Φωτο Παναγιώτης Κούκης |
Ο μικρός Μιχαλιός μεγάλωνε σ’ ένα σπίτι δίχως άντρες. Ο πατέρας έλειπε στη Γερμανία, που η φαντασία του την τοποθετούσε στα πέρατα του κόσμου, μα ερχόταν το δίχως άλλο κάθε καλοκαίρι. Ο παππούς όμως, κι ας είχε τ’ όνομά του, δεν είχε φανεί ποτέ στο σπίτι. Έλειπε, του ’λεγαν, σε μακρινό ταξίδι πιο πέρα κι από τη Γερμανία. Πώς γίνεται να πάει κανείς πιο πέρα από την άκρη του κόσμου; Έμαθε να ερμηνεύει την απουσία του ως αδιαφορία και να την ταυτίζει με έλλειψη αγάπης. Γιατί αν ο παππούς τους αγαπούσε, θα εύρισκε τρόπο να έλθει έστω και για μια μέρα κοντά τους. Τη στέρηση του αρσενικού, όμως, εξισορροπούσε η πληθώρα θηλυκού. Το σπίτι ήταν γεμάτο θείες που ξεσυνερίζονταν ποια να τον κανακέψει περισσότερο. Κι όντας μοναδικός αρσενικός μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες έπαιρνε γενναιόδωρα και πλουσιοπάροχα όλη εκείνη τη φροντίδα και την αγάπη που τον βοήθησαν να μην βιώσει την απουσία της μάνας.
Ήταν όμως η φιγούρα της γιαγιάς εκείνη που στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια. Η κρητικιά γιαγιά, λεβέντισσα, ανυπόταχτη, παλικαρού, ήξερε να κουλαντρίζει το τιμόνι του σπιτιού σαν δέκα άντρες μαζί. Σε κάθε λάθος ή παράλειψη των θυγατέρων της ξεσπούσαν οι κεραυνοί της οργής της που έκαναν τους τοίχους να τραντάζονται και την υπαίτια να ζαρώνει στη γωνιά. Κουμαντάριζε τις οικονομικές συναλλαγές με πείρα και γνώση και ο πρώτος εξυπνάκιας, που υποτιμώντας την ευστροφία της, διανοήθηκε να την ξεγελάσει έφυγε με την ουρά στα σκέλια. Το πάθημα του έκανε το γύρο του χωριού. Θέμα συζήτησης στο καφενείο για τους άντρες που θέλοντας και μη την αποδέχτηκαν ως ισότιμη. Θέμα συζήτησης και για τις γυναίκες, στα κατώφλια, που στα φανερά εκθείαζαν τον δυναμισμό της μα με υπονοούμενα αμφισβητούσαν τη γυναικεία της υπόσταση.
Κι όμως είχε γυναικεία υπόσταση αυτή η σιδερένια γυναίκα και το χαμόγελο του Μιχαλιού λειτουργούσε σαν καταλύτης για να την βγάλει στο φως. Η παρουσία του την μεταμόρφωνε, την έκανε να χάνει τη χαλύβδινη αυτοπειθαρχία της, την έκανε ευαίσθητη κι εύθραυστη σαν κλωστούλα. Κι εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να βρίσκεται δίπλα της. Παρέα περνούσαν τις ώρες της σκόλης. Στην προσήλια αυλή τις χειμωνιάτικες λιακάδες, στην παρασιά τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια, στη σκιά της μεγάλης μουριάς τα καλοκαιρινά απομεσήμερα. Εκείνη όλο με κάτι απασχολούσε τα χέρια της, έγνεθε ή ξεκούκκιαζε καλαμπόκι, έτριβε τραχανά ή μαντάριζε κάλτσες μα η καρδιά της άνοιγε διάλπατα κι η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι αποκαλύπτοντας θησαυρούς που η ζωή είχε σωρεύσει μέσα της. Δεν χρειάστηκε ποτέ να την παρακαλέσει. Άρχιζε αυθόρμητα τραγούδια για βασιλοπούλες και παραμύθια για δράκους, ιστορίες για νεράιδες και θρύλους για ξωτικά με ρίζες που χάνονται στα βάθη αιώνων. Κι ήταν τόσο ζωηρές οι αφηγήσεις της που ο μικρός ένιωθε την παιδική του ανάσα να κόβεται με το ξυράφι μα αντί να πτοηθεί, ζητούσε μαγνητισμένος ν’ ακούσει κι άλλα ή έστω να ξανακούσει τα ίδια για πολλοστή φορά.
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες όταν μιλούσε για τους “Δροσουλίτες”. Να 'σαι, λέει, ξενυχτισμένος πρωινός οδοιπόρος κάποιο καλοκαιρινό χάραμα με βαριά νοτισμένη ατμόσφαιρα, να 'ρχεται από τη θάλασσα μια δροσιά που διώχνει τη νύστα και ξαφνικά να βλέπεις να ξεπροβάλουν στο βάθος του ορίζοντα λεβεντόκορμα παλικάρια πάνω στ’ άλογα, με μαύρα κεφαλομάντηλα και πλήρη αρματωσιά. Ν' απλώνεις τα χέρια να τους αγγίξεις -τόσο κοντά σου είναι- κι αυτοί αδιάφοροι να σε αφήνουν να τρέχεις ξωπίσω τους συνεχίζοντας να καλπάζουν ήρεμα σαν να μην σε είδαν, σαν να μην σε άκουσαν, σαν να μην υπήρξες, εσύ, ποτέ. Και να ξέρεις πως θα συνεχίσουν το ταξίδι στους αιώνες ενώ εσύ μένεις ν' αναθυμάσαι τ' όραμα και να καμαρώνεις που αξιώθηκες να το ζήσεις.
-Εσύ τους έχεις δει γιαγιά, με τα μάτια σου;
-Τους είδε ο κύρης μου κι όταν γύρισε σπίτι και τ' ανιστόρησε χαρτί και καλαμάρι μ' έκαμε να τους δω μέσα από τα μάτια του. Τόσο ζωντανοί είχαν απομείνει μέσα του.
Σταματούσε απότομα να μιλάει, ξάνοιγε, με ονειροπόλο βλέμμα, τον απέναντι τοίχο λες και το όραμα διαρκούσε ακόμα κι έμενε μετέωρο το χέρι αφήνοντας τη δουλειά μισοτελειωμένη. Η στάση της περισσότερο κι από τα λόγια της υπέβαλαν το παιδί, του 'κοβαν κάθε διάθεση για αμφισβήτηση και το έκαναν να στυλώνει τα μάτια μπας και δει εκείνο που είχε συνεπάρει τη γιαγιά.
Σταματούσε απότομα να μιλάει, ξάνοιγε, με ονειροπόλο βλέμμα, τον απέναντι τοίχο λες και το όραμα διαρκούσε ακόμα κι έμενε μετέωρο το χέρι αφήνοντας τη δουλειά μισοτελειωμένη. Η στάση της περισσότερο κι από τα λόγια της υπέβαλαν το παιδί, του 'κοβαν κάθε διάθεση για αμφισβήτηση και το έκαναν να στυλώνει τα μάτια μπας και δει εκείνο που είχε συνεπάρει τη γιαγιά.
Κι όταν μιλούσε για τον Σηφοδασκαλάκη, πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου Δασκαλογιάννη στον ξεσηκωμό για τη λευτεριά –τότε, το 1770- η φωνή της είχε μια γλύκα πονετική που δεν της το'χες να βγαίνει από το στόμα της.
-Ο ντεληκανής γλύτωσε από το σπαθί του Τούρκου, αλλά του ’μεινε χουνέρι στο δεξί πόδι. Και την άλλη χρονιά στο πανηγύρι δεν το βάσταγε η καρδιά του να βλέπει να χορεύουν το πεντοζάλι κι αυτός να κάθεται ανήμπορος με τους γέρους. Οι μουσικοί, που καταλάβαιναν τον καημό του, έκαμαν ό,τι ήταν μπορετό να φέρουν το ρυθμό και τα βήματα στα ζάλα ενός ζουγλού άντρα. Έτσι έφτασε να χορεύεται ως τις μέρες μας ο “κουτσαμπαδιανός”, ο χορός του κουτσού από την Αμπαδιά του Ρέθυμνου. Που λεν πως είναι πιο εύκολος, γιατί ’ναι πιο αργός. Όμως, αν ρωτάς τη γνώμη μου, πιο δύσκολος είναι. Γιατί ο χορευτής, που δεν έχει κουσούρι, πρέπει να είναι πολύ άξιος και μερακλής για να μπορεί να καμώνεται πώς σέρνει το δεξί το πόδι, αλλά το ζερβό να το τινάζει λεβέντικα λες και πασχίζει να ξεπληρώσει την ανημπόρια του άλλου.
-Έτσι γιαγιά;
Κι εκείνη ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια βλέποντας τις κωμικές προσπάθειες του παιδιού που καμωνόταν τον τρόπο που χορεύει ένας κουτσός.
Δεν κουράστηκε ποτέ να του επαναλαμβάνει και να του εξηγεί. Κάποτε μόνο, όταν μπούχτιζε με τις απανωτές απορίες του ή όταν τη ρωτούσε –με μια πρώιμη ωριμότητα- πράγματα που δεν αντέχει ν’ ακούσει ένα παιδί, κρυφοχαμογελούσε και σκεφτόταν όλο καμάρι: αυτό το παιδί έχει πάρει την ομορφιά του πατέρα του και την εξυπνάδα τη δικιά μου. Ο Θεός να το φυλάει από το κακό το μάτι. Κι ενώ από μέσα της κρυφά τον σταύρωνε, στα φανερά απαντούσε μπαϊλντισμένη τάχα.
-Ουφ, με πλάνταξες. Δεν σε προλαβαίνω, όλα μονομιάς δεν γίνεται να τα μάθεις!
Μα σαν έβλεπε το παραπονεμένο ύφος του βιαζόταν να επανορθώσει.
-Μη μου χολοσκάς πουλί μου και μην αναδακρυώνεις. Τα υπόλοιπα θα στα μάθω αργότερα, όταν μεγαλώσεις.
Έμεινε με το παράπονο, ανακατεμένο και με μια γερή δόση θυμού. Γιατί η γιαγιά ταξίδεψε, να πάει να συναντήσει τον παππού, πριν προλάβει να μεγαλώσει και τον άφησε μ' ένα σωρό απορίες μα προ πάντων εκείνη τη μεγαλύτερη: γιατί, αφού έλεγε πως τον αγαπούσε, δεν τον περίμενε να μεγαλώσει; Γιατί έφυγε χωρίς να κρατήσει την υπόσχεσή της;
Δεν κουράστηκε ποτέ να του επαναλαμβάνει και να του εξηγεί. Κάποτε μόνο, όταν μπούχτιζε με τις απανωτές απορίες του ή όταν τη ρωτούσε –με μια πρώιμη ωριμότητα- πράγματα που δεν αντέχει ν’ ακούσει ένα παιδί, κρυφοχαμογελούσε και σκεφτόταν όλο καμάρι: αυτό το παιδί έχει πάρει την ομορφιά του πατέρα του και την εξυπνάδα τη δικιά μου. Ο Θεός να το φυλάει από το κακό το μάτι. Κι ενώ από μέσα της κρυφά τον σταύρωνε, στα φανερά απαντούσε μπαϊλντισμένη τάχα.
-Ουφ, με πλάνταξες. Δεν σε προλαβαίνω, όλα μονομιάς δεν γίνεται να τα μάθεις!
Μα σαν έβλεπε το παραπονεμένο ύφος του βιαζόταν να επανορθώσει.
-Μη μου χολοσκάς πουλί μου και μην αναδακρυώνεις. Τα υπόλοιπα θα στα μάθω αργότερα, όταν μεγαλώσεις.
