Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Σαν παρτίδα τριανταένα


 Είναι παραμονή  Πρωτοχρονιάς του 1946 και ο εξάχρονος Πάνος βρίσκεται σε υπερδιέγερση Έχει εξασφαλίσει την υπόσχεση πως φέτος μπορεί να ξαγρυπνήσει για να δει την αλλαγή του χρόνου, μα ακόμα διεκδικεί τη συμμετοχή του στο οικογενειακό «τριανταένα». Ο πατέρας είναι κατηγορηματικά αρνητικός μα ο μικρός έχει σύμμαχο τον συνονόματο παππού ο οποίος, καιρό τώρα, τον εκπαιδεύει στην πρόσθεση, κρυφοκαμαρώνει για τις επιδόσεις του και το βλέπει σαν ευκαιρία να τις επιδείξει δημόσια. Η μητέρα συμβιβάζει τελικά τις αντιθέσεις: «μια παρτίδα μόνο κι αμέσως στο κρεβάτι σου».

Η πρώτη του χαρτοπαικτική εμπειρία, που έτσι κι αλλιώς θα ’μενε αλησμόνητη, στάθηκε επεισοδιακή. Το φύλλο που του ’λαχε ήταν ένας κατακόκκινος άσσος. Ο παππούς-συμβουλάτορας δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του: «Γουρλίδικο φύλλο! Δύο φιγούρες… και ιδού το τριανταένα. Σαν έφτασε η σειρά του η συντροφιά επικεντρώθηκε στη μονομαχία του με τη μπάνκα.

«Έλα… μια φιγούρα…»

Το πράμα στράβωσε.

Ένα τέσσερα σπαθί προσγειώθηκε δίπλα στον άσο.

«Πέντε», έκανε γρήγορα την πρόσθεση ο μικρός.

«…Και δεκαπέντε», πρόσθεσε, εντελώς ακατανόητα, ο παππούς.

Ένα εφτά μπαστούνι δυσκόλεψε περισσότερο τα πράγματα -και την πρόσθεση.

«12», είπε θριαμβευτικά ο Πάνος έχοντας χρησιμοποιήσει τα δάχτυλα και των δύο χεριών.

 «…Και 22».

Η ντάμα ήρθε καθυστερημένη αλλά έκανε το λογαριασμό ευκολότερο.

«22».

«22», επανέλαβε κακόκεφα ο παππούς.

«Έλα, ένα 9…».

Αντί για το 9 ήρθε ένα 3.

«Ψιλολόγια...» 

«25», είπε ο μικρός.

«Κι άλλο», φώναξε σύσσωμη η παρέα.

Η μπάνκα τράβηξε αποφασιστικά ένα φύλλο και το πέταξε θριαμβευτικά στο τραπέζι.

6 κούπα!

Πανζουρλισμός!

Ο τυχερός Πάνος βρέθηκε μέσα σε αγκαλιές και ευχές  ένω συνέχιζε, παραζαλισμένος, ν’ αναμετριέται με την πρόσθεση.

***

Χρόνια αργότερα ο Πάνος φλέρταρε με την ιδέα πως εκείνη η παρτίδα θα μπορούσε να ’ναι πρόκριμα της ζωής του. Ο ελπιδοφόρος άσσος που του ΄λαχε ήταν το ξεκίνημα της ζωής του: πρωτότοκος μιας νεαρής οικογένειας με πατέρα έναν ιδεολόγο, πολλά υποσχόμενο, δικηγόρο, μητέρα μια χαμηλών τόνων Μικρασιάτισσα, λιγόλογη, καλλιεργημένη, με την αξιοπρέπεια και τη λεβεντιά των Ιώνων και παππού έναν αριστερό αγωνιστή, που παρά τις όποιες διαψεύσεις δεν είχε πάψει να οραματίζεται έναν πιο δίκαιο κόσμο. 

Το τέσσερα σπαθί θα ταίριαζε στην εποχή που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο. Τότε που στη ζωή του μπήκε η λέξη εμφύλιος. Τότε που συνειδητοποίησε πως υπάρχουμε «εμείς» και «οι άλλοι».

Το εφτά μπαστούνι αντιπροσώπευε με σιγουριά τον καταπέλτη του 1948. Τότε που η οικογένεια πλήρωσε ακριβά την αποχή των αριστερών από τις εκλογές του 1946. Πολλά χρόνια αργότερα η ίδια η Αριστερά θα παραδεχόταν πως ήταν λάθος τακτικής. Εκείνη όμως την εποχή υποστήριζε πως ήταν η μόνη απάντηση στη λευκή τρομοκρατία και οι άνθρωποί της προπαγάνδιζαν την αποχή με πάθος και τολμη -χωρίς να λείπουν και οι παράτολμοι. Όπως τα δυο αδέλφια από τη Μάνη, που δεν δίσταζαν να μιλούν ανοιχτά υπέρ της μέσα στη φωλιά του λύκου: στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσαν τη θητεία τους με φυσικό επακόλουθο μετά τις εκλογές και τη νίκη των συντηρητικών να  περάσουν από στρατοδικείο. Ο πατέρας του Πάνου, αψηφώντας τις συνέπειες, ανέλαβε ανιδιοτελώς την υπεράσπισή τους. Η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη και τίποτα δεν θα μπορούσε να την ανατρέψει. Η αγόρευσή του όμως έφερε τους δικαστές σε δύσκολη θέση κι έκανε τους τραμπούκους να λυσσάξουν.

Βγαίνοντας, απομεσήμερο, από το δικαστικό μέγαρο μαζί με το συνεργάτη του, δυο μαυροσκούφηδες τους πήραν από πίσω. Ο ένας τάχυνε το βήμα, τους προσπέρασε και σήκωσε το χέρι δείχνοντας το σωστό υποψήφιο θύμα που ο άλλος έσπευσε να πυροβολήσει από πίσω. Ο δικηγόρος έπεσε στα σκαλοπάτια του δικαστηρίου, θύμα μιας τρελής εποχής· θύμα της μισαλλοδοξίας που για χρόνια ταλάνισε τις ζωές των Ελλήνων.

Ακούστηκε πως η κατοπινή δολοφονία του Χρήστου Λαδά, υπουργού Δημόσιας Τάξης, ανήμερα Πρωτομαγιά και Μεγάλο Σάββατο έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην πλατεία Καρύτση, ήταν εκδίκηση της ΟΠΛΑ για το θάνατο του δικηγόρου. Τρεις μέρες μετά, συνελήφθησαν γι αντίποινα 154 άτομα σε Αθήνα και επαρχία. Η δίκη τους –παρωδία δίκης για την ακρίβεια- διήρκεσε πέντε μέρες όλες κι όλες.

Κι επειδή την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, ο Χρήστος Λαδάς έγινε δρόμος, που εφάπτεται στην πλατεία Καρύτση, τα αδέλφια από τη Μάνη καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι 154 συλληφθέντες εκτελέστηκαν στο Γουδή.

Πολύ αίμα!!!!!

Όταν, βλέπεις, τα χρόνια είναι πέτρινα, η ανθρώπινη ζωή παραείναι φτηνή!

Ίστορίες σαν κι αυτήν η επιστήμη της Ιστορίας τις προσπερνάει ως παράπλευρες απώλειες. Γι αυτό η πίκρα της ανθρώπινης μονάδας δεν βρίσκεται στα βιβλία της. Μόνο στις ψυχές των χαροκαμένων θα τη βρεις. Αυτή η πίκρα σκοτείνιασε τα μάτια του Πάνου που έμεινε ορφανός στα οκτώ του.

