Προσεισμική Ζάκυνθος, άποψη της πόλης από τον κόκκινο βράχο |
Εκείνη η μακριά νύχτα – 12 Δεκεμβρίου του ’42 - δεν θα φύγει ποτέ από τη θύμησή μου, όσα χρόνια μου μέλλεται να ζήσω. Εικοσιπέντε νέοι άντρες, θύματα της αγριότητας του πολέμου, την περάσαμε άυπνοι, κλειδωμένοι στη μεγάλη αίθουσα του μεγάρου της διοίκησης. Ήταν η πρώτη στη μακριά σειρά από νύχτες αγρύπνιας που θα ακολουθούσαν εξ αιτίας της ανασφάλειας, του φόβου ή των απελπιστικά άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Δεν έλεγε να ξημερώσει – είμαστε βλέπεις κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο όταν οι νύχτες είναι αντικειμενικά ατέλειωτες. Πόσω μάλλον…
Τις πρώτες πρωινές ώρες, κι ενώ το σκοτάδι ήταν ακόμα πηχτό στους έρημους δρόμους, μας μετέφεραν στο λιμάνι και επιβιβαστήκαμε σ’ ένα μικρό πλοίο με προορισμό τα υπόλοιπα Ιόνια. Σε κάθε στάση ο αριθμός των ομήρων αυξανόταν. Οι ημέρες κυλούσαν αδιαφοροποίητες και η ημέρα μέρα των Χριστουγέννων δεν αποτελούσε εξαίρεση. Την περάσαμε κλεισμένοι στις φυλακές της Λευκάδας σαν κοινοί ποινικοί κατάδικοι, με την καταχνιά μέσα μας, προσπαθώντας να διώξουμε από τη μνήμη έθιμα των ημερών, που ούτε εμείς αλλά ούτε οι οικογένειές μας θα τηρούσαν φέτος.
Το τέλος του ’42 μας βρήκε στο Μεσολόγγι. Είμαστε πια τόσοι πολλοί που οι φυλακές δεν μας χωρούσαν κι από καλή τύχη η ομάδα μας εγκαταστάθηκε – πάντα κάτω από αυστηρή φρούρηση - σε μια αίθουσα της Μητρόπολης. Εδώ βρήκαμε για πρώτη φορά γαλήνη. Οι συνθήκες κράτησης ήταν αξιοπρεπείς, η αναμμένη σόμπα χάριζε μια γλυκιά θαλπωρή, το συσσίτιο ικανοποιητικό, ο ύπνος ανθρώπινος σε κρεβάτια με στρώματα και σεντόνια. Πάνω απ’ όλα, όμως, μας γλύκαινε η αλληλεγγύη του λαού της πόλης. Μέχρι τότε νιώθαμε ξεχασμένοι από Θεό κι ανθρώπους, τώρα βλέπαμε επιτέλους κάποιους να νοιάζονται για την τύχη μας. Καλάθια με τρόφιμα, γλυκίσματα, τσιγάρα έφταναν καθημερινά – εν μέσω κατοχής - κι έριχναν βάλσαμο στην πληγή. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μάς επισκέφτηκε ο Μητροπολίτης, έκανε αγιασμό, μάς εμψύχωσε, μάς ευχήθηκε «και του χρόνου σπίτια σας» και μάς άφησε να γευτούμε ένα εορταστικό γεύμα συνοδευόμενο από άφθονο κρασί.
Πόσο λίγες απαιτήσεις έχει η ψυχή για να ευφρανθεί!
Αισθανθήκαμε ξανά άνθρωποι!
Θυμηθήκαμε τα προπολεμικά χρόνια, τα κάλαντα της παραμονής, τους καλλικέλαδους τραγουδιστάδες και οργανοπαίχτες, τις λοταρίες της πλατείας ρούγας, τις βόλτες κατά μήκος της, το κορτάρισμα των κοριτσιών. Κάποιοι έπιασαν το τραγούδι και όλοι μαζί γίναμε μια πρόχειρη χορωδία τραγουδώντας μελωδίες που κράτησαν όλο το απόγευμα προκαλώντας νοσταλγικές αναμνήσεις ακόμα και στους φρουρούς, αφού τα ακούσματα ήταν εξαιρετικά οικεία για τα αυτιά τους. Παίρνοντας θάρρος από την αποδοχή που βλέπαμε στα μάτια τους και τις παροτρύνσεις τους να συνεχίσουμε, κάποιος υψίφωνος τραγούδησε το: « Ο sole mio» προκαλώντας θύελλα ενθουσιασμού και χειροκροτημάτων από τους δεσμώτες μας. Τι έχουν να μοιράσουν τα φτωχά σπουργίτια του Θεού;
Δεν προλάβαμε να πούμε: «δόξα σοι ο Θεός» και πάλι: «βόηθα Παναγιά». Για μια ακόμα φορά στα καμιόνια, αυτή τη φορά για την Πάτρα. Εδώ διανυκτερεύαμε σε ξενοδοχείο. Μη βιαστεί όμως κανείς να μας καλοτυχίσει. Σαν τα ζώα κοιμόμαστε στο δάπεδο, χωρίς στρώματα, μια κουβέρτα από κάτω, μια από πάνω κι ένα προσκεφάλι. Τα παντζούρια στα παράθυρα καρφωμένα και το ηλεκτρικό φως αναμμένο μέρα-νύχτα, έτσι που να χάνεται η αίσθηση του χρόνου.
Ήμαστε όμως στην Ελλάδα κι αυτό ήταν κάτι.
ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΣΕ ΔΙΑΒΑΖΩ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΩΝ!..
ΑπάντησηΔιαγραφήΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ..
ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΝΕΥΣΗ!!!
ΣΕ ΦΙΛΩ!!!!
Χαίρομαι κάθε φορά που κάποιος μου γράφει ότι με διαβάζει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια σένα διπλά και τρίδιπλα!!
Αναμένω και γω τη συνέχεια...σας φιλώ και προσμένω κουβέντα-περπάτημα πως και πως..(ανάγκη επιτακτική)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο που ξέχασες να αφήσεις όνομα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα υποθέσω ότι η κουβέντα θα γίνει το Σάββατο στο Πίνοβο;