Ταφόπλακα του Γκέντελ στο κοιμητήριο του Πρίνστον |
Η πόλη απόμεινε πληγωμένη, κατεστραμμένη, λεηλατημένη.
Εκείνος, έχοντας μόλις επιστρέψει από τον χώρο των επεισοδίων, έφτυσε
όλη του την φόρτιση επάνω της
εκφράζοντας αηδία και περιφρόνηση για την απουσία της. Με ανεξέλεγκτα οργισμένες εκφράσεις, την
κατηγόρησε για αδιαφορία και εφησυχασμό, τη χαρακτήρισε κοινωνικά ανάλγητη,
της απέδωσε προσωπική ευθύνη για το
κατάντημα της χώρας, ειρωνεύτηκε τη σιωπή των «αθώων» τονίζοντας ότι η δύναμη
των κακών είναι η απάθεια των πολλών, της θύμισε, με μπόλικη κακεντρέχεια, το
τραγούδι «έντιμε άνθρωπε κυρ
Παντελή», που κατά τη γνώμη του, είχε γραφτεί γι αυτήν και τους όμοιους της.
« Το ξέρεις, υποθέτω, πως ο τελευταίος στίχος ήταν: “ θάψτε τους έντιμους μες στα σκατά” και η υποκριτική λογοκρισία τον "ευπρέπισε” σε: “ θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά”.
Σαν να ξεθύμανε, έχοντας εκτονώσει την οργή του απαξιώνοντάς την, το υπόλοιπο μήνυμα ήταν γραμμένο σε ηπιότερο ύφος. Παραδέχτηκε ότι δεν συμφωνούσε με τους βανδαλισμούς, αυτό όμως δεν ήταν λόγος που θα τον απέτρεπε από το να διαδηλώνει την αγανάκτησή του, μια τακτική που είχε εφαρμόσει σε όλη του τη ζωή .
«Ιδιώτη,
στην αρχαία Ελλάδα, αποκαλούσαν χλευαστικά εκείνον που, από οκνηρία, δεν
συμμετείχε στα κοινά , δεν έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις ούτε
αναλάμβανε αξιώματα ως όφειλε. Στις μέρες μας η λέξη έχασε το αρχικό της νόημα,
στις αγγλοσαξονικές γλώσσες όμως το idiot
που σημαίνει ηλίθιος ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ιδιώτης.»
Κατέληγε με περιγραφές. Πώς έκλαιγε από τα δακρυγόνα, αλλά και πώς είχε
διάθεση να διηγείται ιστορίες σε κάποια Μαρία που βρέθηκε τυχαία δίπλα του και που την έκαναν να γελάει ασταμάτητα.
« Γέλια
και δάκρια στα ίδια μάτια είναι όλα τα λεφτά. Το φωτεινό της πρόσωπο γεμίζει ακόμα το πλάνο
μου. Έλειπες, ήσουν αλλού.»
Την είχε στήσει στα έξι μέτρα και την πυροβολούσε.
Τού είχε αναλύσει την κοσμοθεωρία της και τη στάση ζωής που είχε
υιοθετήσει.
Τού είχε διεξοδικά περιγράψει
την αλλεργία που της έφερνε η βία σε οποιαδήποτε μορφή. Δεν θα πήγαινε ποτέ
ηθελημένα να τη συναντήσει.
Πάντα την εκνεύριζε η αναφορά στον «κυρ Παντελή». Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν έντιμοι, δεν θα χρειαζόταν κάποιοι να πάρουν τους δρόμους διαδηλώνοντας τη βίαιη αγανάκτησή τους. Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν έντιμοι, πουθενά στη γη δεν θα πέθαιναν παιδιά .
Τα ήξερε όλα αυτά. Θα ήταν άσκοπο να τα επαναλάβει μια φορά
ακόμα.
Μπορούσε όμως να διεκδικήσει το δικαίωμα στη διαφορετικότητα που από
μόνο του είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας.
« Όταν εσύ διοχέτευες τις ευαισθησίες σου στην έξαψη της επανάστασης, εγώ διοχέτευα τις δικές μου στην αρμονία του χορού. Ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε πολύ κόσμο, σ’ ένα ειρηνικό περιβάλλον, όπου αστυνομία και δακρυγόνα δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Στην ετήσια παράσταση της σχολής χορού παρουσίασα μαζί με τον δάσκαλό μου ένα αργεντίνικο τάνγκο. Είχε προηγηθεί ένας μήνας με εξαντλητικές πρόβες και το άγχος μου είχε εκτοξευθεί. Δημιουργικό άγχος, αν κρίνω από τον ενθουσιασμό των θεατών που μεταφράστηκε σε παρατεταμένο χειροκρότημα. Δεν ήσουν εκεί, έλειπες.»
Πήγαινε γυρεύοντας. Περίμενε να τη χαρακτηρίσει το λιγότερο ιερόσυλη καθώς εξομοίωνε πράγματα που τα χώριζε άβυσσος. Η απάντησή του ήταν κάτι παραπάνω από έκπληξη.
Θα ήθελα πολύ να ήμουν εκεί.
Του έστειλε ένα βίντεο.
Εκθείασε με γλαφυρότητα - ήταν
μάστορας του λόγου - την εκφραστικότητα,
τον έλεγχο του ρυθμού, την αρμονία των κινήσεων, την ακρίβεια των βημάτων της…
Μα ο
καβαλιέρος σου δεν ήταν αντάξιός σου. Οδηγούσε το κορμί σου με τεχνική, αλλά
χωρίς πάθος. Άλλος θα σε είχε απογειώσει, κάνοντάς σε να χάσεις το μέτρημα και
τον έλεγχο, χωρίς το αποτέλεσμα να χάσει το παραμικρό, αντίθετα θα κέρδιζε σε
ερωτισμό. Το τάνγκο δεν είναι ένας απλός χορός. Είναι ο έρωτας αυτοπροσώπως.
Από το έμπειρο μάτι του δεν είχε περάσει απαρατήρητη η ομοφυλοφιλία του παρτενέρ της.
Η κουβέντα έμπαινε σε δύσκολες ατραπούς, έλα όμως που η καρδιά της λιγώθηκε και ένιωσε σαν κόκκινο μπαλόνι που κινείται ανάλαφρα ανοδικά! Έλα που έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει ηλίθια, μέσα στο μετρό, αναπολώντας τις λέξεις του! Και μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι ο άντρας στο απέναντι κάθισμα είχε παρερμήνευσει το χαμόγελο, βιάστηκε να συμμαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Αυτό το ζαχαρωμένο συναίσθημα δεν μπορούσε να το ελέγξει, μπορούσε όμως να αυτολογοκριθεί και να μην το βγάλει προς τα έξω, αν δεν ήθελε να μπει σε περιπέτειες. Της φάνηκε ευκαιρία να τού εκφράσει την χαρά της, ταυτόχρονα με την δυσαρέσκεια για τα προηγούμενα. Δύο σε ένα.
Έτσι θα προχωρήσει η επικοινωνία μας; Με το μαστίγιο και το καρότο; Πίστεψε με, δεν έχεις να μάθεις κάτι που δεν ξέρεις, χρησιμοποιώντας ανακριτικές μεθόδους. Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.
Χαμογελούσε στην ιδέα ότι η μπάλα είχε φύγει καρφωτή από τα χέρια της.
Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της όταν άνοιξε την απάντηση.
Και τι ξέρεις εσύ από ανάκριση και μου την πετάς κατάμουτρα; Πού έμαθες γι αυτήν και τις μεθόδους της; Στον κινηματογράφο, σε κανένα λαϊκό ανάγνωσμα ή μήπως στις εγκυκλοπαίδειες; Μάθε λοιπόν, μωρό μου, ότι κάποτε τη χώρα κυβερνούσε μια χούντα συνταγματαρχών και κάποιοι δεν το αντέχαμε αυτό. Αποτέλεσμα; Πόσες φορές δεν με πήραν σηκωτό από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, καθ’ υπόδειξιν των καθηγητών μου και με τη σιωπηλή ανοχή των «αμνών» συμφοιτητών μου να με πάνε πότε στη Μπουμπουλίνας και πότε στη Μεσογείων, να με μάθει από πρώτο χέρι και εξ απαλών ονύχων ο κάθε τυχάρπαστος ασφαλίτης την ανάκριση και τις μεθόδους της! Εσύ βέβαια ήσουν νήπιο τότε μα, και στην αντίθετη περίπτωση, δεν υπήρχε περίπτωση να είσαι μαζί μου. Δεν σού ζήτησε κανείς βοήθεια ή συμπαράσταση, όχι όμως ό,τι δεν καταλαβαίνεις να το υποβιβάζεις προσπαθώντας να το γελοιοποιήσεις.
Τελικά
είσαι κακός άνθρωπος.
Δεν ξέρω,
μόνο, αν είσαι ταμένη στο κακό.
Τίποτα
άλλο.
Γεια.»
Γι αλλού το πήγαινε και άλλα της προέκυψαν.
Ο δόκτωρ Τζέκιλ είχε για μια ακόμα φορά μεταμορφωθεί σε κύριο Χάιντ.
Είχε αρχίσει να αποδέχεται τις μεταπτώσεις του.
Μα, όσο συνηθίζει κανείς τ’ αλλόκοτα, πάντα υπάρχει ένα σκαλί να τον
κατεβάσει πιο χαμηλά. Εκείνος ο φαινομενικά ανώδυνος χαιρετισμός έκρυβε το
νόημα του οριστικού αποχαιρετισμού.
Δεν άργησε να διαπιστώσει ότι την είχε αποκλείσει από το ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο και το blog του
χαρακτηρίζοντας τα μηνύματα και
τα σχόλιά της ανεπιθύμητα.
Κοινώς της είχε κλείσει την πόρτα κατάμουτρα!
Βίωσε το αίσθημα απόρριψης κι ύστερα έμαθε τι θα πει σύνδρομο στέρησης.
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα εμφανίστηκαν έντονα.
Αισθάνθηκε τον οργανισμό της σε βιολογική αποδιοργάνωση.
Εκείνος θρονιάστηκε, με το έτσι θέλω, στον εγκέφαλό της απασχολώντας
μόνιμα τη σκέψη της παράλληλα με οτιδήποτε άλλο έκανε.
Το πρόβλημα της βίαιης και μονόπλευρης διακοπής της επικοινωνίας
διογκώθηκε υπέρμετρα έτσι που ό,τι άλλο συνέβαινε γύρο της φάνταζε ασήμαντο.
Νύχτες αγρύπνιας ταλαιπωρούσαν το κορμί της. Η διαδικασία
επαναλαμβανόταν σταθερά με τον ίδιο τρόπο: ξυπνούσε μετά από ένα δίωρο
ταραγμένο ύπνο. Το ξύπνημα ήταν απότομο, χωρίς εκείνο το ασαφές μεσοδιάστημα
μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Ακαριαία στην οθόνη του μυαλού της άναβαν έντονοι
ανακριτικοί προβολείς που έλουζαν στο ενοχλητικό τους φως τις ίδιες χιλιοεπεξεργασμένες σκέψεις, τα επίμονα «γιατί», τα αναιμικά
«διότι».
Τα επινεφρίδια έχυναν ποτάμια αδρεναλίνης που κρατούσαν το κορμί
τσιτωμένο και απομάκρυναν κάθε ιδέα για συνέχιση του ύπνου.
Στριφογύριζε στο ιδρωμένο μαξιλάρι σαν κολασμένη.
Κοιτούσε τις κόκκινες λυχνίες
στο ψηφιακό ρολόι του κομοδίνου και ευχόταν να ξημερώσει, να τελειώσει το
νυχτερινό μαρτύριο, εν γνώσει της ότι το ημερήσιο δεν θα ήταν λιγότερο επώδυνο.
Το πρωινό ύπτιο κολύμπι, με τα μάτια κλειστά, στην πισίνα, της χάριζε μια πρόσκαιρη αναζωογόνηση. Η άνωση εξουδετέρωνε τη βαρύτητα και η «αβάσταχτη ελαφρότητα» του κορμιού ήταν μια χαλάρωση, απαραίτητη για να συνεχίσει τη ζωή στους γνώριμους ρυθμούς. Στο τραπέζι του πρωινού, όμως, έπινε ένα σκέτο καφέ γιατί ένιωθε πως μια μπουκιά και μόνο αν έβαζε στο στόμα, θα ξερνούσε όλη τη χολή που δηλητηρίαζε τον οισοφάγο της.
Λες να είναι η εκδίκηση του Γκέντελ;
Οι λευκές νύχτες ορθώθηκαν πάνω της βουνό να την καταπιούν μα δεν θα κατέφευγε ποτέ, από άποψη, σε υπνωτικά. Προσπάθησε να το αντιμετωπίσει ορθολογικά. Η αυτοκυριαρχία ήταν μια αποσκευή που κουβαλούσε από τα γεννοφάσκια της. Παρόλο που ο εξηντάρης ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο μυαλό της παράλληλα με ό,τι άλλο έκανε, κατάφερνε να τον έχει σε καταστολή, πράγμα που της επέτρεπε να συμπεριφέρεται φυσιολογικά στο οικογενειακό τραπέζι ή στις εταιρικές συνεδριάσεις. Σε κάθε διακοπή της επαγρύπνησης όμως –καθώς κουβαλούσε τα πιάτα στην κουζίνα ή όταν άφηνε την αίθουσα συνεδριάσεων για τσιγάρο- εκείνος καραδοκούσε -χαμογελώντας σαρδόνια- να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά και να την παρασύρει σε λαβυρινθώδεις διαλογισμούς. Σε τέτοιες στιγμές οι κινήσεις της γίνονταν μηχανικές και οι παραπραξίες πληθύνονταν. Έψαχνε απεγνωσμένα τα σκουλαρίκια της για να τα βρει το βράδυ να κολυμπούν αμέριμνα μέσα στη θήκη των φακών επαφής.
Πάσχιζε να
κρατήσει κρυφό τον πόλεμο που κατασπάραζε το σώμα της και -παρόλο που είχε
γίνει η σκιά του παλιού της δυναμικού εαυτού- θα ’λεγες πως τα κατάφερνε.
Κανείς δεν έδειχνε να παίρνει είδηση την έξαψή της κι ο αίτιος αυτής της έξαψης
δεν δίστασε να το σχολιάσει:
Πόσο αδιάφορος πρέπει να είναι ο άντρας σου για να μην
έχει παρατηρήσει τις αλλαγές που σου έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες! Τις
ίδιες αλλαγές που εγώ οσμίζομαι μέσα από τις δονήσεις του ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου. Απορώ…
Πανικοβλήθηκε.
Ο άντρας της έπρεπε να μείνει έξω από αυτή την αρρωστημένη ιστορία. Βιάστηκε να
τον δικαιολογήσει κάνοντας ίσως τα πράγματα χειρότερα.
Ο άντρας μου είναι ένας πολυάσχολος άνθρωπος.
Κανείς
λοιπόν δεν είχε πάρει μυρωδιά;
Ίσως και
όχι!
Μην ξεχάσετε να κοιτάξετε το βράδυ βορειοανατολικά.
Θα βρέξει πεφταστέρια.
Πώς περιγράφεται τόσο ποιητικά γλαφυρά κάτι που πονάει τόσο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣέβομαι και υποκλίνομαι...στο γράψιμο...