονταν καθώς, αλιφασκιές και ανθισμένη ρίγανη, άγρια μέντα και θυμάρι, θρούμπι και μυρτιές, συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες μας. Η ελληνική φύση σε μεγάλη έμπνευση!
Συναντήσαμε το πρώτο εκκλησάκι και σταθήκαμε να προσκυνήσουμε. Η διαδικασία μύησης είχε αρχίσει.
Ύστερα μπήκαμε στο πλατανόδασος. Τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο, τόσο δροσερό, τόσο εκτεταμένο που δύσκολα πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε νησί. Τα φρέσκα φύλλα των αιωνόβιων πλατάνων σχημάτιζαν προστατευτική ασπίδα που κρατούσε μακριά τις πυρωμένες ακτίνες και μας χάριζαν ανάσες δροσιάς.
Βγάλαμε τα καπέλα. Θα ήταν άχρηστα για αρκετή ώρα. Το ρέμα κυλούσε δίπλα μας, τεμπέλικα, χωρίς ορμή.
Περάσαμε από τα ερείπια του παλιού ελαιοτριβείου.
Σταματήσαμε στην πηγή.
Ξαναβγήκαμε στο γυμνό.
Πατήσαμε στη μαλακωσιά της χλόης του λιβαδιού.
Κάναμε μικρή παράκαμψη για ν’ ανεβούμε στον Μύτικα, την πιο ψηλή κορυφή του νησιού. Από δω βλέπαμε τις ακρογιαλιές και τα χωριά του Πηλίου απέναντι, την Εύβοια πίσω, τη Σκόπελο δίπλα, την Αλόννησο παραδίπλα, τις βραχονησίδες ολοτρόγυρα. Η θάλασσα ανάμεσα στραφτάλιζε. Ένας ζωντανός γεωφυσικός χάρτης σε κλίμακα ένα προς ένα.
Από κει και πέρα μπήκαμε στην τελική ευθεία για το Κάστρο. Ο βράχος εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας απαράλλαχτος όπως τον είχαμε φανταστεί από τις λεπτομερείς περιγραφές του Παπαδιαμάντη –γροθιά της ξηράς προς την θάλασσα. Τι είναι 150 χρόνια για ένα βράχο;
Φτάσαμε στον πλακόστρωτο δρόμο.
Κοιτάξαμε τα δύο μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά μας: το ένα ανηφορικό με ψηλά ασβεστωμένα σκαλοπάτια οδηγούσε στην καστρόπορτα, το άλλο κατηφορικό, χωμάτινο, κατέβαινε στον μικρό γιαλό. Το δίλημμα του Ηρακλή. Ρίξαμε μια ματιά στον ήλιο που μεσουρανούσε, μετρήσαμε τις δυνάμεις μας, βάλαμε μια στρώση ακόμα αντηλιακό. Η θάλασσα μπορούσε να περιμένει.
Φτάνοντας στη σιδερένια πύλη δεν αντήχησε ο τριγμός των εσκουριασμένων στροφέων. Έχουν άλλωστε από χρόνια πάψει να λειτουργούν.
Δεν ήταν μεσάνυχτα αλλά καταμεσήμερο.
Δεν ήμαστε μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσα και λευκοί από το χιόνι. Είμαστε κατακόκκινοι, λαχανιασμένοι, κατάκοποι, κάθιδροι.
Δεν αλλάξαμε τα βρεγμένα από την θάλασσα και το χιόνι ρούχα με άλλα ζεστά, αντικαταστήσαμε όμως τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια με άλλα στεγνά.
Δεν ήρθε κανείς να μας προϋπαντήσει, δεν υπήρχαν βοσκοί με το κοπάδι τους, ούτε εγκλωβισμένοι που θα μας κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη. Φθάνοντας όμως στον σκιερό περίβολο του ναού, μας πήρε μια μυρωδιά. Δεν είμαστε μόνοι. Οι επισκέπτες είχαν έλθει, με αυτοκίνητο, είχαν ανάψει φωτιά δίπλα στη βρύση κι έβραζαν κρίταμα που είχαν μόλις πριν λίγο μαζέψει από την παραλία. Καθίσαμε μαζί τους στα ξύλινα παγκάκια να ξαποστάσουμε. Μας πρόσφεραν τα ποτισμένα από τη θαλασσινή αλμύρα χορταρικά, ανταλλάξαμε εντυπώσεις για το νησί και τραβήξαμε για την εκκλησία.