Ωριμάζοντας νωρίτερα από τους συνομήλικους διαμόρφωσε αριστερές  πεποιθήσεις χωρίς ίχνος δογματισμού όμως. Έμαθε ν' ακούει και να κρίνει με τη σκέψη του θετικού επιστήμονα που ήδη διαμορφωνόταν μέσα του.  Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, να προσπεράσει εκείνο που αναπάντεχα ξεστόμισε κάποτε ο παππούς. «Στη Μακρόνησο τρέφαμε λίγες κοτούλες και τρώγαμε κάνα αυγουλάκι. Κι αυτό έγινε φαντάσου, θέμα στη Βουλή. Όταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ διαμαρτυρήθηκε για το άθλιο σιτηρέσιο των κρατουμένων, ο Υπουργός κάγχασε “μα αυτοί τρέφονται με κοτόπουλα…” Αμέσως μετά, το Κόμμα έδωσε εντολή να θυσιάσουμε τις κοτούλες κι εμείς, τυφλά υπάκουοι, στερηθήκαμε αδιαμαρτύρητα την τόση δα πολυτέλειά μας». Λάθη τακτικής. Και τα μικρά κοντά στα μεγάλα, σκεφτόταν ο Πάνος χωρίς να παραβλέπει πως ο παππούς έφυγε από τη ζωή πίνοντας νερό στο όνομα της Αριστεράς. Ούτε για μια στιγμή δεν διανοήθηκε πως αγωνίστηκε για «ένα πουκάμισο αδειανό» (κατά που λέει ο Σεφέρης) ή πως «εφιάλτης ήταν το είδωλο» (κατά που λέει ο Σαββόπουλος.) Και ο Πάνος -φιλικά διακείμενος, αλλά σκεπτικιστής- τον καλοτύχιζε για το αληθινό πάθος που έζησε.

Πίσω στη παρτίδα μας όμως.

Η Ντάμα εκείνης της μακρινής πρωτοχρονιάτικης νύχτας θα ταίριαζε στη βασίλισσα Φρειδερίκη που για τους αριστερούς ήταν το σύμβολο του Απόλυτου Κακού και παρωδούσαν εύστοχα τ’ όνομά της αποκαλώντας την: «Φρίκη».

Τα κατοπινά «ψιλολόγια» θα μπορούσαν να παριστάνουν τις δυσκολίες μιας ορφανής αριστερής οικογένειας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η νεαρή μάνα ξαφνικά έπρεπε να αρχίσει τον αγώνα της επιβίωσης, έπρεπε να παλέψει με νύχια και δόντια να μεγαλώσει τον Πάνο και τον νεογέννητο αδελφό του μέσα σε καιρούς βάρβαρους με την αδιαπραγμάτευτη απόφαση να τους κρατήσει μακριά από τις δίνες του πολιτικού κυκλώνα. Έγιναν τα χεράκια της μαγικά κεντώντας, ράβοντας και πλέκοντας, εξασφαλίζοντας έτσι την οικονομική επιβίωση. Μεγαλώνοντας δίπλα της ο Πάνος κατάλαβε πολύ νωρίς πως ήταν ανάγκη αδήριτη να συμβάλλει κι ο ίδιος στο πενιχρό ταμείο του σπιτιού. Ξεκίνησε πουλώντας λαχεία στους πρώην συνεργάτες και πελάτες του πατέρα του κι ύστερα έπιασε δουλειά σε Γραφείο Ευρεσιτεχνιών. Εκεί γνώρισε επίδοξους εφευρέτες και ήρθε σ’ επαφή με ευφυείς, πρωτοποριακές ιδέες. Εκεί ασκήθηκε και έγινε ένας ικανός και ευφάνταστος σχεδιαστής που μπορούσε αργότερα με εντυπωσιακή ευκολία να αποτυπώνει στο χαρτί τις δικές του ιδέες. Εκεί, τελευταίο αλλά όχι αμελητέο, άστραψε στο ανήσυχο εφηβικό μυαλό του η αξία της βαθιάς γνώσης και της επιστήμης. Τότε ήταν που αποφάσισε να γίνει Φυσικός.

Στη διάρκεια των σπουδών του ήρθε το τελικό εξάρι που στρογγυλοποίησε το «τριανταένα» και εξισορρόπησε μονοκοντυλιά όλες τις αντιξοότητες: η Σταματίνα.

Η γνωριμία τους (τρόπος του λέγειν γνωριμία) στάθηκε επεισοδιακή. Είναι Ιούνιος του 1965 και οι φοιτητές Φυσικής εξετάζονται στην Ανώτερη Άλγεβρα μέσα στην αχανή αίθουσα της Ιατροδικαστικής. Ο καθηγητής περπατάει ρυθμικά, και μάλλον προβλέψιμα, πέρα-δώθε πάνω στην πελώρια έδρα και ο βοηθός-επιτηρητής, δεν είναι και σαΐνι. Ο Πάνος χρωστάει το μάθημα από προηγούμενο έτος και η προετοιμασία του είναι ελλιπής –οι μέριμνες του βίου, βλέπεις. Η Σταματίνα από την άλλη -υπόδειγμα φοιτήτριας- είναι «διαβασμένη» και διαγωνίως πίσω της κάθεται ο φίλος που περιμένει τη βοήθειά της. Κάνουν όμως το λάθος να κουβεντιάζουν με οικειότητα πριν την έναρξη της εξέτασης πράγμα που υποψιάζει τον επιτηρητή ο οποίος σπεύδει και τους αλλάζει θέση. Έτσι έγινε και βρέθηκε ο Πάνος σε θέση ευνοϊκή. (Ποιό το νόημα αυτής της αλλαγής, της κάθε τυχαίας αλλαγής, κανείς ποτέ δεν θα μάθει. Ίσως να είναι άνευ σημασίας, ίσως όμως να είναι η αρχή μιας νέας ζωής, ίσως σημαδεύει ένα σταυροδρόμι καθοριστικό που θα κρίνει την ύστερη πορεία. Και, για να θυμηθούμε την παρτίδα μας, ίσως είναι ένας υποσχόμενος άσσος, ή απλώς ένα κοινό χαρτί). Όταν ακούστηκε από πίσω η αγωνιώδης επίκληση: «δεσποινίς, ξέρετε το τρίτο θέμα;», η πλάτη της παραμέρισε αφήνοντας χώρο στον άπληστο "ηδονοβλεψία". Αυτή η μισή πλάτη ήταν το μόνο που πρόλαβε να δει από κείνη. Την ψάχνει στην έξοδο μα το μεγάλο πλήθος κάνει την αναζήτηση ανεπιτυχή. Η μοίρα όμως έχει τα δικά της σχέδια.

«Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες», γελάει η Σταματίνα, περιγράφοντας τη φάση σε κάποιον φίλο της. Κι εκείνος μεταφέρει την κουβέντα σ’ ένα δικό του φίλο για ν’ ακούσει έκπληκτος από το στόμα του: «μα...εγώ ήμουν ο τυχερός.»

Η ζωή κάνει παιχνίδια -σαν άλλο 31. Έτσι έγινε κι ο Πάνος ξανασυνάντησε το αδύνατο κοριτσάκι που τον βοήθησε πρόθυμα και μετά χάθηκε στο πλήθος. Μα εκείνη κοίταζε αλλού, εκείνον τον κοίταζε άλλη, που την ήθελε άλλος, που τον ήθελε άλλη… Τα γνωστά τρελά της νιότης. Σε πείσμα όλων αυτών βάλθηκε να την κερδίσει.

Η φυσαρμόνικα, ο απρόσμενος χορός στον Πευκιά, οι ατέλειωτες συζητήσεις στο ασίγαστο τηλέφωνο, οι μαγικές νύχτες σε μπουάτ, σε όπερες και σε υπόγεια θέατρα, τα φιλόξενα τραπεζώματα της Μικρασιάτισσας μάνας που στήνονταν εκ του μηδενός για να ταΐσουν τους ξενυχτισμένους πάνω στα βιβλία συμφοιτητές... Πάνω απ' όλα όμως η κοινή ιδεολογική θεώρηση των πραγμάτων, έκαναν το θαύμα μιας βαθιάς και ουσιαστικής προσέγγισης.

Στο μεταξύ έχει πέσει βαρύ το «χάλκεον χέρι» της χούντας των συνταγματαρχών πάνω στη χώρα. Όλα σκοτεινιάζουν τρομαγμένα, τα σχέδια παίρνουν άλλους δρόμους.

Η Σταματίνα καταγόταν από νησί του Αιγαίου με μακρά αριστερή παράδοση και η οικογένειά της ήταν χαρακτηρισμένη, εκείνη όμως, μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις («δι’ υπόθεσίν σας») στη Γενική Ασφάλεια στη Μπουμπουλίνας κατάφερε να πάρει το πολυπόθητο διαβατήριο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αμερική και να εκμεταλλευθεί τα αγαθά της μεγάλης χώρας, χωρίς όμως να ξεχνά ούτε στιγμή τη φυλακισμένη πατρίδα και τον Πάνο που υπηρετούσε τη θητεία του σε τάγμα ανεπιθύμητων.

Ο δεσμός τους αποδείχτηκε πολύ ισχυρός για να πτοηθεί από τον προσωρινό χωρισμό. Έτσι, με τον ερχομό της Δημοκρατίας αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους χωρίς να παραγνωρίζουν τις διαφορές τους –ιδιοσυγκρασιακές και επίκτητες: Εκείνη ονειρευόταν ένα μικρό, απλό, πέτρινο σπίτι σαν εκείνα τα παλιά του νησιού της, με τις πλάκες στη στέγη και στην αυλή, με το κλήμα και τις ορτανσίες. Μα πώς να χωρέσει μέσα του η οργιαστική πρωτοπορία του Πάνου που είχε κατά νου, εδώ και χρόνια, ένα βιοκλιματικό σπίτι; Ένα σπίτι που θα παρήγε το ίδιο την ενέργεια που θα κατανάλωνε;

Εκείνη χαιρόταν να δουλεύει με χαρτί και μολύβι τις θεωρίες της Φυσικής κι εκείνος, με παχύμετρο και κατσαβίδι, ασκούσε τις πρακτικές εφαρμογές της μεγάλης επιστήμης.

Εκείνη αποζήτησε την ασφάλεια του Δημοσίου.(Πώς να ξεχάσει ότι η οικογένειά της είχε επιβιώσει στην Κατοχή χάρη στον μισθό μιας θείας δασκάλας;) Εκείνος, από την άλλη, ακόμα κι αν δεχόταν να εγκλωβίσει τη δημιουργικότητά του σε μια δημοσιοϋπαλληλική σχέση, δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Επιδόθηκε έτσι σε επιχειρηματικές προσπάθειες που κάλυπτε οικονομικά… ο μισθός της Σταματίνας. Η ιδέα πως το Δημόσιο θα έφριττε αν ήξερε πως γινόταν ακούσιος χρηματοδότης του, τους έκανε να ξεκαρδίζονται.

Μπορεί ο Πάνος να ήταν ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Ίσως έτσι εξηγείται που τα εγχειρήματά του δεν δικαίωναν τα οράματά του. Έτσι, όταν πια η πολιτική ζωή είχε εξομαλυνθεί, συμβιβάστηκε με μια θέση στο Δημόσιο Σχολείο όπου οι κατασκευαστικές του ικανότητες, σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό του πάθος για μετάδοση γνώσης, εξοικείωσαν τους μαθητές του με το εργαστήριο Φυσικής που ο ίδιος δημιούργησε δίνοντας στο μάθημα τον διττό χαρακτήρα που του αξίζει: θεωρία χέρι με χέρι με την πράξη. Το δε υπόγειο του «ηλιακού σπιτιού» τους το μετέτρεψε σε πρότυπο εργαστήριο ποικίλων δυνατοτήτων. Εκεί παράχθηκαν πολλές ευρηματικές συσκευές που έδιναν λύσεις σε διάφορα κατασκευαστικά προβλήματα, εκεί άσκησαν μυαλό και χέρια, με την άγρυπνη καθοδήγηση και επίβλεψή του, τα δυο τους αγόρια, εκεί κλεινόταν με τις ώρες και δημιουργούσε ακούραστα, ανεξάντλητα, αφοσιωμένα, παρά τις σχετικές διαμαρτυρίες της συντρόφου. Μα πώς αλλιώς θα στηνόταν ένα ηλιακό σπίτι με στατικά συστήματα κλιματισμού, με κατάλληλα κεκλιμένες στέγες αναμονής φωτοβολταϊκών συστημάτων, που ο ίδιος βέβαια υπολόγισε και εγκατέστησε αργότερα; Πώς δημιουργείται μια κατοικία, σχεδόν αυτόνομη ενεργειακά, όταν όλα πρέπει να περάσουν απ’ τα δικά σου χέρια; Μόνο με απόλυτο δόσιμο ψυχής και χρόνου. Μα η ζωή κυλάει γρήγορα και ο χρόνος λιγοστός.

Ζούσαν νοικοκυρεμένα σαν καλλιεργημένοι μικροαστοί με θέατρο, κινηματογράφο, βιβλία, ταξίδια… Και να μην ξεχάσουμε τα αποκριάτικα πάρτι που οργάνωναν –πάντοτε με κάποιο θέμα--όπου δημιουργούσαν ευρηματικές κατασκευές και «ιστορίες»· εκεί εύρισκε, θαρρείς, διέξοδο και έκφραση κάποιο κρυφό θεατρικό ταλέντο που διέθεταν και οι δύο. Η μόνη πολυτέλεια που ανελλιπώς απολάμβαναν ήταν η επέτειος του γάμου τους. Περνούσαν την ξεχωριστή αυτή νύχτα σ’ ένα χλιδάτο ξενοδοχείο, διαφορετικό κάθε χρονιά, στην Αθήνα στην αρχή, σε επαρχιακούς αγαπημένους προορισμούς αργότερα. Δειπνούσαν σαν μεγαλοαστοί με επιλεγμένο μενού και εκλεκτό κρασί, ξυπνούσαν αργά, απολάμβαναν το πρωινό στο κρεβάτι, επισκέπτονταν τα πέριξ, και ξαναγύριζαν στην κανονική ζωή χωρίς συμπλέγματα για το τι έχαναν. Όλα αυτά ήταν ονειρικά για μια βραδιά -όχι για μια ζωή. Μα λες και η αγάπη, που τους έδενε, έπαιρνε κάθε φορά νέα πνοή.

***

          Την Άνοιξη του 2019, όταν ο Πάνος εμφάνισε τους πρώτους πυρετούς –επίμονους αν και χαμηλούς-, κράτησαν στάση αναμονής. Όταν όμως ανέβηκαν στα ύψη, έγινε φανερό πως πρόκειται για κάτι σοβαρό και εισήχθη στο «Σωτηρία». Η πνευμονία ήταν άτυπη, «κρυπτογενής οργανούμενη»· Κ.Ο.Π την είπαν, (τρέχα γύρευε…). Το μόνο όπλο για την αντιμετώπισή της η αμφιλεγόμενη κορτιζόνη. Με τη βοήθειά της πάλεψε για καιρό. Και φυσικά με το πείσμα του να τελειώσει τα έργα στο σπίτι. Να τελειώσει; Μα αυτά είναι παμφάγα, ανελέητα και ψυχοφθόρα. Τον τυραννάνε. «Ησύχασε, πατέρα, θα τα κάνουμε εμείς». Αδύνατον! Φουρτούνα ξεσπά στο άλλοτε γαλήνιο πέλαγος. Αγώνας μεταξύ της αδήριτης φθοράς, που καλπάζει, και της αμείωτης θέλησης για δράση και δημιουργία. Οι νόμοι της Φύσης είναι σκληροί, η σύγκρουση απελπισμένη. Ξανά στο « Σωτηρία» με υποτροπή της Κ.Ο.Π. —που μάλλον την τρέφουν οι αγωνίες και τα άγχη.

Κι ύστερα ήρθε η πανδημία!

Τον Φεβρουάριο του 2020 το τέρας, με τ’ όνομα «covid 19», κυκλοφορεί παντού. Παμφάγο ρημάζει περιοχές και πολιτείες, ρημάζει ζωές και έργα, πληγώνει τον πολιτισμό, σκοτώνει τη χαρά. Τα όπλα, αιφνιδιασμένα, αργούν να λάβουν θέση μάχης.

Ο Πάνος είναι –αριθμητικά- ηλικιωμένος και ιατρικά ευάλωτος.

Τον Μάρτιο όλη η χώρα βρίσκεται σε καραντίνα!

Όλοι μένουν αυστηρά κλεισμένοι στα σπίτια μπας και συναντηθούν με το τέρας στον δρόμο, στα μαγαζιά, στα στέκια, στις συναναστροφές…

Γιατί αν τους βρει, θα τους χάψει.

Ο Πάνος όμως τρέχει να «ολοκληρώσει» τα έργα.

Και το τέρας τον συνάντησε.

Και τον σκότωσε.

Είχε τραβήξει απερίσκεπτα, σχεδόν απελπισμένα, το τελευταίο χαρτί του παιχνιδιού.

Μα το Τριανταένα είναι σκληρό, σπανίως χαρίζεται στους παράτολμους.

Αν δεν προσέξεις, σε καίει!

Ο Πάνος ξεπέρασε το όριο, τα όριά του, και κάηκε.

 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τη Ρένα Ραψομανίκη και την Τούλα Σπανού στη μνήμη του Πάνου Πουλίδη.

 

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

ΚΟΒΕΙ - 19

 




 ΚΟΒΕΙ - 19

Το σκάφανδρο τους έλειπε για να 'ναι σωστοί αστροναύτες: ολόσωμη φόρμα με κουκούλα που σκεπάζει μέτωπο και πηγούνι, πλαστικά γάντια, περισκελίδες, γαλάζια μάσκα που κρύβει μύτη και στόμα, διάφανη προσωπίδα. Κανένα σημείο του σώματος γυμνό, εκτεθειμένο στο μολυσματικό περιβάλλον. Φιγούρες πανομοιότυπες με μόνη διαφοροποίηση τα μάτια. Αναγνωρίζει τον γιατρό της πρωινής βάρδιας από τα μυωπικά, με μεταλλικό σκελετό, γυαλιά και τη νοσηλεύτρια από τα, στεφανωμένα με μαύρους κύκλους, γαλάζια μάτια.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Η Δόρα Στράτου στο θέατρο "Ορέστης Μακρής"




Σε χρόνους παλιούς, τότε που η Ιστορία μόλις άρχιζε να καταγράφεται, παρόλο που τα ταξίδια ήταν μόνο για τους ριψοκίνδυνους, παρόλο που η επικοινωνία μεταξύ λαών ήταν περιορισμένη και η παγκοσμιοποίηση έννοια βγαλμένη από το μέλλον, μύθοι, δοξασίες παραμύθια, παροιμίες – προϊόντα όλα της λαϊκής φαντασίας- κατάφερναν να διαχέονται από στόμα σε στόμα και να περνούν ανεμπόδιστα τα σύνορα. Στη διαδικασία αυτή ίσως ν’ άλλαζαν ελαφρά διατύπωση –και γλώσσα κάποτε- χωρίς να αλλοιώνεται όμως η συμπυκνωμένη σοφία τους.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Μια σκληρή ενηλικίωση




Ήταν εκείνη η δύσκολη δεκαετία του ’50. 
Η φτώχια και η ανεργία μάστιζαν τη χώρα και τα τρένα αναχωρούσαν από τους σταθμούς γεμάτα μετανάστες• προορισμός η Γερμανία. 
Σκληρή απόφαση• ιδίως για όσους άφηναν πίσω μικρά παιδιά. Ευτυχώς που υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες αποφασισμένοι να μην τ’ αφήσουν στερημένα από αγάπη. 
Κάπως έτσι βρέθηκε η μικρή Όλγα δίπλα στη γιαγιά-Όλγα που τη φρόντιζε, της τραγουδούσε, της έλεγε παραμύθια και κάθε βράδυ την έβαζε να προσεύχεται: φύλαγε Θεέ μου τη μαμά και τον μπαμπά μου και κάνε να ’ρθει γρήγορα γράμμα τους. Οι γονείς έγραφαν τακτικά πως είναι καλά, πως την αγαπάνε και πως το καλοκαίρι θα ’ρθουν φορτωμένοι παιχνίδια και ρούχα και παπούτσια. Την παραμονή η αγωνία της Όλγας κορυφωνόταν και η προσευχή της είχε χαρακτήρα επείγοντος: κάνε Θεέ μου να ξημερώσει γρήγορα, να φτάσουν οι γονείς μου μια ώρα αρχύτερα.

***

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Το κορίτσι και το μονοπάτι


Πανοραμική άποψη του μνημείου της Ηρώς στην είσοδο του μονοπατιού


Ήταν κάποτε ένα μονοπάτι.
Ένα από τα πολλά μονοπάτια που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τότε ως οδικές αρτηρίες. 
Το συγκεκριμένο το χρησιμοποιούσε, σχεδόν αποκλειστικά, ο μπάρμπα-Μαραγκός από τα Πολιτικά της Εύβοιας. Η αρχή του βρισκόταν στον Άγιο Παντελεήμονα -στην έξοδο του χωριού – κι έφτανε ψηλά στο νταμάρι με τις ασβεστόπετρες. Αυτές ήταν η πρώτη ύλη που θα επεξεργαζόταν στο καμίνι του. Αυτές κουβαλούσε με το ζώο μέχρι εκεί για να φτιάξει πρώτης ποιότητας ασβέστη που πουλούσε σε συντοπίτες και ξένους. Ο παππούς Μαραγκός δεν περπατούσε στο μονοπάτι για αναψυχή ούτε για άσκηση αλλά για βιοπορισμό. Αν και… Ποιος ξέρει; Μπορεί… στην απόλυτη ησυχία μιας χειμωνιάτικης λιακάδας ή όταν αγνάντευε από ψηλά την ανατολή του ήλιου κάποιο καλοκαιρινό πρωινό, να συναντούσε τη Φύση -που κάποιοι τη λένε και Θεό.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Στη ρωγμή της επιστήμης





«Εμείς, γιαγιά, γιατί δεν είμαστε αστραφτερές;»

Η γιαγιά τινάχτηκε και κοίταξε ξαφνιασμένη τη Μάγια. Πολύ γρήγορα ωριμάζει αυτή η μικρή. Τι περίεργη απορία!

«Καθένας πρέπει να πορεύεται έτσι όπως πλάστηκε. Αυτή είναι η τάξη του κόσμου. Μα γιατί βασανίζεις το μυαλό σου κοριτσάκι μου;»

Κοριτσάκι ήταν η Μάγια κι ας μετρούσε στην πλάτη της πέντε εκατομμύρια χρόνια. Βλέπεις, εκεί στα πλάτη τ’ ουρανού που ζούσε, ο χρόνος μετριέται διαφορετικά. Ένας σβώλος αστρόσκονης σε τροχιά γύρο από τον Ήλιο ήταν, για την ακρίβεια, η Μάγια. Ένας σβώλος πεισματάρης με άποψη περί δικαιοσύνης.

«Είναι άδικο. Γιατί ο ήλιος να ’χει δικό του φως ενώ εμείς παίρνουμε λάμψη από τη δική του;»

«Μήπως ξέρω κι εγώ; Ρώτα τον δάσκαλο.»

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Μια ζωή και μια Μέρα


Μια ζωή και μια Μέρα


Όταν θα ’χουν περάσει πολλά-πολλά χρόνια ο Αλέξανδρος θα ’χει να λέει πως έζησε μια ολόκληρη ζωή και μια Μέρα. Μια μεγάλη, μια ατέλειωτη μέρα. Ήταν η μέρα που αναμετρήθηκε, για τρίτη φορά, με τα σαράντα δύο χιλιόμετρα της κλασσικής διαδρομής Μαραθώνας-Παναθηναϊκό στάδιο.

Οι δύο προηγούμενες δεν πιάνονται.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Μονοπάτια με άρωμα μαστίχας

Μονοπάτια με άρωμα μαστίχας






Το είχαμε αποφασίσει.
Το είχαμε εντάξει στο ορειβατικό πρόγραμμα του 2012.
Μια βδομάδα πριν, το ταξίδι στη Χίο είχε οργανωθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Εκείνη... κι εκείνος
























Εκείνη …κι εκείνος

   Η νεαρή κοπέλα άπλωσε τον παγκόσμιο χάρτη και βάλθηκε να μελετάει τα εδάφη της ηγεμονεύουσας Ισπανίας. Δεν είδε μόνο την Ιβηρική αλλά και ολόκληρη την Κεντρική και Νότια Αμερική -μαζί με το χρυσάφι και το ασήμι του υπεδάφους τους φυσικά. Φαντάστηκε τις καραβέλες να καταφθάνουν στα Ισπανικά λιμάνια φορτωμένα πλούτο ικανό να λαμπρύνει όλες τις εκκλησίες και τα παλάτια της χώρας. Ύστερα κοίταξε με θλίψη την Αγγλία: μια κουτσουλιά στον χάρτη, μια περιφερειακή δύναμη, μια χώρα σχεδόν χρεωκοπημένη, πρόσφατα ηττημένη από τη Γαλλία. Και, σαν να μην έφταναν αυτά, μια χώρα που ταλανιζόταν από τη θρησκευτική διαμάχη καθολικών-προτεσταντών.

Τύλιξε τον χάρτη με μια αποφασιστική κίνηση. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει το συμβούλιο να περιμένει. Μπήκε μεγαλόπρεπη στην αστραφτερή αίθουσα.

«Πώς μπορεί μια μικρή χώρα να γίνει μεγάλη δύναμη;»

Οι άρχοντες κοιτάχτηκαν. Τούτη η νεαρή που είχε μόλις ανεβεί στον θρόνο είχε μεγαλεπήβολους στόχους κι έδειχνε αποφασισμένη να τους υλοποιήσει. Ο σερ Φράνσις Ντρέικ υποκλίθηκε βαθιά.

«“Μέγα το της θαλάσσης κράτος”, έλεγαν, μεγαλειοτάτη, οι αρχαίοι Έλληνες. Είμαστε κι εμείς, όπως κι εκείνοι, θαλασσινός λαός και δεν μας λείπουν οι ικανοί και τολμηροί ναυτικοί. Μας λείπουν όμως καράβια που θα ξανοιχτούν στο εμπόριο, θα οργώσουν τις θάλασσες, θα κουβαλήσουν πλούτη στη χώρα. Μα οι φεουδάρχες κρατάνε τα λεφτά στα σεντούκια και μόνη τους έγνοια είναι να συναγωνίζονται στην επίδειξη. Και η Αυλή σας, οφείλω να ομολογήσω, δεν υπολείπεται.»

Η βασίλισσα είχε τη σπάνια αρετή ν’ ακούει. Έμεινε σκεφτική ώρα πολλή εστιασμένη και στις υπόλοιπες εισηγήσεις.

«Εγώ…» είπε τελικά χωρίς δισταγμό. «Τα δικά μου λεφτά θα πάνε στο χτίσιμο πλοίων. Θέλω να γίνει επιδεικτικά, να πάρει δημοσιότητα, να παρακινήσει κι άλλους.»

Οι άρχοντες σάστισαν. Ρηξικέλευθο! Πού ξανακούστηκε; Ένας ευγενής να ασχολείται με το αν θα πέσουν τα καράβια του έξω! Δεν ήταν αρκετή η γη για να προσπορίζει πλούτη όπως είχε κάνει στο βάθος των γενεών; Καινούργια ήθη; Μα εκείνη ήταν βασίλισσα και μπορούσε να μοιράσει την τράπουλα από την αρχή.

Ακολούθησε το εγγλέζικο ντόμινο.

«Αφού η βασίλισσα έβαλε τα λεφτά της σε καράβια, θα το κάνω κι εγώ. Είναι πολύ σικ», έλεγαν οι κυρίες της αυλής.

«Κάτι ξέρει η μουσίτσα», διαλογίζονταν οι άρχοντες, «πρέπει να μπω στο παιχνίδι.»

Από μόδα ή από προσμονή κέρδους, η βασίλισσα δεν προλάβαινε να βαφτίζει καράβια.


💧

Το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια μου. Με πήρε ο ύπνος, φαίνεται, κι έχασα τη συνέχεια. Άλλωστε η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Η πανωλεθρία της «αήττητης» ισπανικής αρμάδας, τα κουρέλια της οποίας κατέληξαν στην Ιρλανδία, που δεν τους χαρίστηκε, σηματοδότησε τον μετασχηματισμό της Αγγλίας στη θαλασσοκράτειρα Βρετανική αυτοκρατορία. Και η νεαρή βασίλισσα έμεινε στην Ιστορία ως η Ελισάβετ η Α΄.

💧

Ξύπνησα από τη φωνή της εκφωνήτριας. Ο πρωθυπουργός, προανήγγειλε, θα εκφωνήσει βαρυσήμαντο διάγγελμα. Ανακάθισα προσπαθώντας να συνδεθώ με την πραγματικότητα. Τι στο καλό; Αυτή την έκφραση είχα να την ακούσω από την εποχή της Χούντας. Το νεανικό πρόσωπο του πρωθυπουργού, που γέμισε την οθόνη, με καθησύχασε. Ακόμα κι αν δεν φορούσε γραβάτα, χαμογελούσε πλατιά. Το μήνυμα ήταν σύντομο και περιεκτικό.

«Μετά τις ευνοϊκές εξελίξεις στο τελευταίο eurogroup η ελληνική οικονομία είναι πια εξ ίσου σταθερή με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι αξιόπιστο και κανείς δεν έχει λόγους να μην εμπιστεύεται τα χρήματά του σ’ αυτό. Πρώτος εγώ κι όλοι οι κρατικοί και κομματικοί αξιωματούχοι.» (Η μέθοδος ήταν δοκιμασμένη από τον 160 αιώνα κι ο πρωθυπουργός, συστηματικός μελετητής της Ιστορίας, ευελπιστούσε για το ελληνικό ντόμινο.) Αμέσως στην οθόνη εμφανίστηκε ένας μακρύς πίνακας όπου φιγουράριζαν πρωτοκλασάτα ονόματα και οι καταθέσεις τους στις ελληνικές τράπεζες. Ζαλίστηκα βλέποντας τα νούμερα με τα πολλά μηδενικά. (Ακόμα κι ο γνωστός Υπουργός θεώρησε πως ήταν πια ασφαλές να χρηματοδοτεί τις σπουδές της κόρης του, στο εξωτερικό, από την Ελλάδα.)

Ακολούθησε το αναμενόμενο. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων εκτίναξαν τη δημοτικότητα της κυβέρνησης στο ταβάνι κι η αντιπολίτευση σύρθηκε πίσω από τα γεγονότα κι εμφάνισε τη δική της λίστα με ονόματα και νούμερα. Τα τηλεοπτικά συνεργεία στήθηκαν έξω από τις τράπεζες. Τέτοιες ουρές είχαμε να δούμε από το καλοκαίρι των κεφαλαιακών ελέγχων –με ανεστραμμένη τώρα τη φορά ροής των χρημάτων. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν κατά δύο βαθμίδες την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Οι τράπεζες διαφήμιζαν τα προϊόντα τους και καλούσαν νέους επιχειρηματίες να ζητήσουν δάνεια. Η κυβέρνηση αποφάσισε πως δεν είχαν νόημα πια οι κεφαλαιακοί έλεγχοι·κι ανέστειλε την ισχύ τους. Το χρηματιστήριο ανέβαινε με όχημα τις τραπεζικές μετοχές ενώ τα ασφάλιστρα κινδύνου, όπως και τα σπρέντς, έπαιρναν την κατιούσα. Το συμπιεσμένο ελατήριο της Ελληνικής οικονομίας είχε απασφαλιστεί.

💧

Όνειρο ήταν και πάει... Ξύπνησα για τα καλά ενώ υποτίθεται πως βρισκόμουνα στο γκισέ να δώσω εντολή να επιστρέψουν οι λίγες οικονομίες μου από το εξωτερικό. 

Δεν είχα προλάβει να βάλω υπογραφή. 

