Όχι, μπάρμπα. Δεν είναι ψηφοφόροι, αρχηγοί κομμάτων είναι |
Κυριακή, επιτέλους!
O πατέρας περίμενε την μητέρα να γυρίσει από την εκκλησία να πάμε όλοι μαζί να ψηφίσουν.
Φορούσαμε τα καλά μας όπως στις γιορτές.
O πατέρας περίμενε την μητέρα να γυρίσει από την εκκλησία να πάμε όλοι μαζί να ψηφίσουν.
Φορούσαμε τα καλά μας όπως στις γιορτές.
-Σήμερα είναι η γιορτή της δημοκρατίας, έλεγε ο πατέρας και έδειχνε πολύ χαρούμενος.
-Μήπως ξέχασες το εκλογικό σου βιβλιάριό; Αγχωνόταν η μητέρα.
Στο δρόμο συναντούσαμε γνωστές οικογένειες που επέστρεφαν.
Στο δρόμο συναντούσαμε γνωστές οικογένειες που επέστρεφαν.
- Τον ρίξατε;
- Τώρα μόλις.
- Καλή επιτυχία!
- Καλό βόλι!
- Έχει κόσμο;
- Πολύ! Σχόλασε, βλέπεις, η εκκλησία
Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι έδειχναν να προτιμούν αυτή την ώρα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ανταμώσουν κόσμο και προπάντων τους ετεροδημότες -ξενιτεμένους στην Αθήνα κυρίως- που είχαν έλθει να ψηφίσουν στο νησί. Ευχάριστες συναντήσεις, καμιά φορά και απρόβλεπτες. Η αναθέρμανση κοινωνικών επαφών ήταν μια ακόμα παράπλευρη συνέπεια των εκλογών.
Το εκλογικό κέντρο στεγαζόταν στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Η παρουσία τόσων πολλών ενηλίκων το έκανε αγνώριστο. Η φυσικός του ρόλος ήταν να φιλοξενεί παιδιά, που ανεβοκατεβαίναμε τρέχοντας και ξεφωνίζοντας τις σκάλες. Οι μεγάλοι ανέβαιναν τα ίδια σκαλοπάτια αργά και προσεκτικά, ιδιαίτερα οι κυρίες με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, ενώ οι συνομιλίες τους γίνονταν χαμηλόφωνα λες και ο χώρος είχε αποκτήσει κάποια ιερότητα. Κρυφοκοιτάζοντας μέσα στις αίθουσες έβλεπα ότι η αυστηρή τάξη είχε διαταραχθεί. Τα θρανία είχαν στοιβαχτεί όπως-όπως σε μια γωνιά, ελευθερώνοντας χώρο για το παραβάν με τις μπλε κουρτίνες. Πέντε-έξι άγνωστοι είχαν κάνει κατοχή στην έδρα του δασκάλου έχοντας απλώσει τα χαρτιά τους επάνω της. Μπροστά τους βρισκόταν ένα ξύλινο κουτί που άκουγα να το λένε κάλπη. Γοητευτική λέξη! (Είχα από τότε μια προτίμηση στις λέξεις που περιέχουν λάμδα.) Μα και η υπόστασή της ήταν εξωπραγματική. Μια και η έννοια exit poll δεν είχε σκάσει μύτη από το μέλλον, άκουγα να την αποκαλούν περιπαικτικά γκαστρωμένη. Κοντολογίς δεν ήταν ένα κοινό κουτί, είχε τη μυστηριώδη ικανότητα ν' αποφασίζει για τον νικητή.
Αυτή η περίεργα τουμπαρισμένη εικόνα του σχολείου με αναστάτωνε, όπως αναστατώνει τα παιδιά κάθε αλλαγή, χωρίς όμως να με τρομάζει. Με καθησύχαζε η βεβαιότητα πως όλα θα επανέρχονταν στη σωστή θέση αύριο κι όλας.
Το εκλογικό κέντρο στεγαζόταν στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς. Η παρουσία τόσων πολλών ενηλίκων το έκανε αγνώριστο. Η φυσικός του ρόλος ήταν να φιλοξενεί παιδιά, που ανεβοκατεβαίναμε τρέχοντας και ξεφωνίζοντας τις σκάλες. Οι μεγάλοι ανέβαιναν τα ίδια σκαλοπάτια αργά και προσεκτικά, ιδιαίτερα οι κυρίες με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, ενώ οι συνομιλίες τους γίνονταν χαμηλόφωνα λες και ο χώρος είχε αποκτήσει κάποια ιερότητα. Κρυφοκοιτάζοντας μέσα στις αίθουσες έβλεπα ότι η αυστηρή τάξη είχε διαταραχθεί. Τα θρανία είχαν στοιβαχτεί όπως-όπως σε μια γωνιά, ελευθερώνοντας χώρο για το παραβάν με τις μπλε κουρτίνες. Πέντε-έξι άγνωστοι είχαν κάνει κατοχή στην έδρα του δασκάλου έχοντας απλώσει τα χαρτιά τους επάνω της. Μπροστά τους βρισκόταν ένα ξύλινο κουτί που άκουγα να το λένε κάλπη. Γοητευτική λέξη! (Είχα από τότε μια προτίμηση στις λέξεις που περιέχουν λάμδα.) Μα και η υπόστασή της ήταν εξωπραγματική. Μια και η έννοια exit poll δεν είχε σκάσει μύτη από το μέλλον, άκουγα να την αποκαλούν περιπαικτικά γκαστρωμένη. Κοντολογίς δεν ήταν ένα κοινό κουτί, είχε τη μυστηριώδη ικανότητα ν' αποφασίζει για τον νικητή.