Κατεβαίνοντας τα τρία ασβεστωμένα σκαλάκια της εισόδου, παρασύρθηκα από τη συγκίνηση. Δεν είναι μόνο το ταξίδι, Αλεξανδρινέ, είναι και η κατάκτηση του στόχου ευτυχία μεγάλη.
Στο νου μου σχηματίστηκε ο ψαλμός που είχε ψιθυρίσει ο παπά-Φραγκούλης: εισελεύσομαι εις τον οίκον σου…
Μέσα στο κατανυκτικό ημίφως του ναού εκείνοι είχαν βρει θαλπωρή, εμείς δροσιά. Οι περικαλλείς βυζαντινές εικόνες δεν ήταν εκεί· εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στο μουσείο. Έλειπαν και οι περισσότερες τοιχογραφίες· έχουν σοβαντισθεί. Το ξυλόγλυπτο όμως τέμπλο ήταν αναλλοίωτο όπως και ο μεγάλος κυκλικός ορειχάλκινος πολυέλαιος. Η εικόνα έδενε με την περιγραφή και το λιγοστό φως που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα μυστικι-στική που γεφύρωνε τις εποχές. Στο μισοσκόταδο μου φάνηκε πως άκουγα τις έρρινες και μονότονες ψαλμωδίες του κυρ-Αλεξανδρή να με νανουρίζουν και... (λίγο η υποβολή, λίγο η κούραση) έγειρα το κεφάλι στο στασίδι για δυο λεπτά. Αρκετά όμως για να δω τον γέρο ιεροψάλτη να πανηγυρίζει τη γέννηση του Χριστού σείοντας με μακρύ καλάμι τον πολυέλαιο της οροφής, με τις λαμπάδες αναμμένες. Μα δεν ήταν ακριβώς όνειρο. Κάποιος από την ομάδα έκανε την ίδια ακριβώς κίνηση όπως την είχε δει στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Ο χώρος είχε εκείνη τη μοναδική ιερότητα που φέρνει την προσευχή αυθόρμητη στα χείλη. Χριστέ μου, κάνε να έχω και αύριο όσα έχω σήμερα. Η προσευχή του τυχερού. Που έχει όσα χρειάζεται και δεν θέλει να τα χάσει. Η προσευχή του φιλοσοφημένου. Που δεν έχει πέσει στην παγίδα της απληστίας.
Πήραμε τρέχοντας το κατηφορικό μονοπάτι για τον μικρό κόλπο. Ποιος θα φτάσει πρώτος; Βρήκαμε τη θάλασσα στην καλή και τη γλυκιά της ώρα. Τη θέλαμε σαν κολασμένοι. Η αγκαλιά της ήταν σμαραγδένια και καθώς χωθήκαμε μέσα, ξύπνησαν μνήμες από την ενδομήτρια ηλικία. Η κρυστάλλινη υφή του νερού, ζωογονούσε τα κουρασμένα μέλη, τα τόνωνε, τα ζωντάνευε. Το κολύμπι ενεργοποιούσε μυς που δεν είχαν κινηθεί στην πορεία κι έδινε στο σύνολο του κορμιού εκείνη την ευεξία, που μας έκανε να σκεφτούμε βγαίνοντας: δώστε μας –τώρα αμέσως- ένα βουνό να το ανεβούμε τρέχοντας. Αντί γι αυτό ριχτήκαμε σε βουνά τηγανητού γαύρου που σερβίριζαν στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι.
Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν.
Ο Όρτζβιν έβγαλε τη φυσαρμόνικα και οι νότες άρχισαν να στροβιλίζονται απαλά πάνω από τα τραπέζια μας επιτείνοντας τη μεθυστική ζάλη που είχε ήδη προκαλέσει το άσπρο κρασάκι.
Κι ύστερα -ακριβώς όπως και εκείνοι- μπήκαμε στο τουριστικό καραβάκι που μας περίμενε και πλέοντες δια της βορειοανατολικής οδού, ως συντομοτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, φθάσαμε αισίως εις την πολίχνην.


Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Μπορείτε να το αποκτήσετε σε έντυπη μορφή ως εξής:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Για όλα φταίει ο Γκέντελ


Στα τριάντα οχτώ της είχε όλα όσα θα μπορούσε να είχε επιθυμήσει στα δεκαοχτώ της. Καταξιωμένη – και καλοπληρωμένη – στη δουλειά της, με έναν ισορροπημένο γάμο, έναν αξιολάτρευτο επτάχρονο γιο, ένα σπίτι με κήπο και πισίνα στα βόρεια προάστια και τον τεράστιο σκύλο ερωτευμένο μαζί της στα όρια της ψυχοπαθολογίας.

Πώς της προέκυψε το μπλέξιμο με τον εξηντάρη ούτε που το κατάλαβε. 

Όλα ξεκίνησαν την εποχή που μελετούσε την προσωπικότητα  του Κουρτ Γκέντελ.

Τι άνθρωπος!

Ιδιοφυία καραμπινάτη!

Το αυστηρά επαγγελματικό κείμενο στην Wikipedia την εξιτάρισε και τη φόρτισε συναισθηματικά.   

«Αυστρο-αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος, θεμελιωτής της επιστήμης της λογικής,  φίλος και συνάδελφος του Αϊνστάιν στο Ινστιτούτο Προχωρημένων Σπουδών στο Πρίνστον. Οι  δυο τους συνήθιζαν να περπατούν συνομιλώντας στο δρόμο για το Πανεπιστήμιο. O Αϊνστάιν, προς το τέλος της ζωής του, είχε εξομολογηθεί  ότι η δουλειά του στο Ινστιτούτο δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον και ο μόνος λόγος που τον κρατούσε ακόμα εκεί ήταν το προνόμιο των περιπατητικών συζητήσεων με τον Γκέντελ. Η λογική κυριαρχεί στη σκέψη του από παιδί, αλλά ο σπόρος της παράνοιας τη φαρμακώνει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε μέσα στην  εμμονή ότι στόχευαν να τον δηλητηριάσουν. Αρνούμενος πεισματικά να  δεχτεί οποιαδήποτε τροφή, προτίμησε να πεθάνει από ασιτία παρά από δολιοφθορά. Η τραγική αντίφαση της ζωής του:  υπηρέτησε  με πάθος την επιστήμη της λογικής, μα προδόθηκε από την κοινή λογική.»

 Διψούσε να μάθει περισσότερα. Ψάχνοντας, έπεσε πάνω στο συγκεκριμένο ιστολόγιο. Διάβασε απνευστί την ανάρτηση με τίτλο: «η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μεγαλοφυΐα και την τρέλα: ένας βολικός μύθος» Είχαν πάψει από καιρό  να την εντυπωσιάζουν κείμενα, μα τούτο δω ήταν αναμφίβολα εξαίρεση. Η  αμεσότητα και ο βιωματικός  τρόπος γραφής δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο συντάκτης του γνώριζε  από πρώτο χέρι και την ιδιοφυία και την τρέλα. Ένιωσε πιεστική την παρόρμηση να γνωρίσει τον άνθρωπο  πίσω από τις λέξεις.

Άφησε ένα συμβατικό σχόλιο:

Έχετε σπουδάσει μαθηματικά;

Της αντιγύρισε το σχόλιο με απρόσμενα αντισυμβατικό τρόπο:

Μαθηματικός γεννιέσαι, κοριτσάκι μου, δεν σπουδάζεις !!!!!!!

Θεέ μου τι ναρκισσισμός!

Και τι να πεις για την απαξιωτική προσφώνηση και την ενοχλητική οικειότητα!

Κι από δω άρχισαν τα περίεργα!

Αντί να λακίσει, ένιωσε να  ιντριγκάρεται και έτσι ξεκίνησε μια εκρηκτική αλληλογραφία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τους χώριζε άβυσσος από όποια άποψη κι αν το έβλεπες.

 Στην αρχή – όπως σε κάθε αρχή - όλα ήταν ωραία.

Τα μηνύματα, σύντομα αλλά περιεκτικά, πηγαινοέρχονταν μέσα από τα ασύρματα δίκτυα μεταφέροντας  πληροφορίες και απόψεις, στίχους νεοελληνικής ποίησης, στοχασμούς  αρχαίων φιλοσόφων, ατάκες από ταινίες, αποσπάσματα από θεατρικά έργα ή βιβλία. Μια  ποιοτική συνομιλία δύο ευφυών και καλλιεργημένων ανθρώπων. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

  Ένας προσεκτικός παρατηρητής, όμως, δεν θα δυσκολευόταν να διακρίνει ότι η επικοινωνία τους δεν γεννήθηκε ισότιμη. Κι έτσι έμεινε ως το τέλος.

