Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Το μόνον της ζωής του συλλαλητήριον



Τι λαός!
Χρειάστηκε να νιώσουμε στο πετσί μας κάτι παραπάνω από ένα χρόνο τους όρους του μνημονίου…
Χρειάστηκε να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας με καινούργιες λέξεις: τρόικα, διεθνές νομισματικό ταμείο, ευρωπαϊκή τράπεζα, οίκοι αξιολόγησης…
Λέξεις που τις αναλύσαμε διεξοδικά - σχεδόν τις διηθήσαμε - ξαπλωμένοι αναπαυτικά σε πολυθρόνες μπαμπού, ρουφώντας ηδονικά  φρεντοτσίνο, στις ανά την χώρα καφετέριες…
Χρειάστηκε να βρεθούμε μπροστά στο πιεστικό δίλημμα: επιστροφή στη δραχμή ή παραμονή στην ευρωζώνη; Για το οποίο διαφωνήσαμε μέχρις εσχάτων τσουγκρίζοντας ποτήρια  παγωμένης μπύρας – εισαγωγής κατά προτίμηση…
Χρειάστηκε, πάνω απ’ όλα, να μάς θίξουν το εθνικό συλλογικό φιλότιμο οι εξυπνάκηδες Ισπανοί μ’ εκείνο το ευφυολόγημα: « μην κάνετε φασαρία, θα ξυπνήσουν οι Έλληνες!»

Για μένα το είπες, ρε, αυτό; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θέλεις να σού θυμίσω τις επαναστατικές μου περγαμηνές; 


Και εν μια νυκτί – κυριολεκτικά – η οργή ξεχείλισε  και οι πλατείες κατακλύσθηκαν από αγανακτισμένους που κραδαίνουν κατσαρολικά, που επιδίδονται στο σπορ του φασκελώματος με στιλ, που συναγωνίζονται για το πιο πνευματώδες σύνθημα, που μεταφέρουν τα κάμπινγκ από τις παραλίες στις πλατείες, που γοητεύονται από την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων ψυχών, που αποδεικνύονται μια ήρεμη δύναμη την οποία όμως δυσκολεύονται  να διαχειριστούν.
Κόμματα  και συνδικάτα  αναστατώθηκαν. Πρωτόγνωρος,  βλέπεις, ο τρόπος διεκδίκησης, τα έβγαλε έξω από τα λιμνασμένα νερά τους. Τα κόμματα εξουσίας,  πάντα συντηρητικά, τήρησαν επιφυλακτική στάση προσβλέποντας στο ξεφούσκωμα. Κάποια από τα μικρότερα τόλμησαν να ψελλίσουν: «δεν γίνεται επανάσταση χωρίς εμάς». Κάποια  άλλα προσπάθησαν να προσεταιρισθούν το κίνημα χαϊδεύοντας αυτιά, για να διαπιστώσουν γρήγορα ότι δεν είναι χειραγωγήσιμο. 
Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης προσπέρασαν την ενστικτώδη παρόρμηση να αγνοήσουν ή να λοιδορήσουν το φαινόμενο,  όταν συνειδητοποίησαν την πραγματική του δύναμη: πλήρης αυτονομία  στον επικοινωνιακό τομέα. Blogs, twitter, facebook μπήκαν στην υπηρεσία του, αναμετέδιδαν σε πραγματικό χρόνο κάθε ατάκα και έγιναν δίαυλοι ενημέρωσης μεταφέροντας στον έξω κόσμο τις επιθυμητές εντυπώσεις. Όπως όταν ο πεντάχρονος Νικόλας αφόπλισε με το σαγηνευτικό του χαμόγελο τον αρματωμένο αστυνομικό κι εκείνος – αφήνοντας την ασπίδα του στο πλάι - γονάτισε μπροστά του να τον χαϊδέψει. Το τρυφερό στιγμιότυπο αιχμαλωτίστηκε και η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου φορτισμένη με τη σημειολογία της. Γιατί δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στην επικοινωνιολογία για να ξέρει ότι αν θέλεις να έχεις κοινό, γέμισε το πλάνο σου με την αθωότητα παιδικού προσώπου.
Μια και το ρεπορτάζ  ήταν περιττό, οι δημοσιογράφοι αναλώθηκαν σε σχολιασμούς, επιχειρώντας  ακτινογραφία της ταυτότητας των διαδηλωτών και εξονυχιστική μελέτη της ανθρωπογεωγραφίας του πλήθους. Όλοι μιλούσαν  για κατακόρυφη διαστρωμάτωση: ηλικιακή, κοινωνική, οικονομική, ταξική, μορφωτική…  Ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό ανακάλυπταν που ηχούσε στα τηλεοπτικά παράθυρα ως μόνιμη επωδός: «άνθρωποι που δεν έχουν πάει ποτέ στην ζωή τους  σε διαδηλώσεις.»

