Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... 21 Απριλίου πρωί

Όταν τα παιδιά συνάντησαν τον Πάουλ Κλέε

Στην πρωτεύουσα τα γεγονότα διαδραματίζονταν δίπλα σου, δεν έφταναν σαν μακρινός απόηχος μέσα από σελίδες εφημερίδων. Μπορούσες ν' απλώσεις το χέρι και να τ' αγγίξεις, να νιώσεις τον παλμό  και την έξαψη της αμεσότητας  κι όταν πια η σκόνη κατακάθιζε και από το άρωμα έμενε το απόσταγμα μπορούσες να πεις: ήμουν κι εγώ εκεί. Εκεί ήταν η Αίγλη όταν ξετυλίχτηκαν τα πρωτόγνωρα γεγονότα ένα πρωινό του Απρίλη με την αθηναϊκή άνοιξη στα καλύτερά της. Η πρώτη αίσθηση της ημέρας ήταν ήχοι από εμβατήρια που έρχονταν από το ραδιόφωνο κι ας είχε περάσει κι όλας μήνας από την εθνική γιορτή. Παράξενο! Και να 'ταν το μόνο! Η μητέρα δεν έδειχνε τη συνηθισμένη φούρια να φύγουν  για το σχολείο. Η Αίγλη δεν θα έλεγε όχι στην πολυτέλεια ενός ανέλπιστου Κυριακάτικου χουζουριού, αν και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως ήταν Παρασκευή.


Έστησε αυτί. Τα  θούρια διακόπτονταν κάθε τόσο και μια απρόσωπη φωνή ανακοίνωνε, σε μια ξύλινη γλώσσα, συγκεχυμένες πληροφορίες. Ξεχώριζε σκόρπιες λέξεις: ένοπλες δυνάμεις… φαύλο καθεστώς… έντιμοι αξιωματικοί… Έχανε όμως τον ειρμό και δεν  μπορούσε να βγάλει άκρη. Οι βιαστικές και ασαφείς απαντήσεις της μητέρας, που έδειχνε να έχει το μυαλό της αλλού, αντί να φωτίζουν το τοπίο την μπέρδευαν περισσότερο. Γιατί μιλούσε για πραξικόπημα, ενώ το ραδιόφωνο έκανε λόγο για επανάσταση; Όχι πως είχε σαφή επίγνωση τι ακριβώς σήμαινε το ένα ή το άλλο, διαισθητικά όμως την ένιωθε την αντίφαση. Το σίγουρο είναι πως τα σχολεία  θα έμεναν κλειστά και το γεγονός δεν θα άφηνε, από καταβολής σχολείου, κανένα μαθητή ασυγκίνητο. Ο  πατέρας και ο αδελφός της έμεναν κρεμασμένοι στο ραδιόφωνο. Ο θείος κατέφθασε τρέχοντας. Είχε  πληροφορίες από  σίγουρη πηγή πως τα τανκς βρίσκονταν στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από τη Βουλή. Η είδηση την έκανε να ανατριχιάσει. Ο συνειρμός ήλθε αναπόφευκτα. Έχουμε πόλεμο;  Η ψύχραιμη αντίδραση του πατέρα λειτούργησε  καθησυχαστικά. 
-Δεν υπήρχε περίπτωση να το αποφύγουμε. Είχαμε φτάσει στο απροχώρητο. Να δούμε τι καζάντια θα κάμουν ετούτοι.
Ο θείος ζήτησε να απασχολήσει τα παιδιά στο μαγαζί γιατί είχε πέσει πολλή δουλειά.

Ο θείος είχε το μπακάλικο της γειτονιάς και η έκφραση “έπεσε πολλή δουλειά” σε καμία περίπτωση δεν περιέγραφε εκείνο που αντίκρισε φθάνοντας. Πανικός! Ο κόσμος είχε ξαμοληθεί και ψώνιζε τρόφιμα ανεξέλεγκτα, σαν λιμασμένος. Ο θείος, η θεία και η ξαδέλφη της δεν τα έβγαζαν πέρα με την αυξημένη πελατεία γι αυτό και ζήτησαν ενισχύσεις. Η Αίγλη έγινε βοηθός ταμία. Ο θείος έκανε τους λογαριασμούς πάνω στις κίτρινες χαρτοσακούλες κι εκείνη έπαιρνε τα χρήματα, τα μετρούσε προσεκτικά κι έδινε τα ρέστα. Η προσήλωση στα καινούργια καθήκοντα δεν την εμπόδισε να πάρει είδηση το σούσουρο ανάμεσα στους πελάτες. Το νέο κυκλοφόρησε συνωμοτικά και ψιθυριστά από στόμα σε στόμα: “ήρθαν για τον Γιώργο”. Κάθε δραστηριότητα πάγωσε, τα ράφια έπαψαν προσωρινά να μονοπωλούν το ενδιαφέρον και τα βλέμματα στράφηκαν αδηφάγα στην τζαμαρία, να μη χάσουν ούτε καρέ από τη σκηνή. Στα πρόσωπα καθρεφτίζονταν μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων:  από λαίμαργη περιέργεια μέχρι σπλαχνικό ενδιαφέρον. Από ενδόμυχο φόβο  για το ποιος έχει σειρά μέχρι το "καλά να πάθει που δεν καθόταν στ' αυγά του".  Από επώδυνες  μνήμες που δεν είχαν προλάβει να ξεθωριάσουν μέχρι το μοιρολατρικό "μπόρα είναι, θα περάσει".

Ο κύριος Γιώργος ζούσε, μαζί με την κυρία Ρένα, στη γκαρσονιέρα του ισογείου. Φήμες όμως στη γειτονιά έλεγαν πως, αν και συμπεριφέρονταν σαν ζευγάρι, δεν ήταν παντρεμένοι. Η πληροφορία απόκτησε εγκυρότητα γεγονότος όταν η Αίγλη   κρυφάκουσε μια χαμηλόφωνη συνομιλία της θείας με τη μητέρα. Η  δεύτερη  σταυροκοπήθηκε. 
-O Θεός να μας φυλάει. Τέτοια πράγματα μόνο στην Αθήνα μπορεί να συμβούν.
Είδε τον κύριο Γιώργο να περνάει μπροστά από το μαγαζί ανάμεσα σε δύο άγνωστους με πολιτικά που τον κρατούσαν αγκαζέ. Δεν έφερνε καμία αντίσταση, η σκηνή δεν ήταν βίαια, κανείς δεν κρατούσε όπλο – εμφανώς τουλάχιστον. Όμως, ο κύριος Γιώργος ήταν κάτωχρος και περπατούσε σαν να μην τον κρατούσαν τα πόδια του και γι αυτό ήταν ανάγκη να τον υποβαστάζουν. Μα κι αυτός ο ευλογημένος! Γιατί δεν είχε παντρευτεί την κυρία Ρένα όπως όλα τα γνωστά ζευγάρια; Γιατί, κανείς δεν της έβγαζε από το μυαλό ότι αυτή ήταν η αιτία της σύλληψής του. Ποια άλλη ενοχή θα μπορούσε να βαραίνει έναν τόσο ευγενικό και γλυκομίλητο κύριο που πάντα την χαιρετούσε καλοσυνάτα και την ρωτούσε με ενδιαφέρον για τα μαθήματά της όταν την συναντούσε στην είσοδο; Ανάσανε με ανακούφιση στη σκέψη ότι ο πατέρας δεν κινδύνευε. Εκείνος  είχε παντρευτεί με δόξα και τιμή τη μητέρα και κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αφού τα στέφανα του γάμου, κλεισμένα σε μια κομψή σκαλιστή ξύλινη στεφανοθήκη, κοσμούσαν τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας πάνω από το κεφάλι του διπλού κρεβατιού. 

Γύρω στις δώδεκα είχαν ξεπουλήσει. Το μαγαζί έμοιαζε λεηλατημένο. Τα ράφια και τα ψυγεία είχαν αδειάσει. Ακόμα και τα σακιά με τη ζάχαρη, τις φακές, το αλεύρι, τα φασόλια, το ρύζι, αναποδογυρίστηκαν - να μην πάει χαμένο ούτε σπυρί. Ο  θείος υπαγόρεψε κι η Αίγλη έγραψε προσεκτικά με καλλιγραφικά  γράμματα σ’ ένα χαρτόνι: “κλειστόν λόγω εξαντλήσεως του εμπορεύματος”. Το  κόλλησαν στη τζαμαρία, ο θείος κατέβασε το μεταλλικό ρολό και κλείδωσε με το λουκέτο. Η θεία μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της.
-Δεν έπρεπε να πουλήσουμε εκείνους τους μουχλιασμένους μπακαλιάρους.
 Σήμερα όλα την μπέρδευαν: ειρωνευόταν  ή σοβαρολογούσε ο θείος ;
-Και ν’ αφήσουμε τους ανθρώπους να λιμοκτονούν;
Έδειχνε πολύ χαρούμενος, έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα, ξεχώρισε τρία γαλάζια πενηντάρικα και έδωσε από ένα σε κάθε παιδί. Τα πρώτα χρήματα που κέρδισε ως εργαζόμενη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι κουβεντούλες μας