Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Μια σκληρή ενηλικίωση




Ήταν εκείνη η δύσκολη δεκαετία του ’50. 
Η φτώχια και η ανεργία μάστιζαν τη χώρα και τα τρένα αναχωρούσαν από τους σταθμούς γεμάτα μετανάστες• προορισμός η Γερμανία. 
Σκληρή απόφαση• ιδίως για όσους άφηναν πίσω μικρά παιδιά. Ευτυχώς που υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες αποφασισμένοι να μην τ’ αφήσουν στερημένα από αγάπη. 
Κάπως έτσι βρέθηκε η μικρή Όλγα δίπλα στη γιαγιά-Όλγα που τη φρόντιζε, της τραγουδούσε, της έλεγε παραμύθια και κάθε βράδυ την έβαζε να προσεύχεται: φύλαγε Θεέ μου τη μαμά και τον μπαμπά μου και κάνε να ’ρθει γρήγορα γράμμα τους. Οι γονείς έγραφαν τακτικά πως είναι καλά, πως την αγαπάνε και πως το καλοκαίρι θα ’ρθουν φορτωμένοι παιχνίδια και ρούχα και παπούτσια. Την παραμονή η αγωνία της Όλγας κορυφωνόταν και η προσευχή της είχε χαρακτήρα επείγοντος: κάνε Θεέ μου να ξημερώσει γρήγορα, να φτάσουν οι γονείς μου μια ώρα αρχύτερα.

***

Μεγαλώνοντας, τα προβλήματα άλλαζαν.
"Γιαγιά μου, γιαγιάκα μου… αύριο γράφω διαγώνισμα μαθηματικά και φοβάμαι. Δεν ξέρεις πόσο φοβάμαι!"
Η γιαγιά, που ήξερε από αγωνίες, την καθησύχασε.
"Πήγαινε να διαβάσεις και το βράδυ παρακάλεσε το Θεό να σε βοηθήσει."
"Μπορεί να το κάνει;"
"Αν μπορεί; Αυτό μόνο; Αφού είναι παντοδύναμος."

***
Την άλλη μέρα η Όλγα γύρισε αναψοκοκκινισμένη από το σχολείο.
"Γιαγιά μου, γιαγιάκα μου. Έγραψα άριστα."
Η γιαγιά χαμογέλασε ικανοποιημένη. (Είχε δει με πόση επιμέλεια είχε μελετήσει η Όλγα.)
"Τι σου ’λεγα; Μη λησμονήσεις να ευχαριστήσεις το Θεό πριν κοιμηθείς."

***
Αυτή η απλοϊκή σχέση της Όλγας μ’ ένα Θεό-πατέρα πρόθυμο να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες της δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Η εφηβεία έφερε απορίες κι οι απορίες αμφιβολίες. Οι απαντήσεις της γιαγιάς στις υπαρξιακές της αγωνίες παραήταν δογματικές και καθόλου πειστικές κι εκείνη ανήκε σε μια γενιά που ήθελε όλα να τα εξηγήσει και που δεν μπορούσε να πορευτεί μόνο με εμπιστοσύνη. Λαχταρούσε κάτι περισσότερο, έψαχνε το νόημα της ζωής, αναρωτιόταν για την προέλευση του κακού και του άδικου κι ένιωθε μπερδεμένη. Δεν ήταν εύκολο να εμπιστεύεται και ταυτόχρονα να απορεί, δεν ήταν διατεθειμένη να αφήνεται ενώ αμφέβαλε, δεν κατάφερνε να τιθασεύει την ανυπομονησία της και να περιμένει να ’ρθουν στην ώρα τους οι απαντήσεις στα "γιατί" της. Ο νους αμφέβαλε και επέκρινε. Η καρδιά όμως είχε μάθει ν’ αγαπά και ν’ ακολουθεί. Το μυαλό ταλαντευόταν, δίσταζε, είχε ενδοιασμούς μα η ψυχή είχε μια βιωματική σχέση με το Θείο με γερά θεμέλια στα μικράτα της. Μια σχέση όμως που δεν ήταν στατική. Μια σχέση που παλινδρομούσε ανάμεσα στην άρνηση και την εμπιστοσύνη, ανάμεσα στην αποστασία και την επιστροφή
***
Η Όλγα δεν ήταν άτομο τυχαίο. Ποτέ δεν θ’ αγαπούσε πράγματα μικρά και δεύτερα, ποτέ δεν θα ζούσε μια ζωή ρηχή. Δεν αμφισβητούσε για την αμφισβήτηση αλλά για να βρει το αληθινό. Αναζητούσε έναν καινούργιο Θεό, έναν δικό της Θεό που θα την έκανε να μη μπορεί να ζει αντίθετά Του. Μα για να τον βρει έπρεπε να γίνει ακροβάτης, να ισορροπήσει στο σχοινί και να πηδήσει στο κενό. Κι αν δεν την άντεχε το σχοινί; Η ψυχή της λαχταρούσε βοήθεια. Μα από ποιον να τη ζητήσει; Ο μόνος Θεός που γνώριζε ήταν ο Θεός της γιαγιάς της και η πίστη της σ’ Αυτόν ήταν εύθραυστη και χαμένη σε τεράστια ερωτηματικά, ήταν 24 ώρες αμφιβολία και ένα λεπτό πίστης. Κι ήταν τουλάχιστον αντιφατικό να ζητάει από Εκείνον να τη βοηθήσει να Τον αποδομήσει. Υπήρχε, ωστόσο, εκείνο το ευαγγελικό: "πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία", που την ενθάρρυνε να το κάνει.