Τα κείμενά του έμοιαζαν ακατέργαστο διαμάντι. Με λάμψη που δεν θαμπώνει, υπάρχει όμως εν δυνάμει Το μήνυμα που εξέπεμπαν ήταν: γράφω κυριολεκτικά ό,τι μου κατέβει. Αυτός είμαι και δεν έχω καμιά διάθεση  ν’ αλλάξω.

Τα δικά της ήταν φτηνό γυαλί μεθοδικά και προσεκτικά επεξεργασμένο σε πολυάριθμες έδρες λειασμένες με τόση επιμονή που αποκτούσε τη λάμψη του πολύτιμου. Το δικό της μήνυμα -και   αγωνιώδες ερώτημα ταυτόχρονα- ήταν: προσπαθώ  να μη φανώ κατώτερή σου. Τα καταφέρνω;

Εκείνος έγραφε με την άνεση της ωριμότητας, την  αυθορμησία της αντικομφορμιστικής ιδιοσυγκρασίας του, την ευρηματικότητα της κουλτούρας του, την ωμή ειλικρίνεια ανθρώπου που αδιαφορεί για κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και δεν δίνει πεντάρα αν θα χαρακτηρισθεί ακόμα και αγροίκος.

Εκείνη απαντούσε με τη χαρακτηριστική της τελειομανία, έσβηνε και ξανάγραφε, διασταύρωνε την ακρίβεια των όσων έλεγε, χτένιζε τα κείμενα με την αίσθηση ότι συμμετείχε  σε έναν άτυπο διαγωνισμό, πάντα περιχαρακωμένη στα όρια της καλής κοινωνικής ανατροφής.

 Όλη αυτή η κατάσταση της δημιουργούσε ανασφάλεια, αλλά και έξαψη. Δίπλα στον πραγματικό διάλογο έστηνε ένα δεύτερο υποθετικό. Τι μού έγραψε; Πώς τού απάντησα; Πώς θα έπρεπε να τού είχα απαντήσει;  Πώς θα μπορούσα να τού είχα απαντήσει; Κι αν το είχα κάνει, πώς θα με αντέκρουε; Μήπως η απάντηση  ήταν κατώτερη μου; Κι αν μου έλεγε το άλλο, πώς θα έπρεπε να αντιδράσω; Μήπως αν εφαρμόσω άλλη στρατηγική μπορώ να κατευθύνω την κουβέντα από πλεονεκτικότερη θέση; Έφτασε να βάζει στοιχήματα με τον εαυτό της για την πρόβλεψη του διαλόγου. Πάσχιζε να μαντέψει τις επόμενες δύο ή τρεις κινήσεις του, μετατρέποντας τον διάλογο σε σκάκι –ένα παιχνίδι που συνήθως κέρδιζε. Δυστυχώς – για κείνην – οι δύο διάλογοι δεν ταυτίστηκαν ποτέ. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να απασχολεί μονοθεματικά τη σκέψη της και να χάνει τον ύπνο της. Την  τρόμαζε η ιδέα του λάθους. Σαν να περνούσε από εξετάσεις. Ξαναζούσε  το άγχος των φοιτητικών της χρόνων, πράγμα που από τη μια την εξαντλούσε, από  την άλλη όμως ενεργοποιούσε τις δυνατότητές της, έβγαζε στην επιφάνεια τις εφεδρικές της δυνάμεις, αναδείκνυε τον καλύτερο εαυτό της  και εντέλει την αναδείκνυε εξαιρετικά ζωντανή και δημιουργική.

§§§

 Η διαφήμιση της σοκολάτας αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευφάνταστη!

Σε πρώτο πλάνο, ο διευθυντής του νοσοκομείου, περιστοιχισμένος από τους θεράποντες γιατρούς, διαβάζει μπροστά στα μικρόφωνα το ιατρικό ανακοινωθέν  για τον θάνατο  του Γκέντελ, 

Αμέσως μετά τύμπανα ηχούν ανατρεπτικά.

Η οθόνη γεμίζει με τη φράση: «κι όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά».

Και να ο επιστήμονας, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χαμογελάει σκανταλιάρικα καθώς αρπάζει από τα χέρια της διατροφολόγου τη λαχταριστή σοκολάτα.

Το  σλόγκαν: « η λιχουδιά που λατρεύουν οι ιδιοφυείς», είχε πλημμυρίσει την πόλη. Τη συναντούσες σε γιγαντοαφίσες, έντυπα, την άκουγες στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση. Το ζητούμενο - η αναγνωρισιμότητα του προϊόντος - είχε επιτευχθεί.