Στην Ελλάδα αυτό ακούγεται κάπως σαν να λέμε: εξωγήινοι!

Πού ήταν κρυμμένο αυτό το σιωπηλό είδος;  Ποιες συγκυρίες ζωής, ποιοι φόβοι, ποια μοιρολατρία, ποια διστακτικότητα, ποια αδιαφορία, τους είχε κρατήσει τόσα χρόνια αδρανείς στους καναπέδες; Είναι άτομα με ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα που όμως αρκούνται στην παρακολούθησή τους από απόσταση ασφαλείας ή άνθρωποι περιχαρακωμένοι στον μικρόκοσμό τους θεωρώντας τον νησί αποκομμένο από τη στεριά; 

Ιδού λοιπόν, αποκαλύπτω την περίπτωσή μου μπροστά σας! 

Στην ενήλικη ζωή μου φρόντισα να καλύψω ιδεολογικά τη συμπεριφορά μου αυτή και, αραδιάζοντας πειστικά επιχειρήματα, να την προβάλλω ως ψαγμένη στάση ζωής. Εκείνο το «λάθε βιώσας» του Επίκουρου ήταν εξαιρετικά βολικό ως συνήγορος των απόψεών μου – και τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους δεν τους αμφισβητείς τόσο εύκολα. Τι διάολο, πετυχημένος δικηγόρος είμαι, δουλειά μου είναι να μπορώ να παρουσιάσω το οτιδήποτε σαν αλήθεια.