Αυτή η περίεργα τουμπαρισμένη εικόνα του σχολείου με αναστάτωνε, όπως αναστατώνει τα παιδιά κάθε αλλαγή, χωρίς όμως να με τρομάζει. Με καθησύχαζε η βεβαιότητα πως όλα θα επανέρχονταν στη σωστή θέση αύριο κι όλας.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό έπρεπε να κοιμηθούμε χωρίς τα συνηθισμένα «μα» και «μου». Το βράδυ θα ξενυχτούσαμε κι αυτό ήταν μια σπάνια εξαίρεση. Ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει, η ψηφοφορία είχε τελειώσει κι έφτανε η ώρα να κατεβούμε στο κέντρο. Τα αποτελέσματα θα ανακοινώνονταν ανεπίσημα από τα εκλογικά κέντρα των κομμάτων και επίσημα από το Διοικητήριο – έτσι αποκαλούν ακόμα και σήμερα στο νησί τη Νομαρχία. Όλα βρίσκονταν στον κεντρικό δρόμο –την πλατεία ρούγα– και το αδιαχώρητο ήταν αναπόφευκτο. Υπήρχε ένας άτυπος συναγωνισμός ανάμεσα στα μικρά χωριά ποιο θα μεταδώσει πρώτο στη Χώρα το αποτέλεσμα του μοναδικού του εκλογικού τμήματος. Με δεδομένη την εντελώς πρωτόγονη κατάσταση των επικοινωνιών, τα κομματικά επιτελεία μηχανεύονταν τρόπους ώστε να λάβουν τα πρώτα αυτά αποτελέσματα πριν από τη Νομαρχία. Έφτανε κάποια στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ροή του πλήθους προς την κατεύθυνση του ενός εκλογικού κέντρου. Κάποιο αποτέλεσμα είχε καταφθάσει προξενώντας αναταραχή. Στόμα με στόμα – μεγάφωνα είχε μόνο το Διοικητήριο– η πληροφορία διαχεόταν και οι σχολιασμοί ακολουθούσαν:
-Τα κατάφεραν πάλι οι Μαριές να στείλουν πρώτες το αποτέλεσμα.
-Τα κατάφεραν πάλι οι Μαριές να στείλουν πρώτες το αποτέλεσμα.
-Μικρό το δείγμα δεν λέει τίποτα.
-Δείχνει όμως ένα κλίμα.
-Αν δεν έλθει το πρώτο τμήμα της Χώρας δεν μπορούμε να πούμε τίποτα με ασφάλεια.
Ο καθένας ερμήνευε αυτά τα πρώτα –αμελητέα ως ποσοστό– αποτελέσματα με βάση τις προσδοκίες του. Και τα κόμματα, που το γνώριζαν καλά, ανακοίνωναν επιλεκτικά μόνο εκείνα τα χωριά που ήταν φιλικά προσκείμενα. Έτσι τις πρώτες ώρες το αποτέλεσμα ήταν εντελώς αντιφατικό, εμφανίζοντας τους πάντες ως νικητές. Το παιχνίδι ήταν στημένο και όλοι το ήξεραν, όμως κάποιοι θερμόαιμοι άρχιζαν ήδη τους πανηγυρισμούς και οι καραμούζες ηχούσαν θριαμβευτικά. Η Νομαρχία σώπαινε θέλοντας να έχει αξιόπιστα και διασταυρωμένα αποτελέσματα πριν ηχήσουν τα μεγάφωνα, όμως κι αυτή δεν ήταν εντελώς έξω από το παιχνίδι αφού η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του ενός κόμματος που φιλοδοξούσε να την διατηρήσει. Από κάποια στιγμή και πέρα όμως τα ψέματα τελείωναν και η στυφή γεύση της ήττας έκανε την εγκατάστασή της στο λαιμό μου. Το ένα εκλογικό κέντρο έσβηνε σιγά-σιγά τα φώτα του, οι οπαδοί του αρχίζαμε να αποχωρούμε αμίλητοι και κατηφείς και ο πατέρας παραδεχόταν:
Κάποτε μικρός περίπου στην ηλικία την δική σου , που περιγράφεις. Γίνονται Δημοτικές εκλογές. Του ενός εκ των υποψηφίων το όνομα, και μοίρασα φεϊγ-βολάν γι αυτόν, ήταν Χ#Ιακώβου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚινήσαν λυτούς και δεμένους για να τον βγάλουν Δήμαρχο. Έτσι, έφεραν την γριούλα πρόσφυγα των ενενήντα Μαϊων σχεδόν σηκωτή, με το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο. Την γριά παρέλαβε στην είσοδο ο δικαστικός αντιπρόσωπος και την οδηγούσε στο παραβάν οπότε η γριά έσκασε το Τούρκικο(Ελληνικά δεν είχε μάθει ποτέ).
"Χ#Ιακώβου κουτουσού, νέρντε;"
Ήγουν, το κουτί του Χ#Ιακώβου που είναι; Καταλαβαίνεις το γέλιο. Έγινε και σλόγκαν.
Πάντα με γοητεύουν αυτά που με γυρίζουν στα παιδικά μου χρόνια. Τα ανθρώπινα!
Πασχάλης
Εκείνες οι εκλογές, αν και είχαν τα μαύρα τους χάλια,
ΑπάντησηΔιαγραφήήταν όμως ένα κοινωνικό γεγονός από το οποίο προέκυπταν και χαριτωμένα στιγμιότυπα όπως αυτό που αναφέρεις.
Οι σημερινές δεν είναι ούτε καν αυτό.