Ευτυχώς…



Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" 
Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Η μερίδα η άχαρη




Η ΜΕΡΙΔΑ Η ΑΧΑΡΗ


Από την Ανάσταση του Λαζάρου στα Ωσαννά των Βαΐων κι από κει στο άρον-άρον και το Ανέστη Χριστός μεσολαβεί μόλις μία εκκλησιαστική βδομάδα· Μεγάλη έστω. Μέσα σε εφτά κατανυκτικές μέρες παρακολου-θούμε καρέ-καρέ το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Το δράμα έχει τη σφραγίδα της ουράνιας βούλησης και οι μικρές λεπτομέρειες είναι απόλυτα σύμφωνες με τις προφητείες. Ο θεϊκός σκηνοθέτης τίποτα δεν άφησε στην τύχη. Όλα είναι στις θέσεις τους. Η άνυδρη γη της Παλαιστίνης είναι το ιδανικό σκηνικό. Ο πρωταγωνιστής αναμφισβήτητος, γλυκύτατος και πονεμένος. Οι δεύτεροι ρόλοι καθένας με τη σημειολογία του. Η πολυάσχολη Μάρθα μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, η πόρνη μυρώνει τους άχραντους πόδας, ο Άννας αφήνει τον Καϊάφα να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας πιστεύοντας πως εξιλεώ-νεται, ο ληστής συσταυρώνεται και κερδίζει τον Παράδεισο, η μάνα οδύρεται…

Στη θέση του και ο προδότης. Προδότης; Γιατί εγώ, Κύριε; Γιατί να μην πάρω τον ρόλο του αγαπημένου μαθητή που θα σταθεί δίπλα στον Σταυρό; Κάνε με τουλάχιστον Πέτρο. Θα αρνηθεί κι εκείνος τον Δάσκαλο μα δεν θα καταδικαστεί στους αιώνες. Σ’ εκείνον θα δώσεις τα κλειδιά της Βασιλείας. Εκείνος θα θεμελιώσει τον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης και οι Πάπες θα το ’χουν καύχημα που κάθονται με δόξα και τιμή στον δικό του θρόνο. Όχι Κύριε, είναι άδικο. «Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

Έφυγε χολωμένος και πήρε τον δρόμο κλωτσώντας με τα σαντάλια όσες πέτρες συναντούσε στο διάβα του. Τα δάχτυλα μάτωσαν κι ο πόνος τον συνέφερε. Ποιος είμαι εγώ που θα μιλήσω για άδικο στον μόνο Δίκαιο; Ποιος είμαι εγώ που θα σταθώ εμπόδιο στο επουράνιο σχέδιο. Αφού κάποιος πρέπει να προδώσει, ας είμαι εγώ. «Γενηθήτω, Κύριε, το θέλημά Σου.»

Έτρεξε –μην τύχει κι αλλάξει γνώμη- στον κήπο να δώσει το φίλημα. Χαίρε Ραβί. Αι «γενεαί πάσαι» είδαν σ’ αυτό το φίλημα το στίγμα της προδοσίας. Μια ρετσινιά ανεξίτηλη χωρίς ελαφρυντικά. Το όνομά του έγινε συνώ-νυμο της προδοσίας μέσα στους αιώνες. Παραζαλι-σμένος, δεν είδε τον δρόμο της μεταμέλειας, αλλά της αυτοκαταστροφής.

Όταν η μάνα είδε το άψυχο σώμα να αιωρείται μέσα στη θηλιά, τη δεμένη πάνω στην κοτσικιά, θέλησε να μπήξει τα νύχια στο πρόσωπο και να θρηνήσει «ω γλυκύ μου έαρ, πού έδυ σου το κάλος;» Μα κρατήθηκε. Αυτός ο στίχος δεν γράφτηκε για τον προδότη. Κι αφού η μάνα έκρυψε από ντροπή τον πόνο, ποιος άλλος να νοιαστεί; Έφυγε άκλαυτος κι έγινε μισητός, επονείδιστος, σύμβολο και φιλαργυρίας και αχαριστίας. Έδωσε στον υμνωδό το δικαίωμα ν’ απαγγείλει το ανελέητο «κατηγορώ» του: «Ποιος ήταν ο λόγος, Ιούδα, που σ’ έκανε προδότη; Μήπως ο Δάσκαλος σε χώρισε από τον χορό των Αποστόλων; Μήπως σου στέρησε το χάρισμα των ιαμάτων; Μήπως σ’ έδιωξε από την τράπεζα που συνδείπνησε με τους άλλους; Ή μήπως, πλένοντας τα πόδια τους, περιφρόνησε τα δικά σου;»

Μα όλα αυτά είναι ανθρώπινες αντιδράσεις. Ο θεϊκός σκηνοθέτης τον κράτησε στους κόλπους του γιατί πολύ πόνεσε σαν του ’λαχε η μερίδα η άχαρη.


 Περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος"
 Θα το βρείτε ως εξής:


google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki




Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Αγάπη ως τα άκρα



   Η Άννα έσβησε τα σαράντα κεράκια της μόνη στο άδειο διαμέρισμα. Γι αυτή τη σημαδιακή ημερομηνία δεν θα ’θελε ούτε ένα θορυβώδες πάρτι ούτε ένα ρομαντικό ξεμονάχιασμα για δύο. Ήταν αρκετά ορθολογίστρια για να ξέρει πως ο τεμαχισμός του χρόνου είναι κατασκεύασμα ανθρώπινο. Ο ίδιος ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα ανύποπτος για γενέθλια και ιωβηλαία, για Πρωτοχρονιές και πρωτομηνιές. Της άρεσε, ωστόσο, να πιστεύει πως η σημερινή μέρα είχε ξεχωριστή σημειολογία κι ήθελε να την αφιερώσει στη μέσα της Άννα.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Το οικόπεδο και το οικοδόμημα









Από την είσοδο του φαραγγιού και μετά, το άγριο, γυμνό, πετρώδες, άνυδρο τοπίο, χωρίς να μας προειδοποιήσει, χωρίς κάποιο μεταβατικό στάδιο, μετατρέπεται σ’ έναν καταπράσινο παράδεισο.
Α, αυτό το πολυποίκιλο, εναλλασσόμενο, απρόβλεπτο ελληνικό τοπίο!
Που δεν σε αφήνει να πλήξεις.
Που ξετρελαίνει τους Ευρωπαίους συνοδοιπόρους μας, εξοικειωμένους με τη βαρετή επανάληψη των πανέμορφων, κατά τα άλλα, δασών τους.
Που σε κάνει ν' αναρωτιέσαι: μα πού πήγαν οι σάρες, πού εξαφανίστηκαν οι πέτρες, πώς ξεφύτρωσε χορτάρι, πώς πρασίνισε ο τόπος, πώς άλλαξε η βλάστηση;
Ξεδιψάμε στην πηγή με τα πλατάνια που ναρκισσεύονται με το νωπό πράσινο φύλλωμα, που απέκτησαν πρόσφατα, σε πλήρη τονική αντίθεση με το εκρηκτικά σκούρο πράσινο του κισσού, που τυλίγει τους κορμούς σαν δροσερή γούνα αντανακλώντας το φως με την εκτυφλωτική του στιλπνότητα.
Περπατάμε χωμένοι στη βλάστηση, χωρίς ανοιχτό ορίζοντα  και μόνο σε κάποιο σημείο το τοπίο ξανοίγει κι απλώνονται μπροστά μας καταπράσινες οι απέναντι πλαγιές. Καταπράσινες ναι, αλλά όχι ενιαία μονοχρωματικές. Δεκάδες χρωματικοί τόνοι σε αρμονική αντίθεση, από τον πιο αχνό ως τον πιο σκούρο, από τον πιο φωτεινό ως τον πιο βαθύ. Ο πίνακας που βλέπουμε απέναντι είναι μονόχρωμος, αλλά όχι μονότονος.
Κι ενώ, χωρίς αμφιβολία, πρωταγωνιστεί το πράσινο, την παράσταση κλέβουν κάποιοι δεύτεροι ρόλοι.
…Το κίτρινο των σπάρτων.
…Το λιλά του αγριομπίζελου.
…Το φωσφοριζέ φούξια του αγριογαρύφαλλου εκτυφλωτικό σαν μαρκαδόρος επισήμανσης, αλλά όχι φτηνιάρικο.
…Το μωβ μιας άγριας ορχιδέας.
…Το γαλάζιο της λιβελούλας που ακροβατεί πάνω στο νερό αφήνοντας ίχνη με την αρμονία γεωμετρικής καμπύλης.
…Το κίτρινο-πράσινο-γάλανο μιας σαύρας που λιάζεται πάνω στον κάτασπρο βράχο.
Ξαφνικά εμφανίζεται η τσιμεντένια σκάλα. Η επένδυση των σκαλοπατιών με πλάκες Καρύστου είναι μια προσπάθεια να εξωραϊστεί η άθλια παρέμβαση στα πλαίσια της τουριστικής αξιοποίησης του φαραγγιού.
Θυμώνω!
Χάθηκε ένα ωραίο παραδοσιακό λιθόστρωτο; Δεν μπορώ να αποφύγω οργισμένες σκέψεις. Όσο περισσότερο μπετόν, τόσο περισσότερο κέρδος για εργολάβους, υπεργολάβους, μηχανικούς, αναδόχους… Βάζω φρένο στον θυμό μου! Δεν θέλω με τίποτα να χαλάσω τη φωτεινή μου διάθεση.
Αυτή είναι η Ελλάδα! 
Πώς να βάλεις στη ζυγαριά τα πλεονεκτήματα, του οικόπεδου που μας έλαχε, με τα μειονεκτήματα του οικοδομήματος που στήσαμε;
Και δεν εξαιρώ κανέναν από το «στήσαμε». Καθένας και το πετραδάκι του, καθένας με τη συμβολή του, το καταντήσαμε αισθητικά δύσμορφο και στατικά ετοιμόρροπο.
Κι όταν η αντίφαση έγινε εξόφθαλμα ορατή κι απομείναμε να κοιτάζουμε ένα στρεβλό οικοδόμημα μέσα στον παράδεισο, δεν μας έμεινε παρά να ξεφυλλίζουμε μαργαρίτες: να μείνω, να μην μείνω… να μείνω, να μην μείνω… να μείνω, να μην μείνω…



Το κείμενο αυτό της Ρένας Ραψομανίκη περιέχεται στο συλλογικό έργο "Μιλάμε για την Ελλάδα" (Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα 2013)

Ας το φέρουμε στιγμιαία στο νου μια στιγμή πριν ρίξουμε το φακελάκι στην κάλπη.






Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...συνέχεια τέταρτη






Αυτές τις μέρες ας βάλουμε στη ζωή μας τον Ναζωραίο έτσι όπως τον προτιμάει ο καθένας: θλιμμένο, πονεμένο, βασανισμένο ή μεγαλόπρεπα αναστημένο.


Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η "Φούγκα..." στο youtube (συνέχεια πρώτη)



Οι "Τρίτες παρέα με τη Φούγκα..." θα συνεχιστούν, με τα επεισόδια σε οπτικοακουστική μορφή.
Όσοι πιστοί, λοιπόν... προσέλθετε.







Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... η κατάληξη


Φωτο Παναγιώτης Κούκης

Όνειρο ήταν και πάει. Ξέρεις δα πόσο άσχημα παίζω σκάκι. Άλλες κινήσεις είχε σχεδιάσει ο αντίπαλος. Και δεν ήταν όποιος- όποιος. Με τον μαύρο ιππότη έπαιζα την τελευταία παρτίδα. Η διάψευση ήταν σκληρή. Τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων ανελέητα: οι καρκινικοί δείκτες στα ύψη. Η μαγνητική τομογραφία ξεκάθαρη: μετάσταση στα οστά. Μια οδυνηρή επανάληψη της αγωνίας. Εννέα χάπια την ημέρα δεν είναι και λίγα! Τώρα πια εκείνο που με τρομοκρατούσε δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η ιδέα να πεθάνω μέσα σε πόνους. Μελέτησα με προσοχή την ιδέα του “τουρίστα αυτοκτονίας”. Έμαθα όσα ήταν απαραίτητα για την κλινική της Ζυρίχης. Δεν χρειάστηκε. Τ’ αυτοκόλλητα μορφίνης κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους. Μόνο  που θέλω όλο να κοιμάμαι.

Σου έχω  μιλήσει ποτέ για την προσωπική μου θεωρία περί ύπνου; Φαντάσου μια γιγάντια σκακιέρα με έναν τεράστιο αριθμό από μαυρόασπρα τετραγωνάκια. Όταν ξυπνάμε, τα κύτταρά μας είναι προσεκτικά τοποθετημένα πάνω σ' αυτά τα κουτάκια. Κάθε κύτταρο στην ακριβή του θέση, πιόνια τοποθετημένα με μια αρμονική τάξη που δεν συγχωρεί ατέλειες όπως ακριβώς τα ιόντα στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός στερεού. Στη διάρκεια της εγρήγορσης τα πιόνια αρχίζουν να κινούνται εκτελώντας τις επιτρεπτές κινήσεις -κάποιες φορές κάνουν και του κεφαλιού τους. Η τάξη διασαλεύεται, η αρμονία καταστρέφεται. Κάθε μετακίνηση και μια αίσθηση ευχάριστη ή δυσάρεστη. Κάθε αλλαγή θέσης και ένα συναίσθημα γλυκό ή πικρό. Κάθε ανασάλεμα ένα χρώμα ζωντανό ή ξέθωρο. Κάθε χημική αντίδραση και μια ιδιαίτερη γεύση. Με δυο λόγια ζωή. Γιατί  η ζωή στη βασική δομική της μονάδα είναι κίνηση. Κάποια στιγμή έρχεται εκείνη η ακαταμάχητη αίσθηση της νύστας που είναι το πιο ξεκάθαρο, σχεδόν αποκωδικοποιημένο,  μήνυμα που στέλνει το σώμα για να δείξει πως κουράστηκε από την τόση αταξία, πως δεν αντέχει άλλη αύξηση της εντροπίας και λαχταράει την οργάνωση σε συγκεκριμένη δομή.

Στη διάρκεια του ευλογημένου ύπνου πραγματώνεται η αντίστροφη διαδικασία. Αναδόμηση! Κάθε κύτταρο πίσω στο κουτάκι του, η τάξη επανέρχεται, η θεϊκή αρμονία είναι πάλι εκεί για να αρχίσει να αποσταθεροποιείται με το πρώτο ξύπνημα. Όποιος έχει απολαύσει έναν χορταστικό ύπνο, έναν ύπνο που δεν διακόπηκε βίαια από τον ήχο του ξυπνητηριού, όποιος έχει ξυπνήσει αυθόρμητα απλώς επειδή χόρτασε τον ύπνο, εκείνος έχει βιώσει τη μοναδική στιγμούλα που η σκακιέρα του είναι έτοιμη να ξεκινήσει την παρτίδα. Εκείνη τη στιγμή ο οργανισμός του είναι βρεφικός, άσπιλος, αμόλυντος. Η πρώτη σκέψη ή η πρώτη αίσθηση τερματίζει την ακινησία και  δίνει το έναυσμα σε μια ακόμα παρτίδα. Ευτυχώς... Λατρεύω τον ύπνο μόνο και μόνο γιατί μου δίνει την χαρά ενός υπέροχου ξυπνήματος που είναι κάθε φορά ένα ξαναγέννημα. Μα τώρα  ο ύπνος μου δεν δημιουργεί αναδόμηση. Μια αρρωστημένη υπνηλία είναι όπου η νύστα δεν είναι ξεκάθαρη, ο ύπνος δεν είναι κάθαρση,  η εγρήγορση δεν δημιουργεί κίνηση κι όλα μαζί μπλέκονται φτιάχνοντας μια μπερδεμένη κατάσταση όπου το ξύπνημα δεν είναι άγγελμα ζωής, αλλά προάγγελμα θανάτου.

Με τούτα και κείνα τέλειωσε το λαδάκι στο καντήλι της ζωής μου. Το βλέπω στα μάτια των δικών μου, το μαντεύω από τα μισόλογα των γιατρών, αλλά κυρίως μου το ψιθυρίζει το σώμα μου που έχει πάψει να αντιδρά. Δεν με βασανίζει πια. Κάθεται ήρεμο, φοβισμένο, ζαρωμένο σε μια γωνιά σαν δαρμένο σκυλί,  και περιμένει…. Μου φέρνει στο νου εκείνη τη λαβωμένη γερακίνα. Την είχε ανακάλυψε ο σκύλος μου, σε κάποια βόλτα μας, κουρνιασμένη κάτω από ένα θάμνο. Μας κοίταζε με άδεια μάτια χωρίς τρόμο, ολότελα παραιτημένη, ολότελα αδειασμένη από το ένστικτο της διεκδίκησης της ζωής. Ούτε καν το δυνατό αλύχτισμα του σκυλιού δεν στάθηκε ικανό να την βγάλει από την απάθεια. Εκείνη βρήκε περίθαλψη στην Αίγινα, όπου την έστειλα.
Εμένα πού θα με στείλουν;

Μην λυπηθείς για μένα.  Η ζωή στάθηκε πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Δεν έβαλε εμπόδιο σε καμία από τις επιλογές μου. Έζησα σε μια από τις αγαπημένες μου αλπικές λίμνες. Εκείνες, ξέρεις,  που περιβάλλονται από πανύψηλα βουνά ικανά να φρενάρουν ό,τι προέρχεται από τον έξω κόσμο με διάθεση  να ταράξει την ηρεμία. Οι δυνατοί άνεμοι εμποδίζονται να κατέβουν και να αναστατώσουν την γαλήνη που επικρατεί. Ο ουρανός καθρεφτίζεται στην αρυτίδωτη επιφάνεια καταγάλανος ή χαμηλώνει συννεφιασμένος να γίνει ένα με το νερό. Πήρα πολύ αγάπη στη ζωή μου κι αυτή ήταν που έφτιαξε ένα τείχος προστασίας γύρο μου κι εμπόδιζε κάθε κακό να με πλησιάσει. Όλες μου οι ρυτίδες είναι ρυτίδες γέλιου.

Όχι πως δεν ήθελα να ζήσω κι άλλο. Είχα πολλά να γευτώ. Ήθελα να θαυμάσω κι άλλα ηλιοβασιλέματα, κι άλλες ανατολές του φεγγαριού. Ήθελα να χαζέψω πολλές φορές ακόμα τα αστέρια από την απόλυτη σκοτεινιά κάποιου βουνού, να νιώσω στο κορμί μου την κρυστάλλινη  αίσθηση της παγωμένης θάλασσας. Ήθελα να δω κι άλλες φορές τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τη βερικοκιά του κήπου μου κατάφορτη, να γέρνει τα κλαδιά της από το χρυσοκόκκινο βάρος. Ήθελα να ακούσω τις εξομολογήσεις κάποιας έφηβης εγγονής -μιας μικρής Αίγλης ίσως- για τους πρώτους καλοκαιρινούς της έρωτες. Ήθελα να διαβάσω κι άλλα βιβλία –ευτυχώς οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να γράφουν. Ήθελα να ακούσω κι άλλες μουσικές, να δω κι άλλες ταινίες. Ήθελα κι άλλο να χορέψω –ποτέ δεν χόρτασα το χορό. Ήθελα να ακούσω πολλές φορές ακόμα  το Μπολερό του Ραβέλ. Ήθελα να χαρώ ξανά και ξανά το κελάηδημα των αηδονιών την αυγή. Ήθελα να νιώσω ξανά στον ουρανίσκο μου εκείνη την ανεπανάληπτη γεύση των άγριων σπαραγγιών που μάζευα στα χέρσα χωράφια κάθε Μάρτη. Ήθελα να διαβάσουμε ξανά μαζί κάποιο ποίημα λέξη-λέξη και να απολαύσω τη δημιουργική μας διαφωνία. Υπάρχει όμως μια ενοχή στην ευτυχία. Αν η πίτα της ευτυχίας είναι συγκεκριμένη, ό,τι παραπάνω από τον μέσο όρο έχω γευτεί είναι κλεμμένο από κάποιον άλλο. Κι αυτό είναι άδικο.

Μένει κάτι ακόμα.
Το μυθιστόρημα της ζωής μου.
Το στοίχημα.
Ποτέ δεν το παραδέχτηκες. Προσπάθησες να με πείσεις πως είναι δημιούργημα της φαντασίας μου. Έφτιαξες μάλιστα ολόκληρη θεωρία για να με πείσεις. “Ξέρεις, δα, πως λειτουργεί η "μνήμη". Φτιάχνεις σήμερα έναν υποθετικό σκελετό της ιστορίας σου κι αύριο προσθέτεις έναν όροφο ακόμα και την άλλη το σοβαντίζεις και το μπογιατίζεις... και να μπροστά σου ένα οικοδόμημα που το πιστεύεις αδιαπραγμάτευτα αληθινό”. Σε άφηνα να τα εξηγείς τόσο παραστατικά και μέσα μου χαμογελούσα. Ήταν η μνήμη σου απέναντι στην δική μου, ήταν ο λόγος μου απέναντι στον δικό σου. Γιατί να πιστέψω εσένα κι όχι εμένα;
Και τι είναι πιο αληθινό από εκείνο που πιστεύουμε για αληθινό;
Όλα τα δόγματα εκεί δεν στηρίζονται; Στην πίστη για το αληθινό που είναι αλήθεια χωρίς απόδειξη, χωρίς προϋποθέσεις.
Ποιος σώφρων άνθρωπος θα παραδεχτεί πως δεν είναι αληθινή η εικόνα του νυχτερινού ουρανού που βλέπει με τα μάτια του; Μα οι αστρονόμοι θα τον διαβεβαιώσουν, αραδιάζοντας ατράνταχτα επιχειρήματα,  πως η εικόνα που βλέπει είναι μια απατηλή απεικόνιση όπου παρόν και παρελθόν μπλέκονται και το αστέρι, που η μαγευτική του λάμψη σε θαμπώνει,  δεν υπάρχει πια. Πέθανε, χρόνια πριν.
Και από τις σπουδές μας τι διδαχτήκαμε;  Δεν μπορείς, λέει, να ξέρεις ποια είναι στ’ αλήθεια η ακριβής θέση ενός σωματιδίου, γιατί αν την μάθεις τότε δεν θα ξέρεις την αληθινή του ταχύτητα. Η περίφημη αρχή της αβεβαιότητας που ταρακούνησε συθέμελα ένα οικοδόμημα κατασκευασμένο από βεβαιότητες.
Η αλήθεια! 
Δεν υπάρχει πιο απατηλή έννοια.

Αλήθεια ή όχι το στοίχημα το έχασα παταγωδώς.
Το αναγνώρισα και θέλησα να πληρώσω.
Και τότε συνέβη το θαύμα!
Γιατί μπορεί η ασήμαντη ζωή μου να μην έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για ένα συγγραφέα, αλλά η ζωή μου σαν αντίστιξη της δικής σου… Α, εκεί το θέμα αλλάζει. Κι αφού δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι άλλο μαζί... Ε, ας είναι αυτό το μοναδικό κοινό μας δημιούργημα. Κι έχω ένα αισιόδοξο προαίσθημα ότι κάποιος καλοπροαίρετος αφηγητής θα βρεθεί να συμπεριφερθεί στην ιστορία μας με την τρυφερότητα που της αξίζει και ότι το «Ξωτικό» θα κάνει μια μοναδική εξαίρεση εκδίδοντας ένα μυθιστόρημα.

Δεν σε αποχαιρετώ. Δεν μου πάνε τα μελοδραματικά. Σκέψου πόσο εξωπραγματικό ήταν να κουβεντιάζουμε το ’68 – Γενναδίου και Ακαδημίας γωνία - για μια συνάντηση το 2000. Κι όμως έγινε πραγματικότητα. Και γιατί όχι; Φαντάσου μια, εξίσου εξωπραγματική, τρίτη διασταύρωση μας κάπου… κάποτε…
Σε γλυκοφιλώ
Αίγλη
Βουβαθήκαμε. Ούτε ξέρω για πόσο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.  Κοντεύαμε να φτάσουμε, η βροχή είχε κοπάσει, μια υποψία ήλιου τρύπησε ένα σύννεφο κι ήρθε κι έκατσε πάνω στα μαλλιά του Μιχαλιού. Εκείνος γύρισε και με κοίταξε στα μάτια και, για πρώτη φορά, το βλέμμα του δεν ήταν θολό και σβησμένο. Είδα τη λάμψη της ζωντάνιας, άκουσα έναν καινούργιο τόνο στη φωνή του κι ένιωσα να μπαίνει σε κίνηση εκείνη η δύναμη της ζωής που αντιπαλεύει τη λήθη κι επομένως τον θάνατο. Γιατί ο μόνος θάνατος είναι η λήθη
-Λοιπόν, τι λες; Θα την δεχτείς την πρόκληση; Θα το γράψεις αυτό το μυθιστόρημα;




ΤΕΛΟΣ


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ΦΟΥΓΚΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΣΕ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥΛΙΈΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ AMAZON:

https://www.amazon.de/s/ref=nb_sb_noss?__mk_de_DE=%C3%85M%C3%85%C5%BD%C3%95%C3%91&url=search-alias%3Dstripbooks&field-keywords=Rena+V.+Rapsomaniki