Η μαύρη αλήθεια, όμως, είναι καλά κρυμμένη σ’ εκείνο το γελαστό πρωινό του Μάη  του ’64. Τότε… που βρισκόμουν στη μυθική ηλικία των δεκατριών, που ήμουν μαθητής της δευτέρας τάξης του μοναδικού – εξατάξιου - Γυμνασίου του νησιού και που αποτελούσα το    τέταρτο μέλος μιας οικογένειας όπου το να μιλάς μπροστά στα παιδιά για την πολιτική κατάσταση – πολύ περισσότερο για κομματικές αντιπαραθέσεις – ήταν εξίσου ανεπίτρεπτο με το να μιλάς για ερωτικές σχέσεις – ή, Θεός φυλάξοι, για τις ακατονόμαστες σεξουαλικές.
Η εφημερίδα που διάβαζε ο πατέρας παραήταν βαρύ ανάγνωσμα για μένα. Παρόλο που δεν έχανα το καθημερινό χρονογράφημα του Παύλου Παλαιολόγου, τίποτα δεν με παρακινούσε να επεκταθώ στις γειτονικές στήλες. Έτσι η ενημέρωσή μου για τα διαδραματιζόμενα στην χώρα ήταν από ανελλιπής έως ανύπαρκτη. Ψυχανεμιζόμουνα, ωστόσο, έναν αναβρασμό στον κόσμο των ενηλίκων. Τ’ αυτιά μου έπιαναν σκόρπια λόγια για τον «Γέρο της δημοκρατίας» που χρειάστηκε δύο ανένδοτους μέχρι να κερδίσει τις εκλογές και που επιτέλους μπόρεσε να σχηματίσει βιώσιμη  κυβέρνηση δίνοντας ελπίδα και όραμα στο λαό.
Όχι πως καιγόμουνα να ενημερωθώ για την πολιτική κατάσταση – κι ας είχε την γοητεία του απαγορευμένου. Αρκετά προσωπικά προβλήματα είχα. Το εξής ένα, δηλαδή, που άκουγε στο όνομα Χαρούλα. Η  ξανθή αλογοουρά της άναβε πρωτόγνωρους πόθους στο κορμί μου κι έκανε τους, κοιμισμένους μέχρι πρότινος αδένες μου, να δουλεύουν υπερωρίες. Η Χαρούλα άλλαζε χρώμα, καθώς περνούσα μπροστά από το θρανίο της κοιτάζοντας την επίμονα, αλλά δεν έστεργε να συγκατατεθεί στα ερωτικά καλέσματα που της έστελνα. Είχα λοιπόν, τον δικό μου ανένδοτο, τις δικές μου ελπίδες, το δικό μου όραμα και η προσδοκία της πραγμάτωσής τους μου έφερνε ηδονικές ανατριχίλες. Και κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή και τα προβλήματα των μεγάλων ήλθαν και μπερδεύτηκαν μέσα στα δικά μου.
Η ρουτίνα της σχολικής ζωής διακόπηκε βίαια κάποιο πρωί όταν , λίγο πριν από την καθιερωμένη προσευχή, εμφανίστηκε μια δυναμική ομάδα μαθητών που φώναζαν συνθήματα από τα οποία ξεχώριζε εκείνο το ακατανόητο μεν, γοητευτικό δε:  «αυτοδιάθεση στην Κύπρο». Δεν προσπερνούσαν την καγκελόπορτα του προαύλιου, αλλά αντίθετα μάς καλούσαν να βγούμε έξω και να ενωθούμε μαζί τους. Το κουδούνι δεν χτύπησε στην ώρα του, οι καθηγητές συνεδρίαζαν πίσω από κλειστές πόρτες και μόνο κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο επιστάτης ο οποίος – εκτελώντας προφανώς εντολές - κλείδωσε την αυλόπορτα πυροδοτώντας έτσι την ένταση. Κάποιοι μαθητές από μέσα προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα κάγκελα, ενώ οι απ’ έξω άρχισαν να φωνάζουν όλο και πιο έντονα. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και η εξέλιξή της απρόβλεπτη.
Τότε άνοιξε η πόρτα του γραφείου και εμφανίστηκαν οι καθηγητές, ο Γυμνασιάρχης και ο – μόλις πριν λίγους μήνες εκλεγμένος – μοναδικός βουλευτής του νησιού. Οι καθηγητές έμοιαζαν αμήχανοι. Το έβλεπες καθαρά σε πόσο άβολη θέση βρίσκονταν.  Ο Γυμνασιάρχης έδειχνε καταβεβλημένος. Κάτωχρος, έδινε την αίσθηση ανθρώπου που βλέπει το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του. Για πρώτη φορά τον έβλεπα να έχει χάσει τον απόλυτο έλεγχο του σχολείου. Η εμφάνισή τους αποτέλεσε την θρυαλλίδα που έκανε τους μαθητές – και τους μέσα και τους έξω – να υψώσουν την ένταση της φωνής και τα όσα ακούγονταν δεν ήταν οργανωμένα. Ο καθένας έλεγε ό,τι ήθελε, βγάζοντας έτσι τα εσώψυχά του και απελευθερώνοντας την όποια καταπίεση είχε κατά καιρούς υποστεί. 
Όχι κι εγώ, όμως. Η θλιβερή εικόνα του – μισητού – Γυμνασιάρχη, αντί να με κάνει να πανηγυρίσω, μού δημιούργησε αισθήματα οίκτου. Ήταν λοιπόν κι αυτός ευάλωτος! Ίσως προσπαθούσε αυτή τη στιγμή να καταπιεί τα δάκρυά του! Και όταν κάποιος γίνεται αξιολύπητος αυτόματα παύει να είναι μισητός. Εγώ απεχθανόμουν τον πανύψηλο, μεγαλοπρεπή, αγέρωχο εκπρόσωπο της σχολικής εξουσίας. Με τίποτα δεν θα μπορούσα πια να μισώ το πελιδνό ανθρωπάκι  που αντίκριζα, που είχε καμπουριάσει σαν να γέρασε μέσα σε λίγες ώρες. Η φωνή του ωστόσο – καθώς απευθύνθηκε στον βουλευτή – ακούστηκε στεντόρεια, όπως πάντα, και κάλυψε τον θόρυβο των κραυγών. Κρατήσαμε την ανάσα ν’ ακούσουμε τη στιχομυθία. Νέοι καιροί, νέα ήθη!

-Κύριε Βουλευτά, είστε υπεύθυνος για την αναστάτωση των μαθητών.
-Κύριε Γυμνασιάρχα, τα σχολεία δεν είναι φυλακές. Σας καλώ να ανοίξετε την αυλόθυρα και να επιτρέψετε, σε όσους μαθητές επιθυμούν, να διαδηλώσουν ειρηνικά για το εθνικό μας θέμα. Το οφείλουμε στη μεγαλόνησο.
-Κύριε Βουλευτά, πώς θα αντιμετωπίσω τους γονείς, που μού έχουν εμπιστευτεί την μόρφωση των παιδιών τους στην, πολύ πιθανή, περίπτωση που θα δημιουργηθούν έκτροπα με απρόβλεπτες  συνέπειες για την ασφάλειά τους;
-Κύριε Γυμνασιάρχα, πάψετε να κινδυνολογείτε και να εκφοβίζετε. Αυτά που ξέρατε έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Η τελευταία φράση πνίγηκε σε ζητωκραυγές και γιουχαΐσματα. Οι μαθητές ήταν πια ένα ασυγκράτητο ποτάμι με ανεξέλεγκτη ορμή. Ο Γυμνασιάρχης ανασήκωσε τους ώμους – ή έτσι μου φάνηκε - και αναζήτησε τον επιστάτη. Συνεννοήθηκαν με τα μάτια κι εκείνος βιάστηκε να ξεκλειδώσει. Τ’ αγόρια των μεγάλων τάξεων ξεχύθηκαν με μιας έξω, παρασύροντας τους πιο τολμηρούς από τους μικρότερους. Τα κορίτσια και οι υπόλοιποι εμείς κοντοσταθήκαμε μουδιασμένοι. Κοιταζόμαστε, αλλά κανείς δεν τόλμησε να κάνει το μεγάλο βήμα. 
Και τότε το είδα! 
Ερωτηματικό στην αρχή και απαξιωτικό ύστερα το βλέμμα της Χαρούλας, άλλαξε μεμιάς την απόφασή μου και βιάστηκα να ενωθώ μαζί τους, αλλά η στιγμιαία διστακτικότητά μου είχε λειτουργήσει καθοριστικά. Στα ελάχιστα λεπτά που πέρασαν, εκείνοι είχαν απομακρυνθεί από τον χώρο του προαύλιου και ήθελε διπλάσια τόλμη για  να ξεκόψω μόνος κατάμονος από το κοπάδι – τόλμη που δεν διέθετα.
Κατάπια με κόπο τα δάκρυά μου καθώς διαισθάνθηκα ότι την είχα χάσει οριστικά – διαίσθηση που επαληθεύτηκε. Και να φανταστείς ότι ιδέα δεν είχα, τότε, για την αποκλειστική προτίμηση που τρέφουν οι γυναίκες για τους ήρωες. Μείναμε  να τούς κοιτάμε μελαγχολικά καθώς απομακρύνονταν αργά. Ο βουλευτής, επικεφαλής, τούς είχε γητέψει και τούς είχε πάρει μακριά μας, αφήνοντας το σχολείο μισερό μέσα σε μια παγερή βουβαμάρα. Σε λίγο χάθηκαν από το οπτικό μας πεδίο, όμως για αρκετή ώρα ακούγαμε τις ζωηρές νεανικές φωνές τους.


Στο μεσημεριανό τραπέζι, ο πατέρας μάλωσε δασκαλίστικα τον μεγάλο αδελφό μου, όταν εκείνος διηγήθηκε με έξαψη και καμάρι τα πρωτοφανή γεγονότα και την εμπειρία από το πρώτο του συλλαλητήριο. « Εγώ» είπε έντονα «σε στέλνω στο σχολείο να μάθεις γράμματα και όχι να παίζεις τον επαναστάτη της πεντάρας. Το προνόμιο να μπορείς να φοιτάς στο Γυμνάσιο μόνο πολύ αργότερα θα το εκτιμήσεις, αλλά θα είναι πολύ αργά να ξαναφέρεις πίσω τη σημερινή μέρα που άφησες αναξιοποίητη, εγκαταλείποντας το σχολείο. Και αν, τέλος πάντων, θέλεις να επαναστατήσεις απέναντι σε κάτι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να περιμένεις να πήξει το μυαλό σου, ώστε να ξέρεις πεντακάθαρα για ποιο πράγμα αγωνίζεσαι. Και δεν μου λες; Πόσοι από εσάς, τα τζόβενα, ξέρετε γιατί διαδηλώσατε; Πόσοι από σας ανοίξατε ένα χάρτη να δείτε πούθε πέφτει η Κύπρος; Πόσοι από σας κοιτάξατε στο λεξικό να μάθετε τι σημαίνει η λέξη “αυτοδιάθεση” που μηρυκάζατε;» Κι τότε έσκυψα το κεφάλι, να μην φανεί το κοκκίνισμα αφού στην τελευταία κατηγορία ενόχων ανήκα κι εγώ.
Α, ρε πατέρα! Τον αδελφό μου νουθετούσες, εμένα όμως σημάδευες. Ευαγγέλιο τα έκανα τα λόγια σου. Και πριν επαναστατήσω έψαχνα τα «γιατί» και τα «διότι». Όμως δεν μάς τα είπες καλά! Γιατί η επανάσταση – όπως και ο έρωτας – είναι θέμα στιγμής. Αν την γραπώσεις, θα έχεις όλο το χρόνο – όντας μέσα – να συνειδητοποιήσεις για ποιο πράγμα παλεύεις. Θα έχεις την ευκαιρία ακόμα και να μετανιώσεις: για κάτι που έκανες όμως, όχι για κάτι που δεν έκανες. Πώς νομίζεις έχασα την εξέγερση του Πολυτεχνείου; 
Η διάρκεια της χούντας είχε παρατραβήξει, η περίοδος χάριτος που της είχα παραχωρήσει είχε προ πολλού εξαντληθεί, οι σπουδές μου είχαν μόλις τελειώσει, δεν είχα πια αναστολές. Το ήξερα, ήταν η ώρα μου. Όταν όμως πήγαινα, τις μέρες της αναταραχής, στον επαναστατημένο χώρο και ανίχνευα παλμούς, την ένιωθα την ανοργανωσιά. Τα αιτήματα, αδιαμόρφωτα, άλλαζαν μέρα με τη μέρα. Ξεχείλιζε ο παλμός και το πάθος, αλλά έλειπε η γνώση. Λες και καθένας ξεχωριστά πάλευε για κάτι διαφορετικό, λες και υπήρχαν πολλοί παράλληλοι ατομικοί αγώνες στον ίδιο χώρο, λες και παρακολουθούσα μια άμιλλα επαναστατικότητας  όπου ο ένας συμπαρέσυρε τον διπλανό του και εκείνος πάλι προσπαθούσε να μην δείξει λίγος και όλοι μαζί να μη φανούν κατώτεροι των περιστάσεων. Μού έφερναν στο νου μικρά ρυάκια που – έχοντας το καθένα την δική του ιστορία και δυναμική - συνενώνονται για να σχηματίσουν το πολύβουο ποτάμι. Δεν αμφισβητούσα την ορμή του ποταμού, η ανομοιογένεια του με προβλημάτιζε. Εγώ δεν είχα εντολή να αγωνιστώ κάτω από τέτοιες συνθήκες. Περίμενα λοιπόν… αύριο… μεθαύριο να σχηματοποιηθούν οι διεκδικήσεις, να κατασταλάξουν τα αιτήματα και τότε ν’ αποφασίσω. Κι εκεί… το πανηγύρι τέλειωσε κι εγώ έμεινα απ’ έξω ν’ αφουγκράζομαι τη σιωπή του αυτοσχέδιου ραδιοφωνικού σταθμού με την πίκρα ότι η στιγμή φφφ… πάει, πέταξε.