  Ο διευθύνων σύμβουλος της πολυεθνικής διαφημιστικής την κάλεσε στο γραφείο του και, με χαμόγελο που έφτανε ως τ’ αυτιά, της έσφιξε τα χέρια επαινώντας την πρωτοτυπία της ιδέας. Το πριμ της από την εταιρεία - πελάτη ήταν ένα ταξίδι στο Περού. Ξεπροβοδίζοντάς  την, και με την άνεση της πολύχρονης συνεργασίας τους, της πέταξε αστειευόμενος:

-Ρε συ, λάμπεις ολόκληρη. Μπας και είσαι ερωτευμένη;

-Με τη ζωή,  κύριε Αλεξίου, πάντα με τη ζωή.

 Το να δέχεται επαίνους ήταν μια γλυκιά συνήθεια από τότε που ήταν παιδί. Δεν θα καβαλούσε εύκολα καλάμι. Μα σήμερα περίμενε με ανεξήγητη αναστάτωση την κολακευτική αντίδραση του εξηντάρη.

Δέχτηκε μια ωμή, οργισμένη και πολύπλευρη επίθεση. Για την δουλειά της πρώτα απ’ όλα:

« Η διαφήμιση είναι κακάσχημη θεραπαινίδα του καπιταλισμού, δημιουργεί τεχνητές ανάγκες, παραπλανεί και αποπλανεί, παρασύρει σε άσκοπη κατανάλωση, απευθύνεται στα ταπεινότερα ένστικτα, δημιουργεί ανθρώπους με μειωμένη ικανότητα επιλογής, αποκοιμίζει και ναρκώνει την κριτική σκέψη, χειραγωγεί τους αποδέκτες της που δρουν υπό καθεστώς μειωμένης ελευθερίας, ανεβάζει υπέρμετρα το κόστος των προϊόντων…»

Το «κατηγορώ» του για κείνην προσωπικά – ανελέητο -  την περιέλουζε με μομφές για έλλειψη ηθικών αναστολών, τη χαρακτήριζε κακομαθημένη του συστήματος και την επέκρινε για τη συγκεκριμένη καμπάνια που λοιδορεί τους επιστήμονες:

 «Αν μη τι άλλο, δεν ξόδεψες χρόνο για να διαβάσεις τα δύο θεωρήματα μη-πληρότητας του Γκέντελ, τι σού φταίει να τον εντάσσεις στα στεγανά που έχεις στο κεφάλι σου; Αυτό είναι βαρβαρότητα και έχει και μπόλικη δόση αναίδειας. Έχοντας πολύ λίγα δεδομένα για σένα, δεν σε θεωρώ ούτε βάρβαρη ούτε αναιδή. Πρόσεχε όμως, ρε γαμώ το, πώς χρησιμοποιείς τους Μεγάλους. Δεν εντάσσονται όλα τα πράγματα στο ίδιο καλάθι (είτε μικρό είτε μεγάλο)».

Η  ίδια η επιστημονική κοινότητα δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Την αποκάλεσε ψοφοδεή και τους εκπροσώπους της καρεκλοκένταυρους που δεν έχουν τα κότσια να αντιδράσουν στην προσβολή.

Πικράθηκε. Ένας κόμπος στο λαιμό δεν έλεγε να φύγει. Αισθάνθηκε αδικημένη και ταπεινωμένη. Ένιωθε περήφανη για την δουλειά της, χωρίς να εθελοτυφλεί. Ο ανταγωνιστικός  χώρος της διαφήμισης είναι ένας οχετός λυμάτων, μα είχε την πεποίθηση ότι εκείνη μπορούσε να κολυμπάει μέσα στα σκατά μένοντας ανέγγιχτη. Την προστάτευαν οι αρχές της, που ήταν αδιαπραγμάτευτες, και οι γύρω της  είχαν πια αντιληφθεί ότι ήταν άσκοπο να την πιέζουν για εκπτώσεις. Μα πώς να τού δώσει να τα καταλάβει όλα αυτά όταν εκείνος είχε αρνηθεί τις δελεαστικές προτάσεις  των πιο φημισμένων Πανεπιστημίων μόνο και μόνο για να μην ενταχθεί σ’ έναν χώρο που θεωρούσε εκ προοιμίου βρώμικο; Πώς να συνεννοηθούν όταν εκείνος αποκαλούσε απαξιωτικά αιθεροβάμονες ή υποκριτές εκείνους που υποστήριζαν την εκ των ένδον άλωση του συστήματος; Άσε που, χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί, οι βεβαιότητές της είχαν κλονιστεί και δεν ήταν σίγουρη ότι η απάντησή της θα ήταν πειστική.