***
Οι μεταφυσικές ανησυχίες της Όλγας καταλάγιασαν όταν στη ζωή της μπήκε η ανθρώπινη αγάπη. Η αναζήτηση του Θεού μπορούσε να περιμένει. (Ίσως θα την ξανάβρισκε στην κρίση της μέσης ηλικίας). Τώρα προτεραιότητα είχε η αναζήτηση του αγαπημένου ανθρώπου, του Αντώνη. Ξεχώρισε ο ένας τον άλλο μέσα από το σωρό των συμφοιτητών, τα θέλω τους ήρθαν και κούμπωσαν και η σχέση τους ήταν αυθεντική και ειλικρινής. Ήταν και για τους δυο η πρώτη φορά και τα συναισθήματαά τους είχαν την ένταση και τη μαγεία του πρωτόγνωρου. Η ευτυχία τους ήταν απόλυτη –ή τουλάχιστον έτσι τη βίωναν.

Ποιος πιστεύει στ' αλήθεια πως οι απόλυτες ευτυχίες έχουν διάρκεια;
Ο Αντώνης αρρώστησε.
Και δεν ήταν μια απλή ίωση ή κάποιος περαστικός πονόλαιμος.
Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και ταρακούνησε πέρα δώθε το σχοινί, πάνω στο οποίο είχε καταφέρει να ισορροπεί η Όλγα. Άπλωσε ασυναίσθητα τα χέρια να στηριχτεί μα συνάντησε το πουθενά. Είδε το έδαφος να ορμάει κατά πάνω της ενώ στην πραγματικότητα ήταν εκείνη που γκρεμιζόταν να το συναντήσει. Ο πόνος την άφησε άφωνη κι ανίκανη να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. 

***
Όσο χρόνο ο Αντώνης πάλευε με το θεριό η Όλγα φοβόταν και ταυτόχρονα ήλπιζε. Κι επειδή δεν είχε την πολυτέλεια να ψάχνει για καινούργιο Θεό, κατέφυγε στον Θεό που ήξερε: στον Θεό της γιαγιάς της. Οι προσευχές της είχαν ταπείνωση και εγκαρτέρηση. Μα η αλήθεια είναι πως δεν είχαν εμπιστοσύνη. Δεν είχαν εκείνο το λυτρωτικό άφημα στη Θεία Πρόνοια. Δεν ήταν προσευχές ανθρώπου που πιστεύει με την καρδιά του. Ήταν περισσότερο διεκδίκηση παρά ικεσία. "Θεέ μου, δεν θα επιτρέψεις να χαθεί ο Αντώνης. Είναι νέος. Δεν έχει ζήσει. Δεν έχει φταίξει. Για ποιο λόγο να τιμωρηθεί; Είναι άδικο κι Εσύ είσαι Θεός δικαιοσύνης. Είναι σκληρό κι Εσύ είσαι Θεός καλοσύνης. Είναι επώδυνο κι Εσύ είσαι Θεός αγάπης. Δεν άφησες ποτέ ανεκπλήρωτες τις προσευχές μου. Μην το κάνεις τώρα."