Και τώρα, στα εξήντα μου, πήγα στο Σύνταγμα να διαδηλώσω για πρώτη φορά την αγανάκτησή μου, χωρίς αμφιταλαντεύσεις για το αν είναι σωστό ή όχι, μα με μια απολογητική διάθεση προς τα νέα παιδιά: « Μην μουντζώνετε την Βουλή και τους πολιτικούς. Εμένα να μουντζώνετε που δεν έκανα τίποτα για να μη χρειαστεί να βρίσκεστε εσείς εδώ σήμερα.» 




Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki


4 σχόλια:

  1. Πολύ ζωντανό, πολύ "δικό μου". Έτσι κάπως, μια και βρισκόμαστε κοντά ηλικιακά. Χωρίς Χαρούλα. Σ' αυτή την φάση όπου βγήκαμε από το Α'Γυμνάσιο για να διαδηλώσουμε. Γιατί; Όχι δεν ήμουν τόσο πολιτικοποιημένος. Απλά ήθελα να συμμετέχω σε μια κοινωνική πολιτική εκδήλωση. Από μικρός άκουγα τους μεγάλους να συζητούν πολιτικά, για το ΙΚΑ, ασφαλίσεις και τέτοια. Τάβαζα με το εαυτό μου που δεν είχα ιδέα τι είναι αυτά και άρα ήμουν έξω από τα τεκταινόμενα. Ναι, κατέβηκα κανά δυό φορές στους αγανακτισμένους και έφυγα θεωρώντας το ντροπή γιατί ήμουν κι εγώ υπεύθυνος για το χάλι της πατρίδας μου.
    Μπράβο Κατερίνα, έκλεισες σ' ένα μικρό άρθρο τις νεανικές ανησυχίες, οπτικές πολιτικές γωνίες και δεοντολογίες στα μεστωμένα πια χρόνια. Αλλά και μια πρωτόγνωρη ευαισθησία σπάνια ειδομένη. Μ' άρεσε-Πασχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Προσωπικά δεν πλησίασα στις πλατείες των αγανακτισμένων, παρ όλη την συμπάθεια που τρέφω προς την αθωότητα του κινήματος.
    Επιμένω να είμαι θιασώτης του: "λάθε βιώσας"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μπορεί νάχασες εκείνη τη Χαρούλα με την ξανθιά αλογοουρά,κέρδισες όμως αυτή εδώ! Κάθε φορά την κερδίζεις περισσότερο και την προβληματίζεις και την κάνεις να θέλει να εμβαθύνει στα νοήματά σου και να τα αποκρυπτο γραφήσει, προσπαθώντας να ξεχωρίσει την προσωπική αλήθεια απο την γενικευμένη.
    Και το σημερινό σου κείμενο μέσα απο "ηλικιακές" ανακατατάξεις με οδήγησε και πάλι σε δρόμους σκέψης και ενδοσκόπησης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η αλήθεια!
    Ακόμα και οι επιστήμονες ξέρουν ότι η τωρινή "αλήθεια" ισχύει μέχρι που κάποια άλλη "αλήθεια" την ανασκευάσει.
    Μην ψάχνεις την αλήθεια σε λογοτεχνικά κείμενα.
    Απόλαυσέ τα και ταυτίσου με όποιον χαρακτήρα σου πάει.
    Έτσι κάνω κι εγώ και όταν διαβάζω και όταν γράφω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας