Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... κεραυνός



Παιώνια   Φωτο Παναγιώτης Κούκης



Ο Αργύρης, από την άλλη πλευρά, το πήρε είδηση. Δεν χρειαζόταν και πολύ εξυπνάδα άλλωστε. Είχα τη λάμψη της ερωτευμένης, τη δημιουργικότητα της χορτασμένης, την ατονία της ξενυχτισμένης, το απλανές βλέμμα κάποιας που είναι αλλού, μια τάση για απομόνωση, μια βιασύνη να φύγω από το γραφείο με το τέλος της δουλειάς. Δεν μπορώ να πω αν ήταν αυτό που τον έκανε να επισπεύσει τις αποφάσεις του. Πάντως το Μάιο μου ζήτησε, για πρώτη φορά, να πιούμε έναν καφέ εκτός γραφείου. Πήγα χωρίς να φροντίσω να ξυρίσω μασχάλες και γάμπες, χωρίς να τρίψω τα πετσάκια στις φτέρνες και χωρίς να βάλω καινούργια εσώρουχα.  Ήθελα να είναι φανερό το μήνυμα πως δεν ήμουν διαθέσιμη. Δεν χρειάστηκε. Δεν είχε πρόθεση να με πηδήσει... για την ώρα τουλάχιστον. Με άφησε άφωνη όταν μπήκε κατ' ευθείαν και χωρίς περιστροφές στο θέμα: είχαν συμφωνήσει με την γυναίκα του για  διαζύγιο. Δεν ήθελε να μου φορτώσει καμιά ευθύνη, δεν ήμουν εγώ η αποκλειστική αιτία. Όμως ήταν εκεί, ερωτευμένος και υπομονετικός για την απάντησή μου. Αν κάποια στιγμή ένιωθα έτοιμη δεν είχα παρά να του ζητήσω το κουτάκι με το δαχτυλίδι που θα κουβαλούσε μόνιμα  στην τσέπη του.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... δυο μήνες στον παράδεισο



Η αφήγηση της κωμικοτραγικής κατάστασης ήταν τόσο παραστατική που σχεδόν έβλεπα τον αναψοκοκκινισμένο Νικόλα και ξεκαρδίστηκα στη σκέψη πως να... για μια φορά ακόμα ο Νικόλας, ερήμην του τώρα πια, παρευρισκόταν στις ερωτικές στιγμές του Μιχαλιού. Και πάνω στα χάχανα άκουσα να κελαηδούν αηδόνια. Τον κοίταξα έκπληκτη. 
-Αηδόνια στο Μοσχάτο;
-Είναι το ξυπνητήρι μου...
-Τι ώρα είναι;
-Με υποτιμάς αν πιστεύεις πως το ξυπνητήρι μου μετράει τις ώρες. Ένα πολύ ευαίσθητο φωτοστοιχείο, δικής μου κατασκευής, λειτουργεί με κατώφλι το φως της λάμπας του δημοτικού φωτισμού. Αν τα Λούμεν στο δωμάτιο ξεπεράσουν αυτό το όριο το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται διεγείρει ένα κατάλληλο κύκλωμα  και αναπαράγει την αηδονολαλιά. Καμιά φορά με παίρνει ο ύπνος εδώ μέσα και θέλω να είμαι σίγουρος πως θα ξυπνήσω το χάραμα, με το πρώτο φως της μέρας, όποια ώρα κι αν συμβεί. Πρέπει όμως να φύγω για τη δουλειά. Εσύ κοιμήσου, δεν θα σε ενοχλήσει κανείς. Δεν ανεβαίνει κανείς εδώ πάνω. Όταν ξυπνήσεις τράβα την πόρτα πίσω σου. Δεν θα χαθούμε… σωστά;
-Όχι βέβαια… αλλά δεν έχεις κοιμηθεί καθόλου…
-Αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα, μα δεν είναι η πρώτη φορά. Θα τα βγάλω πέρα μην ανησυχείς…
Με φίλησε γλυκά στο μέτωπο, σκέπασε προστατευτικά τη γύμνια μου κι άκουσα την πόρτα να κλείνει λίγο πριν αποκοιμηθώ.

