Προσεισμική Ζάκυνθος, ο Άγιος Διονύσιος |
Αιώνες νομίζω πως με χωρίζουν από κείνο το βροχερό πρωινό του Δεκέμβρη του ’42 !
Το μαντάτο με βρήκε στο σχολείο. Ο Σπύρος ήλθε τρέχοντας με το ποδήλατο να μού το προφτάσει. Με καλούσαν να παρουσιαστώ άμεσα στην Καραμπινιερία. Μια τέτοια πρόσκληση δεν ήταν καλό μαντάτο. Μα πάλι, τι μπορούσαν να μού προσάψουν; Είχα πάρει πολύ νωρίς τα μέτρα μου. Τις κυνηγετικές μας καραμπίνες – τη δική μου και του πατέρα - τις είχα κρύψει πολύ προσεχτικά πριν καν δοθεί εντολή από τους Ιταλούς να παραδώσουμε κάθε είδους όπλο που είχαμε στην κατοχή μας. Έχτισα με τούβλα μια εσοχή του τοίχου και σοβάντισα προσεκτικά, έτσι που μάτι ανθρώπου να μην μπορεί να διακρίνει την παρέμβαση, όσο παρατηρητικό ή εξασκημένο κι αν ήταν. Τη στολή του αξιωματικού τη μοίρασα σε κομμάτια που καταχώνιασαν οι αδελφές μου στα μπαούλα με τα προικιά τους. Άψογα σιδερωμένη και διπλωμένη, να μην πιάνει πολύ χώρο, παραχώθηκε ανάμεσα σε χοντρές κουβέρτες και κολλαρισμένα τραπεζομάντηλα, παρέα με βαριά υφαντά και βαμβακερά μεσοφόρια.
Κανένας κατακτητής δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι ο φιλήσυχος δάσκαλος, που – συμμορφούμενος προς τις διαταγές - δίδασκε στους μαθητές του τα λίγα ιταλικά που κι ο ίδιος μάθαινε από ένα βιβλίο ιταλικής γραμματικής, με το οποίο μας είχε εφοδιάσει ο Ιταλός σχολικός επόπτης, ήταν από τους αξιωματικούς εκείνους που τόσο τους είχαν τρομοκρατήσει στα βουνά και τα φαράγγια της Αλβανίας. Κανένας μακαρονάς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι, λίγους μήνες πριν, είχα ορκιστεί, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις που επιβάλλουν οι κανόνες της συνομωσίας, μέλος της πατριωτικής οργάνωσης: «εθνικός σύνδεσμος αξιωματικών» με επίτιμο πρόεδρο τον Μητροπολίτη μας.
Φθάνοντας στην Καραμπινιερία κάθε ίχνος αισιόδοξης σκέψης εξανεμίστηκε, όταν είδα τους υπόλοιπους «προσκεκλημένους». Γνώριμα πρόσωπα: όλοι σχεδόν οι έφεδροι αξιωματικοί και κάποιοι έφεδροι εκ μονίμων – οι μόνιμοι είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Ιόνιο Πολιτεία ως ανεπιθύμητοι. Κατέγραψαν τα στοιχεία μας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον βαθμό που κατείχαμε στο στράτευμα – πληροφορία που δεν είχε πια νόημα να κρύβουμε αφού κάποιοι καλοθελητές δικοί μας τούς την είχαν ήδη προφτάσει. Μας συγκέντρωσαν σ’ ένα μαντρωμένο περιβόλι, κατάφυτο από λεμονοπορτοκαλιές, κάτω από αυστηρή φρούρηση ένοπλων με πολυβόλα. Είχαμε επίτηδες έλθει απροετοίμαστοι για διανυκτέρευση, θέλοντας να ξορκίσουμε τις κακές σκέψεις, ευελπιστώντας ότι θα μας έδιωχναν μετά από μια σύντομη «σύσταση» και το τσουχτερό Δεκεμβριάτικο κρύο μάς περόνιαζε ως το κόκκαλο. Ασύγκριτα πιο οδυνηρή όμως ήταν η παγωνιά και το μούδιασμα στις ψυχές – αχ, πώς γιατσώνουν οι καρδιές - από την ατέλειωτη αναμονή και τις ζοφερές προβλέψεις. Γιατί κανένας δεν ήλπιζε πια σε κάτι ανώδυνο, αντίθετα πλειοδοτούσαμε για την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη. Ένας πιθανολογούσε ότι θα μας κλείσουν φυλακή, ο άλλος υπερθεμάτιζε ότι αυτή η φυλακή θα βρισκόταν οπωσδήποτε στην Ιταλία και ο τρίτος ήταν σίγουρος ότι μας περίμεναν τα στρατόπεδα θανάτου στη Γερμανία. Η άμεση εκτέλεση στριφογύριζε στο μυαλό μας, αλλά κανείς δεν τόλμησε να την ξεστομίσει.
Αργά το βράδυ εμφανίστηκε ο στρατιωτικός διοικητής συνοδευόμενος από τον διερμηνέα. Ήταν έκδηλη η νευρικότητά του και μας απευθύνθηκε όπως σε συναδέλφους.
« Κύριοι, γνωρίζετε ότι κι εγώ στρατιώτης είμαι και διαταγές εκτελώ. Βρίσκομαι, ως εκ τούτου, στην δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι θα φύγετε το ξημέρωμα για ένα ταξίδι στην Ιταλία. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι η εκεί διαμονή σας θα είναι άνετη και ίσως αξιοζήλευτη».
Το ξημέρωμα! ( Οι εκτελέσεις γίνονται πάντα το ξημέρωμα).
Δίνοντας τον λόγο της στρατιωτικής μας τιμής, ότι θα επιστρέφαμε έγκαιρα, ζητήσαμε ολιγόωρη άδεια να επισκεφτούμε τα σπίτια μας, για να τακτοποιήσουμε εκκρεμότητες - στην πραγματικότητα όμως για να σφίξουμε στην αγκαλιά μας, για τελευταία ίσως φορά, αγαπημένα πρόσωπα. Το αίτημα απορρίφθηκε ασυζητητί, η μόνη παραχώρηση που μπορούσε να κάνει ήταν να επιτρέψει την είσοδο στους δικούς μας για έναν αποχαιρετισμό όχι πέραν του πεντάλεπτου. Μας καληνύχτισε, έκανε μεταβολή χτυπώντας το μαστίγιο στην μπότα του και μας άφησε μόνους να προσπαθούμε να τιθασεύσουμε τις σκέψεις και να προσπαθήσουμε να κρατηθούμε από κάποιο αναιμικό κλαράκι ελπίδας.
Είχε προσπαθήσει να χρυσώσει το χάπι με την υπόσχεση μιας αξιοζήλευτης διαμονής!
Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια – πράγμα για το οποίο είχα χίλιους και ένα λόγους να αμφιβάλλω - δεν κατάφερε όχι μόνο να με δελεάσει, αλλά ούτε καν να με ανακουφίσει. Μακριά από το νησάκι μου, χωρίς τη σκέπη του προστάτη Αγίου μας, αποκομμένος βίαια από την οικογένειά μου, αποχωρισμένος βάναυσα από τους μαθητές μου. Η λέξη όμηρος δεν είχε αναφερθεί, ήξερα όμως ότι περί αυτού επρόκειτο. Οι Ιταλοί πετύχαιναν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: απομακρύνοντας μας εξουδετέρωναν εκείνα τα πρόσωπα που από θέση, ιδιότητα και κοινωνική επιρροή θα μπορούσαν να αποτελέσουν πυρήνες αντίστασης. Από την άλλη, θα είχαν το πλεονέκτημα να επισείουν την απειλή της άμεσης εκτέλεσής μας απέναντι σε καθένα που θα του έμπαιναν ιδέες να προκαλέσει απώλειες ή δολιοφθορές στις υπηρεσίες και τα στρατεύματα κατοχής. Έπρεπε να το πάρω απόφαση: με ένα πιστόλι στον κρόταφο θα ζούσα από δω και πέρα μέχρι το τέλος του πολέμου - αν θα ζούσα μέχρι τότε.
Οι πρώτοι επισκέπτες άρχισαν να καταφθάνουν αλαφιασμένοι. Σκηνές αποχωρισμού τόσο συγκινητικές που θα μπορούσαν να ραγίσουν τις καρδιές ακόμα και των σκοπών που, αδιάφοροι, χτυπούσαν τις βαριές αρβύλες τους βηματίζοντας νευρικά πέρα-δώθε. Νεαρές σύζυγοι δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την αγκαλιά του αγαπημένου – το πεντάλεπτο όμως, ανελέητο. Ανήλικα παιδιά κοιτούσαν με αθώο βλέμμα τριγύρω, διαισθανόμενα μάλλον παρά αντιλαμβανόμενα το μέγεθος της συμφοράς που τα είχε χτυπήσει. Τρυφερές αρραβωνιαστικές, με το αναψοκοκκίνισμα της παρθενιάς στο πρόσωπο, δέχονταν το αλμυρό φιλί για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο. Ασπρομάλληδες γονείς, έτοιμοι να καταρρεύσουν, δήλωναν, με όσο σθένος διέθεταν, πρόθυμοι να μπουν εκείνοι στη θέση του γιού τους.
Ο γέρος πατέρας μου δεν μπόρεσε να έλθει μέσα στη νύχτα από το χωριό – τα συγκοινωνιακά μέσα ελάχιστα – και ούτε λόγος να γίνεται για τις αδελφές μου. Μπορεί να ήταν και καλύτερα έτσι – για κείνους. Μου έστειλαν όμως μ’ ένα γείτονα – που έτρεξε με το ποδήλατό μου – μια καπαρντίνα και μια κουβέρτα, την ευχή του γέρου μου, τις προσευχές των κοριτσιών και ένα φυλαχτό από τις βελουδένιες παντόφλες του Αγίου μας. Τον αγκάλιασα και τον αποχαιρέτησα με την ψευδαίσθηση ότι έσφιγγα εκείνους στο στήθος μου.
Νεκρική ησυχία επικράτησε με την αποχώρηση και του τελευταίου επισκέπτη. Κανείς δεν ήθελε να διακόψει τις σκέψεις του άλλου, μια και όλοι βρισκόμαστε στην διαδικασία εκείνη όπου η μνήμη καταγράφει εικόνες, αισθήσεις, αγγίγματα, μυρωδιές και τ’ αποθηκεύει προσεκτικά σε σκοτεινά συρτάρια. Από εκεί θα τα ανασύραμε κάθε φορά που οι κακουχίες θα έφταναν τις αντοχές μας στα όριά τους. Αυτές οι μνήμες έμελλαν να αποτελέσουν το συναισθηματικό μας αποκούμπι, το στήριγμά μας στις σκληρές ώρες του ξεριζωμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι κουβεντούλες μας