Έμεινε με το παράπονο, ανακατεμένο και με μια γερή δόση θυμού. Γιατί η γιαγιά ταξίδεψε, να πάει να συναντήσει τον παππού, πριν προλάβει να μεγαλώσει και τον άφησε μ' ένα σωρό απορίες μα προ πάντων εκείνη τη μεγαλύτερη: γιατί, αφού έλεγε πως τον αγαπούσε, δεν τον περίμενε να μεγαλώσει; Γιατί έφυγε χωρίς να κρατήσει την υπόσχεσή της;
Βρίσκω την ευκαιρία εδώ, να μνημονεύσω κι εγώ τη μόνη "γιαγιά" που γνώρισα και βάζω εισαγωγικά γιατί απλά έπαιξε, το ρόλο των γιαγιάδων μου ελλείψει αυτών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχε όμως αυτούσια τα χαρακτηριστικά της παλιάς Ελληνίδας γιαγιάς. Μην έχοντας δικά της παιδιά έβαλε όλο το μητρικό της ένστικτο για να μεγαλώσει με περισσή αγάπη τα παιδιά της γειτονιάς. Ο πρώτος "εγγονός" μάλιστα που κράτησε στην αγκαλιά της τη στόλισε με το πιο όμορφο παρατσούκλι που μπορούσε να ελπίσει στην δήθεν άγονη ζωή της. Το όνομά της ήταν Άννα και κείνος τη φώναζε μάνα-Άννα που με τον καιρό και με τη συχνότητα που λεγόταν μετατράπηκε στο κύριο όνομα Μανάνα που τη συντρόφεψε μέχρι το τέλος της ζωής της. Χήρα και μαυροφορεμένη πάντα, ενίοτε και μαντηλοδεμένη,έβγαζε το μαντήλι της και τα λευκά μαλλιά της στεφάνωναν το ζαρωμένο της πρόσωπό Δεν δυσκολεύτηκε όμως καθόλου να μας μεταδώσει τη χαρά της ζωής μέσα από παλιά παραμύθια, τρελά γαργαλητά πάνω στο τεράστιο μεταλλικό κρεβάτι της,καψαλισμένες φέτες άσπρου ψωμιού αρωματισμένες από την πυρήνα του μαγκαλιού της, γλυκά νανουρίσματα και ταχταρίσματα που χαρήκαμε στην μοσχοβολιστή αγκαλιά της. Τη μυρωδιά της δεν μπορώ να την περιγράψω αλλά μπορώ θαυμάσια να την ανακαλέσω στη μνήμη μου οποιαδήποτε στιγμή. Με την αγάπη της κέρδισε ένα προνόμιο που δεν θα μπορούσε να έχει αλλιώς: ο μπαμπάς μου έδωσε το όνομα του άντρα της, στον αδερφό μου. Τέλος θυμάμαι τα τρεχαλητά που κάναμε για να χωθούμε στο στενάκι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού της για να γλιτώσουμε τιμωρίες μετά από παιδικές αταξίες μας. Τότε άνοιγε τα χέρια της φράζοντας το στενό και κανένας τιμωρός δεν μπορούσε να περάσει, γιατί όπως έλεγε αυτά τα παιδιά ήταν δικαιωματικά και δικά της! Αυτή με λίγα λόγια ήταν η Μανάνα, όνομα σύμβολο μιας γλυκιάς γιαγιάς και μάνας.
Συγνώμη για τη μακρυγόρευση,αλλά η μνήμη μια αφορμή θέλει για να γυρίσει πίσω και να μείνει εκεί που ξεκινάνε όλα, στην τρυφερότητα που νιώσαμε στα πολύ μακρινά παιδικά μας χρόνια. Ευχαριστώ γι αυτή την αφορμή!
Μετά από αυτή την περιγραφή, Ελένη, νομίζω πως είσαι έτοιμη να ανοίξεις δικό σου μαγαζί και να σχολιάζουμε εμείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο ωραίο είναι να σκεφτόμαστε πως το άσυλο που σας παρείχε η Μανάνα έχει μείνει αναλλοίωτο στις χιλιετίες. Θυμήσου( τηρουμένων των αναλογιών) πως οι διωκόμενοι στην αρχαία Ελλάδα κατέφευγαν στον βωμό κάποιου θεού όπου κανένας διώκτης δεν είχε δικαιοδοσία.
Καλημέρα στις κυρίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω, Κατερίνα, πως η Ελένη ξετύλιξε μια πλευρά της που είναι πανέμορφη. Μόνο που μας το δίνει με μικρή δόση.
Ελένη, έχει δίκαιο η Κατερίνα. Είναι καιρός να μπαίνουμε στο μαγαζί σου και να σε σχολιάζουμε.
Όσο για τον Μανωλιό Κατερίνα μου, τον έφερες στα μέτρα μου. Ωραίος ο τύπος και δυστυχώς η γιαγιά μου έφυγε όταν ήμουν οκτώ. Μόνο μια γλυκιά ανάμνηση.
Ελένη τα συγχαρητήριά μου και περιμένουμε περισσότερα.
Πασχάλης
Αυτή η τρίτη ανοίκει στην Ελένη και στο υπό ανέγερση μαγαζί της..........
ΑπάντησηΔιαγραφή"Να σας βρω της χαράς μαγαζί
ΑπάντησηΔιαγραφήνα σας κάνω όσα θέτε χατήρια
να τσουγκρίζουμε ώρες μαζί
της αγάπης γεμάτα ποτήρια...."
Τρίφωνο
Μεγάλη μου η συγκίνηση για τα καλοπροαίρετα σχόλιά σας! Αποκτούν βαρύνουσα σημασία, αφού προέρχονται από σας τους μετρ του είδους!
Για την ώρα μου αρκεί, που μοιράζομαι μαζί σας μικρές ιστορίες της ζωής μου και που μπορεί να σας άνοιξαν ένα μικρό παράθυρο, στον καλά κρυμμένο κόσμο που κρύβουμε όλοι μας και που ζητάει μερικές φορές, λίγο αέρα να αναπνεύσει, λίγο φως να φανεί. Ευχαριστώ!
Μου αρέσει που τις κάνουμε θεματικές τις Τρίτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλένη,εκτός από ιστορίες μπορείς να γράφεις και στίχους τραγουδιών από τον πλούτο που έχεις μέσα σου.
Πασχάλη, μου τον έκανες Μανωλιό τον Μιχαλιό και ποιος ακούει την AFRA.
Δεν μπορεί κάποια ιστορία θα'χεις να θυμάσαι από τη γιαγιά σου. Περιμένουμε.
RAPSOMANIKAKIS,αποπροσανατολίστηκες με το μαγαζί της Ελένης και δεν μας έδωσες την κρητική ματιά για τα γραφόμενα.
Για την ώρα με συγκινούν πολύ οι στίχοι των άλλων και όπου τους βρω θέλω να τους μοιράζομαι. Να σαι καλά Ρένα μου όπου και να σαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι λες γι αυτούς, Ελένη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜοναχογιός ο Κωνσταντής
Μικρός και χαϊδεμένος.
Καλή επιτυχία. Η σκέψη μου θα είναι μαζί σας.
Φιλιά από Ζάκυνθο.
Ρένα μου, τα κείμενα σου γράφονται με γνώση για τη ζωή κι ευαισθησία. οι περιγραφές σου δίνουν ολοζώντανες εικόνες και τα σχόλια σου είναι ουσιώδη χωρίς φλυαρίες. για παράδειγμα η αφήγηση σου για το χορό του κουτσού ήταν καταπληκτική! αλλά μου την σπάζει αυτό το συνεχίζεται...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις δίκιο, Αγγελική, είναι σπάσιμο. Από την άλλη είναι αναπόφευκτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν δημοσίευα όλο το μυθιστόρημα μονομιάς κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να το διαβάσει. Τέτοια κείμενα είναι για να διαβάζονται έντυπα. Η ηλεκτρονική ανάγνωση είναι υποκατάστατο και πάντα σε μικρές δόσεις.
Σ' ευχαριστώ για τα καλά λόγια πολύ περισσότερο που προέρχονται από φιλόλογο.
Ταπεινά συγνώμη. Αλλά βρε Κατερίνα στην αρχή με προϊδέασες με το Μιχαλιός σαν κάτι "δικό σας". Ύστερα στην λεβεντογέννα κολλάει πιο πολύ το Μανωλιός. Έτσι παρασύρθηκααλλά έπεσα κοντά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην δικιά μου την γιαγιά που δεν υπήρχε Μανωλιός ή Μιχαλιός αλλά Πασχαλάκος θυμάμαι μόνο το πονεμένο πρόσωπό της με τα δυό μεγάλα εκφραστικά της γαλάζια μάτια να με κοιτούν γεμάτα λατρεία. Πήρα το όνομα του δεκαεξάχρονου γυιού της που έχασε σε ηλικία δεκαέξη χρονών! Την ίδια χρονιά που γεννήθηκα, αλλά νομίζω πως σου έχω μιλήσει για την φανταστική στιγμή της βάφτισής μου. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Όσο για το στίχο που μ' άρεσε να την ακούω να τραγουδάει
ήταν η προσφυγούλα και η αδικία της πεθεράς.Πολλές φορές έκλαιγα κρυφά. Άδολα χρόνια! Αυτό τόγραψα δέκα έξη χρονών.
Μυτούλα σηκώνει
μπροστά στον αφρό
μ' αυθάδεια γελάει
σηκώνεται, βουτάει μα,
δεν φοβάται το θεριό
Πασχάλης
Αχ Ρένα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τραγουδήσω ούτε εγώ για συναφείς με τους δικούς σου λόγους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη σε όλους μας!
Φιλιά κι από μένα, φιλιά και στη Ζάκυνθο, πέρασα εκεί τις πρώτες διακοπές μου με τον άντρα και την κόρη μου και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις!
Πολύ ευαίσθητοι οι στίχοι του δεκαεξάχρονου Πασχάλη, μα δεν θα μας κακόπεφτε ν'ακούγαμε και τους στίχους της προσφυγούλας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο επαναλαμβάνω κι εγώ, Ελένη, μπας και το εμπεδώσουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη σε όλους μας.
Νομίζω πως το ξέρετε αλλά δεν πειράζει το ξαναθυμόμαστε. Είναι Θρακιώτικο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρχοντογιός αρχοντογιός παντρεύεται
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Η μάνα του η μάνα του σαν τ’ άκουσε
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Πιάνει δυο φι πιάνει δυο φίδια ζωντανά
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου
Κάτσε νύφη μ’ κάτσε νύφη μ’ να φας να πιεις
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου
Από την πρώ από την πρώτη πιρουνιά
η κόρη εφαρμακώθη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
η κόρη εφάρμακώθη
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου
Αχ, πεθερά αχ, πεθερά θέλω νερό
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου
Πασχάλης
Συγκινητικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν το ήξερα.
Και μένα με συγκινεί αυτό το τραγούδι αν και ακραίο όσο αφορά τις πεθερές και έχει και ωραία μουσική. Ευχαριστούμε Πασχάλη και σένα και όλες τις γιαγιάδες που μας συντροφεύουν με τις αναμνήσεις τους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκραίο για τη σημερινή εποχή.
ΔιαγραφήΑπ' ότι καταλαβαίνω είσαι τελικά εκτός εκδήλωσης.
Εκτός δυστυχώς, το καλό είναι ότι μάλλον ήταν λάθος συναγερμός, από χτες τα πράγματα πάνε καλύτερα, αλλά δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Ας είναι μέχρι εκεί!
ΔιαγραφήΛάθος συναγερμός και από την πλευρά μου. Αύριο επιστρέφω.
ΔιαγραφήΜε το καλό να γυρίσεις. Για μας τα πράγματα φαίνεται να δυσκολεύουν επώδυνα. Ας είναι! Ελπίζω να έχεις την ευκαιρία να ακούς Μηχαιλίδη και Σεφέρη.
Διαγραφήκαι εγώ με τη σειρά μου ταξίδι νοερό έκαμα στο Φραγκοκάστελο,καιστις διηγήσεις που άκουγα για τους δροσουλίτες.Και μια μικρή απογοήτευση που έπαιρνα όταν ρωτούσα τον πατέρα μου αν τους είδε και εισέπρατα αρνητική απάντηση. Ατένιζα τον κάμπο μπροστά μου και υποσχόμουν στον εαυτό μου πως σαν μεγαλώσω θα πάω ένα ξημέρωμα να τους στήσω "μποσκάδα".Δεν το 'κανα ποτέ. Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όταν μιλάει μια Κρητικιά για δροσουλίτες, εμείς οι υπόλοιποι να σωπαίνουμε. Πρώτη και καλύτερη εγώ που αντίκρισα το Φραγκοκάστελο μία και μοναδική φορά ως ταξιδιώτισσα. Είχα όμως το θράσος να εντάξω την παράδοση στο βιβλίο μου κι αν κρίνω από τα γραφόμενά σου το 'πιασα καλά το συναίσθημα του μικρού Μιχαλιού. Καλώς ήρθες Πολύμνια στην παρέα.
ΑπάντησηΔιαγραφή