Όταν ξύπνησα ο ήλιος ήταν ψηλά. Κατέβηκα τη στριφογυριστή σκάλα και στη βάση της συναντήθηκα με μια γυναίκα που προφανώς μου την είχε στημένη και που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να καταλάβω πως ήταν η Ανθούλα. Τι γυναίκα Θεέ μου! Απαράλλαχτη η Σοφία Λόρεν στη Φιλουμένα Μαρτουράνο. Λαϊκή ομορφιά, μεστωμένη με αισθησιακές καμπύλες που ξεχείλιζαν από τη μισάνοιχτη κόκκινη ρόμπα της. Η πρόσφατη γέννα πρέπει να είχε λειτουργήσει ευεργετικά πάνω στην εκτυφλωτική ομορφιά της. Μπροστά της ένιωσα όπως θα ένιωθε ένας ξέθωρος ιμπρεσιονιστικός πίνακας του Μονέ μπροστά στον καταιγισμό χρωμάτων μιας ζωγραφιάς του Μιρό.  Μια και διασταυρωθήκαμε δεν  γινόταν να την προσπεράσω αμίλητη.
“Καλημέρα”, είπα δειλά.
Απαξίωσε να απαντήσει, τάχα πως δεν με πρόσεξε, έστριψε το πρόσωπο από την άλλη μεριά κάνοντας πως ταχτοποιεί τα σκουπίδια, πρόλαβα όμως να πιάσω μια λέξη που ξεστόμισε μέσα από τo φράγμα των υπέροχα κατάλευκων δοντιών της: "βρώμα". Ή μήπως: "τσούλα"; 
Δεν ξαναπήγαμε σπίτι του. Προτιμούσα χίλιες φορές τον εξάψαλμο της μάνας μου, που δεν μπορούσε να χωνέψει πως είχα αφήσει το καλό παιδί τον Γιάννη και της κουβαλούσα αυτόν τον μαλλιά, από τα αναμμένα κάρβουνα που είχε για μάτια η Ανθούλα.

Έζησα δυο μήνες ένα απόλυτο “σήμερα” χωρίς προοπτική εξέλιξης, ένα αχόρταγο “τώρα” χωρίς αξιώσεις διάρκειας, ένα παρόν που δεν έδινε πενταράκι να γίνει μέλλον, μια γραμματική που είχε διαγράψει όλους τους άλλους χρόνους και είχε κρατήσει μόνο έναν παραφουσκωμένο ενεστώτα. Ήταν μια πρακτική σε ολοκληρωτική αντιδιαστολή με τη μικροαστική μου διαπαιδαγώγηση που εστιαζόταν στο χτίσιμο ενός καλύτερου “αύριο.”  Ξαφνικά ανακάλυψα πως δεν με ενδιέφερε αυτό το αύριο. Ήταν άδηλο, δεν ήμουν σίγουρη πως μου ανήκε και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την παραμικρή στιγμούλα που ζούσα. Είχα γίνει συνειδητά ένας τζίτζικας που χαίρεται με όλες τις αισθήσεις του το καλοκαίρι χωρίς να χρησιμοποιεί ημερολόγιο, χωρίς να μετράει τη διάρκεια της ευτυχίας του και χωρίς να φαρμακώνει τη χαρά του με μέριμνες για το “ύστερα”. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα το νόημα του δέντρου της γνώσης τον απαγορευμένο καρπό του οποίου γεύτηκαν οι πρωτόπλαστοι με τίμημα την απώλεια του Παράδεισου. Η εποχή της αθωότητας και της απόλυτης ευδαιμονίας κράτησε όσο αγνοούσαν τις υποδιαιρέσεις του χρόνου, όσο ζούσαν χωρίς την προσμονή Πρωτοχρονιάς,  όσο ήταν ανίκανοι να ξεχωρίσουν το αιώνιο από το εφήμερο. Ο πειρασμός δεν είχε παρά να βάλει στη σκέψη τους τη γνώση της έννοιας "μέλλον". Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους: μοιραία εγκαταστάθηκε μέσα τους η αγωνία και η φροντίδα για το πώς θα διατηρήσουν τον κήπο της Εδέμ και σ' αυτό το μέλλον. Η μακαριότητα είχε λήξει και ο παράδεισος είχε ολοκληρωτικά χαθεί.

-Δεν σε δηλητηριάζει, τον ρώτησα κάποια νύχτα, το νοσηρό οικογενειακό κλίμα του σπιτιού σου;
Με κοίταξε με τα τεράστια μάτια του διεσταλμένα από έκπληξη λες και είχα πει το πιο αλλόκοτο πράγμα στον κόσμο.
-Νοσηρό; Πώς σου ήρθε η ιδέα! Δεν θα επέτρεπε ποτέ η Ανθούλα να κυλήσει το πράγμα προς τα εκεί. Δεν την ξέρεις την Ανθούλα! Η Ανθούλα είναι ο αρχέγονος τύπος της γυναίκας-μάνας που μας καλύπτει προστατευτικά όλους  σαν κλωσόπουλα κάτω από τις  φτερούγες της. Θα πρέπει να δεις τη συγκινητική αφοσίωση με την οποία περιποιείται το Θανάση. Μερικές φορές διακρίνω μια ερωτική διάσταση στο άγγιγμά της και, όσο περίεργο κι αν σου φανεί, με τρώει μια ζήλια. Τα δάχτυλά της τρέχουν πάνω στο κορμί του σαν να τον χαϊδεύουν  και το βλέμμα της έχει την ίδια ακριβώς έκφραση στοργής που παίρνει όταν φροντίζει τα δίδυμα. Στήνει ψιλοκουβέντα μαζί του, τον κρατάει ενήμερο για όλα τα νέα του σπιτιού, ζητάει τη γνώμη του για τούτο και για κείνο, την έχω πιάσει να του κάνει παράπονα για μένα ξέροντας πως την ακούω, του τραγουδάει, βλέπουν μαζί ταινίες στην τηλεόραση, ταινίες που η ίδια σχολιάζει παραμιλώντας. Ούτε που νοιάζεται που εκείνος δεν αποκρίνεται και την κοιτάζει ανέκφραστος. Λέει πως είναι σίγουρη πως όλα τα καταλαβαίνει μα δεν χρειάζεται να μιλάει, αφού επικοινωνούν με τα μάτια. Είναι αλήθεια πως κάπου προς τα εκεί συγκλίνουν και οι απόψεις των ειδικών: ο πατέρας δεν θέλει να συνέλθει, δεν θέλει να συνεργαστεί. Εκεί που βρίσκεται έχει τακτοποιήσει τα προβλήματά μας. Αν ξαναγυρίσει στον κόσμο μας το πράγμα θα γίνει πολύ πολύπλοκο. Δεν είναι δυστυχισμένος όμως είτε το πιστεύεις είτε όχι. Ζει σαν πάτερ φαμίλιας σε μια μεγάλη οικογένεια που όλοι τον υπολογίζουν σαν ισότιμο μέλος, όλοι τον αγαπάνε κι όλοι τον φροντίζουν.
-Και τα παιδιά;… Δεν ρωτάνε;
-Τα παιδιά ποτέ δεν ρωτάνε αν έχουν καλυμμένες τις υλικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Το λέω μετά λόγου γνώσης, γνώση που έχω από πρώτο χέρι γιατί, μην ξεχνάς πως, κι εγώ γνώρισα μια οικογενειακή ανατροπή στην παιδική μου ζωή. Έχασα μια γιαγιά και μια θεία, κέρδισα έναν πατέρα, μια μητέρα και μια μικρότερη αδελφή. Δεν είχα λόγους να αναρωτιέμαι για νομικούς όρους και ληξιαρχικές πράξεις. Τα μεγάλα παιδιά περνάνε καλά έχουν αγάπη από παντού και δίνουν αγάπη σε όλους.
-Δεν έχετε ένα μπλέξιμο με τους ρόλους;
-Το έχουμε ξεπεράσει με μια απλή μέθοδο. Αποκαλούμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα. Δεν χρειαζόμαστε τίτλους. Σκέψου πως είναι ένα κοινόβιο απ’ αυτά που ευαγγελίζονται οι χίπις. Κανείς δεν νοιάζεται για βαθμούς συγγένειας, τα παιδιά ανήκουν σε όλους, οι ερωτικές σχέσεις είναι χαλαρές, όλοι φροντίζουν για όλους, όλοι είναι υπεύθυνοι για όλα, όλοι είναι χαρούμενοι. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται μακρινά επειδή συμβαίνουν στο άλλο ημισφαίριο, σκέψου τις μεγάλες οικογένειες των παππούδων μας. Εκεί οι γενιές μπλέκονταν, η μητέρα γεννούσε το στερνοπαίδι μαζί με την πρωτόγεννη νύφη και τα συνομήλικα βρέφη μεγάλωναν μαζί κι έπαιζαν παρέα απλά και φυσικά  χωρίς να νοιάζονται να ξεδιαλύνουν βαθμούς συγγένειας. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα μεγαλώσουν τα δίδυμα ( η Ανθούλα θέλει να κάνουμε κι άλλα, μα νομίζω πρέπει να της βάλω φρένο). 
-Δεν θα ήθελες μια -πώς να το πω;- πιο νόμιμη οικογενειακή ζωή;
-Για ποιους νόμους μιλάς; Για τους νόμους των ανθρώπων; Μα αυτοί είναι μετακλητοί. Σήμερα είναι έτσι κι αύριο αλλιώς. Μπορεί να βρισκόμαστε πιο μπροστά από την εποχή μας. Σκέψου ένα σενάριο νομικής φαντασίας πως κάποτε, μετά από πενήντα χρόνια να πούμε, θα είναι νόμιμο ένα σύμφωνο γάμου ανάμεσα σε δυο άτομα και κανείς δεν θα ρωτάει για φύλο, φυλή, θρήσκευμα ή εθνικότητα. Ή μήπως αναφέρεσαι στο νόμο του Θεού. Ποιου Θεού όμως; Επειδή κάποιοι θεοί επιτρέπουν στους άντρες να έχουν πολλές γυναίκες. Δεν το βρίσκεις άδικο; Γιατί κάποιος Θεός δεν θα επέτρεπε στην Ανθούλα να έχει δύο νόμιμους άντρες; Άστα... δεν βγάζουμε άκρη.
-Εννοούσα μια πιο ομαλή οικογενειακή ζωή.   
-Θα αστειεύεσαι σίγουρα! Θα μπορούσες να με φανταστείς οικογενειάρχη με κουμπάρους και πεθερικά; Με οικογενειακό αυτοκίνητο και εξοχικό στη θάλασσα; Με ωράρια και υποχρέωση να γυρίζω σπίτι κάθε βράδυ; Ούτε στον χειρότερο εφιάλτη μου. Αν δεν μου είχαν συμβεί όλα αυτά, ένα ρεμάλι θα ήμουν και δεν θα είχα γνωρίσει τη χαρά να ανήκεις σε μια οικογένεια και να είσαι πατέρας. Λατρεύω τα παιδιά, μα δεν θα θυσίαζα την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου για να τ’ αποκτήσω. Κι έτσι θα γινόμουν ένα χαμένο κορμί που θα ζαχάρωνα τα παιδιά των άλλων. Έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα έχω όλα τα πλεονεκτήματα χωρίς κανένα μειονέκτημα. 
-Μήπως είναι λίγο εγωιστικά όλα αυτά. Και οι άλλοι; Η Ανθούλα; Ο πατέρας σου;
-Η Ανθούλα είναι τυχερή που με έχει και το ξέρει. Μπορεί ενίοτε να δυσανασχετεί, και έχει όλο το δίκιο να δυσανασχετεί, αλλά ξέρει πως νομοτελειακά θα γυρίζω κοντά της όχι από υποχρέωση, αλλά από επιθυμία. Ξέρεις πολλά ζευγάρια που κάνουν έρωτα μετά από πέντε χρόνια με τη ζέση της πρώτης φοράς; Η  Ανθούλα ξέρει να κρατάει τη σχέση ζωντανή κι εγώ δεν έχω βρει σε καμιά γυναίκα αυτό που μου δίνει εκείνη. (Δεν είναι πολύ ευγενικό που στο λέω κατάμουτρα, μα εσύ το ζήτησες).  Της το ανταποδίδω λοιπόν χωρίς σκέψη, χωρίς υστεροβουλία, έτσι όπως πέφτει η ευλογημένη βροχή και καρπίζει τα ξερά χωράφια.
Ο πατέρας… είναι ένα αγκάθι. Του μιλώ κι εγώ… ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της πολύπλοκης ζωής μου… του έχω μιλήσει ακόμα και για σένα. Δεν δείχνει… μα καταλαβαίνει. Αν εκείνος δεν θέλει να συνέλθει, είμαι σίγουρος πως έχει διαλέξει το καλύτερο για όλους.



Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... συζητώντας μετά




Φωτο Παναγιώτης Κούκης


Όταν μείναμε αποκαμωμένοι, ακίνητοι, δοσμένοι σ’ ένα ηδονικό αποκάρωμα η τάξη των πραγμάτων επανήλθε και η ιεραρχία των αισθήσεων αποκαταστάθηκε. Η αφή μπήκε στην μπάντα και οι υπόλοιπες στρώθηκαν πάλι στη δουλειά. Τα μάτια μου άρχισαν να διακρίνουν, στο λιγοστό φως που έστελνε η λάμπα του δημοτικού φωτισμού κι έμπαινε από το χωρίς πατζούρια παράθυρο, τις λεπτομέρειες του πανέμορφου προσώπου και δυσκολευόμουν να πιστέψω πώς ήταν εκεί στην άκρη των δακτύλων μου, αποκλειστικά για μένα. Μύριζα τον ιδρώτα του κι ήθελα να τον μαζέψω σταγόνα-σταγόνα, να τον κλείσω σ’ ένα πανάκριβο δοχείο αρώματος ή τουλάχιστον να τον ρουφήξω –τόσο γλυκόπιοτος μου έμοιαζε. Ήμουν όμως πολύ βαριά, πολύ κουρασμένη, εντελώς εξαντλημένη. Είχε προλάβει εκείνος να ρουφήξει όλη μου τη ζωτικότητα και με είχε αφήσει άπνοη, ξεθεωμένη, με μια τεράστια πνευματική διαύγεια σαν αντίβαρο.

-Είσαι εκπληκτικός εραστής…
-Είχα τη σωστή σύντροφο…
-Ξέρω πως είναι κομπλιμέντο… Για την ώρα… Δίπλα σου μπορεί και να γίνω… Εσύ, αλήθεια,  από ποια εκπαιδεύτηκες;
-Από την Ανθούλα… Που κι αυτή την εκπαίδευσε ο Θανάσης… Είχα, έτσι, την τύχη να διδαχτώ  από τον πατέρα μου, έμμεσα βέβαια… Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο, έτσι;… Σπάνιο θα το έλεγα…
-Δεν φαντάζομαι να έμεινες μόνο στην Ανθούλα…
-Κάθε άλλο…
-Μίλησέ μου…

Δεν περίμενε δεύτερη προτροπή. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως ήταν μέσα στο ερωτικό τελετουργικό. Η έξαψη και η φλόγωση έσβηναν μ’ ένα ψιθυριστό ντιμινουέντο από περιγραφές ερωτικών περιπετειών. Στάθηκε λάτρης των γυναικών, αλλά ποτέ κυνηγός –και γιατί άλλωστε; Οι γυναίκες τον αναζητούσαν και πάντα εύρισκαν την πόρτα του διάπλατη. Δεν υπήρξε ποτέ επιλεκτικός. “Κάθε γυναίκα είναι ένα από μόνη της ένα τέλειο πλάσμα. Αρκεί να με αποζητήσει. Όχι δεν θα πω.” Απέραντη ποικιλία η συλλογή του. Καστανές και ξανθές και μαυρομάτες και κοκκινομάλλες. Δίμετρες θεές και μικροκαμωμένα μπιζουδάκια, αλλά και ασχημούλες με μεγάλη μύτη ή σπυριάρικο πρόσωπο. Λευκές και μαύρες, αλλά και κίτρινες –ο τουρισμός έχει και παράπλευρες ωφέλειες, γέλασε δυνατά. Πανέξυπνες επιστήμονες ή επιχειρηματίες, αλλά και άλλες με IQ ραδικιού. Συμμαθήτριες, συμφοιτήτριες, σύντροφοι στους αγώνες, θαμώνες των μπαρ, φίλες φίλων του, γυναίκες αξιόλογες, καλλιεργημένες, πνευματώδεις αλλά και καλαμοκαβαλημένες “δήθεν”, γυναίκες της “καλής” κοινωνίας αλλά και γκόμενες του σκοινιού και του παλουκιού…

Γυναίκες έμπειρες που τον μάθαιναν να τις κάνει ευτυχισμένες, αλλά και κορίτσια άβγαλτα που τούς δίδασκε τα μυστικά του έρωτα. Γυναίκες παρορμητικές  που ούρλιαζαν στην κορύφωση, τόσο που αναγκαζόταν να τούς κλείνει με το χέρι το στόμα, αλλά και γυναίκες φλογερά παγόβουνα, που κρατούσαν την αυτοκυριαρχία τους μέχρι την τελευταία στιγμή, χωρίς να σημαίνει ότι το απολάμβαναν λιγότερο. Γυναίκες ώριμες, κατασταλαγμένες  που ήξεραν τι ζητούσαν κι ένιωθαν ευγνωμοσύνη που το έβρισκαν και γυναίκες που έψαχναν, χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι, και αποσπούσαν ταυτόχρονα την ηδονή του έρωτα και της ανακάλυψης. Περιγραφικότατος, διηγιόταν με σκαμπρόζικες λεπτομέρειες γεγονότα και καταστάσεις, όπου την τρυφερότητα διαδεχόταν η –εκατέρωθεν επιθυμητή– βία. Πάντα ευρηματικός, κατάφερνε να παρακάμπτει τις κακοτοπιές και να εφευρίσκει τρόπους να αποφεύγει ανεπιθύμητες συναντήσεις με απατημένους συζύγους και αντεραστές. 

Πήρε και έδωσε χαρά κάτω από ατέλειωτη ποικιλία ερωτικών  στεγών. Σε πεντάστερα ξενοδοχεία, αλλά και σε καταγώγια που τα σεντόνια  μύριζαν τον ιδρώτα των προηγούμενων. Σε πολυτελείς βίλες των βορείων προαστίων, αλλά και σε φτηνά διαμερίσματα εργατικών πολυκατοικιών. Στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτων ή στα όρθια στις τουαλέτες κάποιου τρένου. Στα μαλακά στρωσίδια κάποιου διπλού κρεβατιού, αλλά και στο στενό μονό ντιβάνι κάποιου ανήλιαγου φοιτητικού υπόγειου. Στο χαλί μπροστά στη θαλπωρή του τζακιού, αλλά και στο σκληρό δάπεδο κάποιου αντίσκηνου. Στα γρήγορα με αγχωμένες κινήσεις ή με αχόρταγη μανία που διαρκούσε μέρες και νύχτες. Δεν ήταν όλες οι σχέσεις πετυχημένες, αλλά κάθε μια ήταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. “Α, η ποικιλία! Χωρίς αυτήν ο έρωτας καταντάει ανούσια συναλλαγή.” Ένα κοινό είχαν όλες αυτές οι σχέσεις: τη μικρή διάρκεια. Σχέσεις μιας νύχτας, μιας εβδομάδας, ενός μήνα, δύο μηνών σε εξαιρετικές περιπτώσεις. “Δεν έκρυψα ποτέ τις προθέσεις μου, δεν παραμύθιασα ποτέ καμιά ερωτική σύντροφο, δεν υποσχέθηκα μονιμότητα και αποκλειστικότητα.”

Η αφήγησή του ήταν συναρπαστική! Σαν ένα καλοστημένο πικάντικο ερωτικό μυθιστόρημα γραμμένο χωρίς αναστολές, που καμιά φορά ολίσθαινε, όσο πατάει η γάτα, στην πορνογραφία.Τον άκουγα γοητευμένη και δεν χόρταινα. Συνήθως οι γυναίκες, όταν πετύχουν έναν επιδέξιο εραστή, ζητάνε κι άλλο σεξ -μια δεύτερη ή και μια τρίτη φορά. Δεν ήταν κάτι που του συνέβαινε παρά μόνο σπάνια -τις έβγαζε νοκ-άουτ με την πρώτη. Αντίθετα όλες, εκτός από κάποιες που τις έπαιρνε γλυκά ο ύπνος, ζητούσαν επίμονα κι άλλες ιστορίες.
-Υπάρχει ιστορία με κάποια γυναίκα που γνωρίζω; (Η ερώτηση δεν ήταν αθώα. Φλεγόμουν από περιέργεια να μάθω αν η Αίγλη είχε ξαπλώσει στο στρώμα που βρισκόμουν τώρα εγώ).
Έμεινε λίγο σκεπτικός ανασκαλεύοντας τη μνήμη του.
-Όχι, δεν νομίζω. Μπορώ όμως να σου διηγηθώ μια ιστορία που σκαρώσαμε με κάποιον γνωστό σου. Θυμάσαι τον Νικόλα, τον κολλητό μου στο φροντιστήριο; Ήταν καψουρεμένος μαζί σου, μα εσύ δεν τον θέλησες…
-Φυσικά, αφού ήθελα εσένα... που όμως τα ’ριξες στην Αίγλη… ( Πάλι εκείνο το στιγμιαίο, ανεπαίσθητο πετάρισμα στις βλεφαρίδες -εμφανές ακόμα και στο μισοσκόταδο).
-Που εκείνη ένας Θεός μόνο ξέρει ποιον ήθελε…
-Εσένα ήθελε, αλλά δεν το είχε καταλάβει ούτε η ίδια κι εγώ δεν ήμουν τρελή να της ανοίξω τα μάτια…
-Ερωτικά γαϊτανάκια… Ας είναι… Εκεί στο ’71 τραβιόμουνα με μια γκόμενα πολύ απαιτητική και πειραματιζόμουνα μαζί της στις στάσεις του κάμα-σούτρα. Προσπαθούσα να τα  διηγηθώ στον Νικόλα, μα κάποια πράγματα δεν περιγράφονται και η περιέργειά του τον έκανε παράτολμο. Δική του ήταν η ιδέα. Θα την πήγαινα στο σπίτι του, στο διπλό κρεβάτι των γονιών του που βρίσκονταν σε διακοπές,  με την πρόφαση πως η αλλαγή περιβάλλοντος βελτιώνει τις επιδόσεις, κι εκείνος θα παρακολουθούσε τη διαδικασία από την κλειδαρότρυπα, κλεισμένος στη ντουλάπα της μητέρας του. Τα πράγματα εξελίχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο και, όταν η γκόμενα γλίστρησε από τα σεντόνια  στο μπάνιο να πλυθεί, το πρόσωπο του Νικόλα ξεπρόβαλε κατακόκκινο από την ντουλάπα. Μου είπε να την ξεφορτωθώ στα γρήγορα γιατί δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα. Μα εγώ δεν ήμουν διατεθειμένος να του προσφέρω το θέαμα δωρεάν. Κάτι έπρεπε να πληρώσει ακόμα κι αν αυτό ήταν μια ασφυξία. Η κούκλα γύρισε δροσερή κι ανανεωμένη και άρχισε να ζητάει ιστορίες που εγώ διηγιόμουν με την άνεσή μου χωρίς ίχνος βιασύνης. Δεν ξέρω ποια από όλες τις ιστορίες στάθηκε διεγερτική κι άρχισε να τρίβεται πάνω μου αργά και ρυθμικά. Ήταν φανερό πως πηγαίναμε για ένα δεύτερο γύρο κι εγώ κρυφογελούσα διασκεδάζοντας στην ιδέα πως ο Νικόλας είχε γίνει ένας ματάκιας που ασφυκτιούσε πληρώνοντας το τίμημα της περιέργειάς του.

Ήταν η εποχή που ο τόπος βοούσε για τη δολοφονία της Αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν που είχε βρεθεί στραγγαλισμένη στο Καβούρι λίγο πιο μακριά από το ξενοδοχείο της. Οι φήμες οργίαζαν πως ήταν υπόθεση μυστικών υπηρεσιών και διπλών πρακτόρων μα οι αρχές θεώρησαν το έγκλημα σεξουαλικό και βρήκαν ένα γνωστό ματάκια της περιοχής, τον Νίκο Μουντή, του φόρτωσαν την ενοχή και βιάστηκαν να κλείσουν όπως-όπως την υπόθεση. Πρότεινα στη γκόμενα να αναπαραστήσουμε την υποτιθέμενη συνάντηση Τσάπμαν-Μουντή. Εκείνη  συμφώνησε με ενθουσιασμό με τον όρο πως θα σταματούσα ένα βήμα πριν από τον στραγγαλισμό. Ντύθηκε από την αρχή ενώ εγώ κουλουριάστηκα πίσω από μια καρέκλα που έπαιζε το ρόλο θάμνου. Άρχισε να πετάει αργά ένα-ένα τα ρούχα κάνοντας πως δεν με βλέπει σαν να ετοιμαζόταν να κάνει βραδινό μπάνιο γυμνή. Εγώ καραδοκούσα να ορμήσω την κατάλληλη στιγμή, μα δεν πρόλαβα. Η πόρτα της ντουλάπας άνοιξε διάπλατη, στο άνοιγμα φάνηκε ο Νικόλας με υψωμένα τα χέρια ουρλιάζοντας.
-Όχι άλλο! Να πάω από ασφυξία, έστω. Όχι όμως κι από πριαπισμό.

Η γκόμενα απέδειξε πως είχε χιούμορ και, μετά την πρώτη έκπληξη που την άφησε άναυδη, άρχισε να γελάει, να μας κατσαδιάζει πως είμαστε ανόητα παλιόπαιδα και να κάνει ό,τι μπορεί για να χαλαρώσει την επώδυνη στύση του Νικόλα.

Συνεχίζεται...



Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... καμαρούλα μια σταλιά



Φωτο Παναγιώτης Κούκης

Ο γκουρού ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, χωρίς αμφιβολία.

Με το τέλος της ομιλίας, κι ενώ η αίθουσα σείστηκε από το χειροκρότημα, ο δάσκαλος υποκλίθηκε με ταπείνωση και  αποχώρησε. Το μικρόφωνο πέρασε σε κάποιους παρατρεχάμενους που έδιναν χρηστικές πληροφορίες σε όσους ενδιαφέρονταν περαιτέρω: με ποιο τρόπο μπορούσαν να προμηθευτούν έντυπο υλικό ή να δηλώσουν συμμετοχή στα σεμινάρια που οργάνωνε το ελληνικό παράρτημα. Από δω και πέρα άρχιζε το μάρκετινγκ κι εγώ ήθελα να μείνω έξω από τη διαδικασία. Θα πρέπει βέβαια να ήμουν εξαίρεση γιατί οι ενδιαφερόμενοι σχημάτισαν μα τεράστια ουρά μπροστά από την έδρα του αμφιθέατρου. Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω μέχρι να αποσυμφορηθεί η αίθουσα κι έριξα ένα μηχανικό βλέμμα σ’ εκείνους που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Η εικόνα που έδωσε η μηχανική σάρωση της φευγαλέας ματιάς μου ήταν η αναμενόμενη. Εκτός...