***
Ο Αντώνης αντιμετώπιζε τη δοκιμασία με σθένος. Συντελούσε βέβαια σ’ αυτό η αδιάλειπτη παρουσία της Όλγας δίπλα του που του μιλούσε για τις ομορφιές που υπήρχαν εκεί έξω: για το κόκκινο γαρύφαλλο που είχε ανθίσει στη γλάστρα της, για το χελιδόνι που έχτισε φωλιά στο μπαλκόνι της, για την ανοιξιάτικη βροχούλα που συνοδεύτηκε από ένα καμαρωτό ουράνιο τόξο, για το πολικό αστέρι που συνέχιζε ακούραστο να δείχνει το Βορρά. "Θα τα μετρήσουμε ξανά μαζί τ’ αστέρια από την κορυφή κάποιου βουνού• να δούμε ποιος θα χάσει πρώτος το μέτρημα", του ’λεγε χαμογελώντας. Εκείνος την πίστευε. Ήθελε να την πιστεύει. Για κάποιον τρίτο μπορεί να ήταν θλιβερό να τους βλέπει να εθελοτυφλούν μα οι ίδιοι ένιωθαν ρεαλιστές διεκδικώντας το αδύνατο. Υπήρχαν περίοδοι βελτίωσης και τότε η αισιοδοξία έπαιρνε κεφάλι κι έκαναν όνειρα πως θα το νικήσουν το θεριό. Ύστερα ερχόταν σκληρή η διάψευση. Το διάλειμμα είχε τελειώσει. Το θεριό είχε φωλιάσει σ’ άλλο σημείο στο κορμί του Αντώνη. Η κατάληξη έμοιαζε αναπόφευκτη.

***
Η Όλγα γύρισε από την τελετή οργισμένη και εκτονώσε στον πιο εύκολο στόχο. "Πού είναι ο Θεός σου;", ούρλιαξε στη γιαγιά. "Γιατί κρύβεται πίσω από τόνους γαλάζιου απαθής και αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει εδώ; Έχω δυο λογάκια να του πω. Τι Θεός δικαιοσύνης είναι που επιτρέπει τόση αδικία; Γιατί ματαίωσε τη δύναμη της προσευχής μου; Πόσες φορές δεν προσευχήθηκα, με ταπείνωση, με καθαρή καρδιά; Και τι ζήτησα; Κάτι υπερβολικό; Κάτι ανήθικο; Κάτι άδικο; Γιατί απέστρεψε το πρόσωπό του; Αλλά θα μου πεις, αυτός δεν καταδέχτηκε ν’ αποκριθεί στο μονάκριβο γιο του. Λέξη δεν βρήκε να πει όταν ο Εσταυρωμένος παραπονέθηκε: Θεέ μου, Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες;. Τι πατέρας είναι αυτός που αφήνει αβοήθητα τα παιδιά του; Ένας Θεός ανελέητος. Αυτό είναι."
***
Η θεοσεβούμενη γιαγιά δεν σοκαρίστηκε από την προπέτεια της εγγονής της. Σεβάστηκε τον πόνο της ξέροντας πως ο θάνατος παρηγοριά δεν έχει, πως ο οδυρμός απέναντι σε μια απώλεια είναι ανθρώπινος και πως είναι ίσως δικαιολογημένο ο πονεμένος να γίνεται παράλογος. Δεν τα συμμεριζόταν αυτά που είχε ξεστομίσει η εγγονή της μα την καταλάβαινε. Δεν αποπειράθηκε, λοιπόν, να της κάνει κήρυγμα. Άνοιξε μόνο την αγκαλιά της, την έκλεισε εκεί μέσα και την άφησε να κάνει το σπαραγμό της δάκρυ• με αναφιλητά στην αρχή που με την ώρα καταλάγιασαν σε σιγανό ποτιστικό κλάμα.