Δεν υπερασπίσθηκε τις απόψεις της. Άφησε τις μομφές  να αιωρούνται και αυτό αποδείχτηκε κακός χειρισμός. Γιατί  εκείνος, εκμεταλλευόμενος τον ενδοτισμό της, ήταν έτοιμος να κάνει ένα βήμα παραπέρα ξεκινώντας από πιο προωθημένη θέση.

Δεν βιάστηκε, βέβαια.

Α, ήξερε πολύ καλά την τέχνη!

Άλλαξε ρότα.

Της μίλησε με καμάρι και τρυφερότητα για τον εγγονό του, που ήταν στην ηλικία του γιού  της, και που ο ίδιος τον είχε από νωρίς μυήσει στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας, έτσι που ο μικρός είχε ήδη γίνει εκπρόσωπος μιας multi- media γενιάς που ο ίδιος τη μακάριζε για τις ευκαιρίες με τις οποίες ξεκινούσε τη ζωή της.

Έχουμε προ πολλού φάει τη σκόνη τους.

 Του αντιγύρισε τη σχέση αμοιβαίας λατρείας που τη συνέδεε με το παιδί της. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού είχε γίνει ο μέντοράς του  στ’ απόκρυφα μυστικά της φύσης.

Μαζί παρακολουθούσαν την πορεία της ζωής στα οπωροφόρα του κήπου τους καταγράφοντας  τα στάδια της διαδικασίας μετατροπής των λουλουδιών σε ώριμους καρπούς.

Μαζί άφηναν ηλιόσπορους στις μυρμηγκοφωλιές, και – ξαπλωμένοι μπρούμυτα στο χώμα – παρατηρούσαν  τους λιλιπούτειους εργάτες  να μεταφέρουν φορτία  δυσανάλογα με το  μέγεθός τους, αποκαλύπτοντας δυνάμεις που ήταν δύσκολο να υποψιαστείς.

Μαζί «φύτευαν» φασόλια πάνω σε μουσκεμένο μπαμπάκι και κατέγραφαν καθημερινά το θαύμα της ανάπτυξης. Που ξεκινούσε όταν  το μικρούτσικο φύτρο τρυπούσε τη φλούδα και εξελισσόταν  σε διαφοροποιημένους ιστούς που περιέχονταν εν δυνάμει μέσα του. Κι όλ' αυτά με τροφοδότη τις κοτυληδόνες που σιγά-σιγά ατροφούσαν έχοντας εκπληρώσει το σκοπό τους.

Μαζί εξερευνούσαν τους θησαυρούς της θάλασσας, ανιχνεύοντας με τη μάσκα το βυθό. Το τεντωμένο δαχτυλάκι του, κάτω από την επιφάνεια του νερού, την καθοδηγούσε κι  εκείνη βουτούσε βαθιά για να ανασύρει έναν αχινό,  έναν αστερία, έναν ιππόκαμπο, ένα κοχύλι… Και πως πανηγύριζαν αν ανακάλυπταν το αγαπημένο, πολύτιμο «αυτάκι της Αφροδίτης»!

Μαζί γλιστρούσαν με τα πέδιλα του σκι στις χιονισμένες βουνοπλαγιές όπου η εμπειρία της δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τη δική του χάρη.

Μαζί κατάβρεχαν τα αφυδατωμένα σαλιγκάρια που είχαν γαντζωθεί να ξεκαλοκαιριάσουν στον μαντρότοιχο και – μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους – εκείνα ζωντάνευαν και περπατούσαν κουνώντας με περιέργεια τις κεραίες τους έχοντας πρόωρα ξυπνήσει από το βαθύ ύπνο τους. 

Ανακαλύπτω τον κόσμο από την αρχή μέσα από τα δικά του μάτια.

 Ήταν όμορφη αυτή η ανέμελη φάση της επικοινωνίας τους, μα το αλάφιασμα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, μια και κάτι μέσα της την προειδοποιούσε  ότι δεν επρόκειτο να διαρκέσει.

Δεν έπεσε έξω.