***
Κι όλη αυτή την ώρα η γιαγιά συλλογιόταν πως η ευθύνη ήταν όλη δική της. Είχε διαλέξει έναν εύκολο και απλοϊκό δρόμο για να γνωρίσει τον Θεό στην εγγονή της με αποτέλεσμα εκείνη να σχηματίσει μια λαθεμένη και παραπλανητική εικόνα για το Πρόσωπό Του. Την είχε κάνει να πιστέψει σε ένα Θεό ταχυδακτυλουργό που εντυπωσιάζει με τα παραχρήμα θαύματά του. Της είχε γνωρίσει ένα Θεό συμμορφωμένο στα ανθρώπινα προγράμματα, ένα Θεό πλασμένο για να ικανοποιεί τα ανθρώπινα θελήματα. Δεν της είχε μιλήσει για τη γλώσσα του Θεού που πολλές φορές ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική και η Όλγα είχε συνηθίσει να ζητάει απαντήσεις στην ίδια γλώσσα που έκανε ερωτήσεις. Δεν την είχε προειδοποιήσει πως η παραδοξότητα των δρόμων Του μπορεί να της φανεί ακατανόητη και πως είναι λάθος να μετράει τον Θεό με ανθρώπινα μέτρα. Δεν την έμαθε να αναγνωρίζει την παρουσία Του ακόμα κι αν πολλές φορές φανερώνεται ως σιωπή και απουσία. Δεν την είχε προϊδεάσει πως ο χρόνος του Θεού μετράει εντελώς διαφορετικά από τον ανθρώπινο και πως ο Θεός δεν αδιαφόρησε για το παράπονό του Εσταυρωμένου Γιου Του. Η απάντηση ήρθε: ετεροχρονισμένη αλλά έμπρακτη.  Ο Πατέρας απάντησε με την Ανάστασηστο "Ηλί, Ηλί…" 
Μα αφού δεν της τα ’χε μάθει όλα αυτά,  φυσικό ήταν η Όλγα να απαιτεί την Ανάσταση εδώ και τώρα και να εξοργίζεται που δεν την έβλεπε στον δικό της ανθρώπινο ορίζοντα.
***
Τώρα βέβαια δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να τα πει η γιαγιά όλα τούτα στην πονεμένη εγγονή της. Μπορούσε όμως να της διηγηθεί μια ιστορία σαν παραμύθι: για μια φυλή Ινδιάνων της Νότιας Αμερικής που υποβάλει σε δοκιμασία τα αγόρια κατά την ενηλικίωσή τους. Το δωδεκάχρονο αγόρι ακολουθεί τον πατέρα του, το σούρουπο, και περπατάνε μακριά από το χωριό, βαθιά στη ζούγκλα. Όταν φτάνουν, έχει πια σκοτεινιάσει και ο πατέρας δένει τα μάτια του αγοριού σφιχτά μ’ ένα μαντήλι –που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να βγάλει- και το αφήνει μόνο  υποσχόμενος να γυρίσει το άλλο πρωί. Η νύχτα είναι άγρια για το μικρό αγόρι. Οι άγνωστοι ήχοι της ζούγκλας -που τα κλειστά μάτια τους μεγεθύνουν- το τρομάζουν. Η καρδούλα του μόνο ξέρει πώς τρέμει, πόσο ατέλειωτη του φαίνεται η νύχτα και πόσες φορές δεν λιποψυχάει και βάζει το χέρι να λύσει το μαντήλι. Όταν επιτέλους ακούει τα γνώριμα βήματα του πατέρα αναστενάζει με ανακούφιση, περήφανο που τα κατάφερε και ξέροντας πως από δω και πέρα ανήκει δικαιωματικά στους ενήλικες. Εκείνο που δεν ξέρει ο μικρός -και θα το μάθει μόνο όταν έρθει η ώρα να οδηγήσει στη ζούγκλα τον δικό του γιο- είναι πως όλη τη νύχτα ο πατέρας δεν το είχε κουνήσει ρούπι από δίπλα του έτοιμος να τον υπερασπιστεί αν υπήρχε λόγος. "Η άγνοια, βλέπεις Όλγα μου, μπερδεύει την απουσία και την παρουσία", κατέληξε η γιαγιά κι η Όλγα σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.


Το κείμενο αυτό πλαισίωσε τα τραγούδια Πασχαλινής συναυλίας με μαέστρο τον Αναστάση Φριτζέλα (19/4/2019)

8 σχόλια:

  1. Οπως επιδέξια έπαιζες κάποτε το μαντολίνο σου,μετά τους αριθμούς τις φυσικές και τις χημείες, αλλο τόσο επιδέξια κεντάς το λόγο και νουθετείς και παραδειγματίζεις και αφηγείσαι και συγκινείς.Νάσαι καλά αγαπημένη μου.ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάπως ανορθόδοξη πορεία αλλά ποτέ δεν είναι αργά για το καινούργιο.
      Να 'σαι καλά, να δημιουργείς και να λάμπεις (όπως σε είδα στην τελευταία φωτογραφία)
      Με το καλό η Ανάσταση

      Διαγραφή
  2. Όμορφο και γλυκό το κείμενό σου Κατερίνα. Χαίρομαι γι αυτούς που απόλαυσαν την αφήγησή θσου. Καλησπέρα!
    Πασχάλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πάντα υπολογίζω την κρίση σου, Πασχάλη. Χαίρομαι γιατί από τα πρώτα κείμενα που δημοσίευσα ήσουν πάντα εδώ να πεις τον καλό σου λόγο. Καλή σου μέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Mα , είναι υπέροχο!!! Με πολλή μαεστρία εξηγείς την σιωπή του Θεού , την υπακοή του γιου και την πρόνοια του Θεού Πατέρα. Είναι πολύ δυνατό κείμενο. Συγχαρητήρια Ρένα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σ' ευχαριστώ πολύ, Άννα. Ναι... έκανε πολύ εντύπωση και στον κόσμο της Εκκλησίας που παρακολούθησε την εκδήλωση. Ο Μητροπολίτης το χαρακτήρισε εξαιρετικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Όντως, εξαιρετικό κείμενο. Δεν το είχα προσέξει. Αναδεικνύει τη μαεστρία σου στο γραπτό λόγο.
    Δημήτρης Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας