Στο δρόμο της επιστροφής ο νους του πλημμύρισε χρώματα.
Ναι, ήταν δεκαεφτά χρόνων.
Ναι, ήταν το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα της ζωής του.
Ο Μιχαλιός δεν ήταν ανυποψίαστος για όσα συνέβαιναν εκείνη την ταραγμένη εποχή στη χώρα. Η πιθανότητα ενός βασιλικού πραξικοπήματος άγγιζε τη βεβαιότητα όσο οι διαδηλώσεις και τα επεισόδια βίας έπαιρναν ανεξέλεγκτη μορφή. Είχε αποκτήσει από πολύ νωρίς την ικανότητα να διαβάζει πίσω από τις γραμμές των εφημερίδων. Μα, όπως οι περισσότεροι, πιάστηκε στον ύπνο όταν οι συνταγματάρχες κατέβασαν τα τανκς στο Σύνταγμα.
Το πρωί τα θούρια ξεχύθηκαν από το ραδιόφωνο του σπιτιού και πανομοιότυπα από τα ραδιόφωνα όλης της γειτονιάς. Οι ελάχιστοι που είχαν την πολυτέλεια μιας μαυρόασπρης συσκευής τηλεόρασης την βρήκαν εκτός λειτουργίας. Οι συνταγματάρχες, έχοντας πάρει τον έλεγχο του κτιρίου τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ στην Πατησίων, μπλόκαραν το πρόγραμμα και δεν ενδιαφέρθηκαν να την αξιοποιήσουν για την προπαγάνδα τους. Η επιρροή της ως μέσο μαζικής επικοινωνίας ήταν ακόμα αμελητέα. Οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ήταν υπόθεση του μέλλοντος. Η μόνη επιλογή ενημέρωσης ήταν τα τρία προγράμματα του κρατικού Ε.Ι.Ρ. που εκείνη την ημέρα αναμετέδιδαν σε ενιαίο δίκτυο το πρόγραμμα της υπηρεσίας ενημερώσεως ενόπλων δυνάμεων. Η ξύλινη γλώσσα του εκφωνητή τον εκνεύριζε και ως αισθητική και ως περιεχόμενο. Μα, εκείνο που τον ιντριγκάρησε ήταν η καθολική απαγόρευση της κυκλοφορίας από νωρίς το απόγευμα. Οι απαγορεύσεις είχαν ανάκαθεν μία και μοναδική επίδραση επάνω του: την ακατανίκητη επιθυμία να τις παραβεί. Καθώς οι μεγάλοι ήταν απορροφημένοι με τα γεγονότα και τα σχολεία κλειστά, είχε όλη την άνεση να πάει από πόρτα σε πόρτα και να περάσει, συνωμοτικά, το μήνυμα στην παρέα.
Όλοι για βόλτα με τα ποδήλατα. Στις πέντε, στην πλατεία.
Κάποιοι κούνησαν, καταφατικά αλλά μουδιασμένα, το κεφάλι , άλλοι συμφώνησαν με θέρμη, λιγότεροι συμμερίσθηκαν τον ενθουσιασμό του, όλοι όμως υποσχέθηκαν να είναι στην ώρα τους στο ραντεβού. Ακόμα κι αν μερικοί γονείς τον θεωρούσαν κακή επιρροή, για τους συνομήλικους ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός.
...................................................................................................................................................................
Πέντε παρά πέντε βρίσκονταν στην πλατεία εκείνος και η Νίκη.
Μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά είδε τις προοπτικές του ν’ αλλάζουν και αντί για την θορυβώδη νεανική παρέα που θα έβγαζε την γλώσσα στην απαγόρευση, είδε ένα νεαρό ζευγάρι μακριά από τ’ αδιάκριτα μάτια του κόσμου.
-Είσαι σίγουρη πως το θέλεις;
Η Νίκη ήταν σίγουρη πως αν της έλεγε να κρατήσει την αναπνοή, θα το έφτανε ως το τέλος. Δεν του το είχε πει ποτέ κι εκείνος δεν το είχε πάρει είδηση γιατί η Νίκη ήταν σταθερά παρούσα, αλλά αφανής στις δραστηριότητες της παρέας, ίσως γιατί ήταν η μικρότερη. Τώρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι χωρίς να πει λέξη.
Έχει τσαγανό κι ας μην της φαίνεται, σκέφτηκε εντυπωσιασμένος.
Πέντε και πέντε άφηναν την πλατεία και πήραν τους δρόμους ανάμεσα στα σπίτια με τα κλειστά πορτοπαράθυρα που θα πίστευες ότι ήταν ακατοίκητα, αν δεν ξεχύνονταν από μέσα οι ήχοι των εμβατηρίων. Ο κόσμος είχε ήδη κλειδαμπαρωθεί, πειθήνια συμμορφωμένος προς τας υποδείξεις. Περιπλανήθηκαν στους έρημους χωματόδρομους μέχρι να βγουν στην λεωφόρο. Εδώ το σκηνικό έγινε εξόφθαλμα εξωπραγματικό. Ο δρόμος – που υπό ομαλές συνθήκες έσφυζε από ζωή και κίνηση - ήταν απελπιστικά έρημος, όλες οι λουρίδες στην διάθεσή τους. Ούτε λεωφορεία, ούτε φορτηγά, ούτε γιώτα-χι, ούτε μηχανάκια. Ο ήχος από τις αλυσίδες, που αγκομαχούσαν καθώς αποδείχτηκε ότι χρειάζονταν λάδωμα, ηχούσε αλλόκοτα εκκωφαντικός έτσι όπως έσπαζε την πηχτή σιωπή. Καμία ζωντανή παρουσία, λες κι ο μεγάλος κόσμος είχε φτιαχτεί μόνο γι αυτούς. Κι ο χρόνος; Τι δεν πήγαινε καλά με τον χρόνο; Όχι, δεν είχε παγώσει. Όχι, δεν έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο χρόνος ήταν ανύπαρκτος σαν έννοια. Παρόν, παρελθόν και μέλλον μία ενιαία περίεργη οντότητα.
Κάπως έτσι πρέπει να ένιωθαν οι πρωτόπλαστοι.
Στην ταινία "άγριες φράουλες" ο Μπέργκμαν σκηνοθετεί μια ονειρική σκηνή όπου ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής περιπλανιέται στους έρημους δρόμους μιας άγνωστης πόλης, ψάχνοντας απεγνωσμένα, μαζί με την κάμερα, σε κάθε γωνιά, σε κάθε διασταύρωση, σε κάθε σοκάκι, ίχνη ζωής. Ψυχή πουθενά, σιωπή τρομακτική, ο φόβος της μοναξιάς, η παγωνιά του θανάτου. Τα ρολόγια του δρόμου δεν έχουν δείκτες. Αναζητάει επιβεβαίωση από το δικό του ρολόι τσέπης, κι ο τρόμος γίνεται πανικός όταν διαπιστώνει πως κι εκείνο είναι ανάπηρο. Η απουσία χρόνου στερεί από τη ζωή μας μία από τις καθησυχαστικές σταθερές της. Ο Μιχαλιός είδε την ταινία δύο χρόνια αργότερα, πρωί Κυριακής, στην "Ίριδα" το φοιτητικό σινεμά στην Ακαδημίας που τις καθημερινές εκτελούσε χρέη Πανεπιστημιακού αμφιθέατρου.
Το έχω ζήσει αυτό. Ή σχεδόν…
Το φιλμ απεικονίζει έναν τρομακτικό μαυρόασπρο εφιάλτη του πρωταγωνιστή που βρίσκεται στην δύση της ζωής. Εκείνοι ζούσαν ένα νεανικό, έγχρωμο, όνειρο την ώρα της δύσης του ήλιου. Μια εξωπραγματική εμπειρία στην οποία ανακατεύονταν ισόποσα μαγεία και πραγματικότητα, μια εμπειρία που δεν είχε τίποτα το εφιαλτικό, αλλά αντίθετα έσφυζε από την χαρά της ζωής. Είχαν κι οι δύο διαβολεμένο κέφι, μια σαγηνευτική αίσθηση παιδιάστικης σκανταλιάς ανακατεμένη με μια ώριμη διεκδίκηση ελευθερίας συν έναν υφέρποντα ερωτισμό.
-Πιάσε με αν μπορείς…
Η Νίκη είχε επιταχύνει και τον προκαλούσε να παραβγούν.
Έχει τσαγανό, σκέφτηκε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα.
Άρχισε να γυρνάει όλο και πιο γρήγορα τα πετάλια.
-Δεν είσαι εντάξει, δεν ξεκινήσαμε μαζί.
Το ξέφρενο τρέξιμο κράτησε ώρα, η απόστασή τους όμως έμενε σταθερή, δεν κατάφερνε να καλύψει την αρχική διαφορά. Κάποια στιγμή εκείνη φρενάρισε απαλά επιτρέποντάς του να την πλησιάσει. Έφερε το ποδήλατο δίπλα της κι άπλωσε την παλάμη να πιάσει τη δική της. Κουμαντάριζαν το τιμόνι με το ελεύθερο χέρι και γυρνούσαν τα πετάλια με το ίδιο τέμπο έτσι που τα δυο οχήματα είχαν γίνει ένα. Γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε. Το πρόσωπό της, αναψοκοκκινισμένο από το τρέξιμο, γινόταν – αν ήταν δυνατόν – πιο κόκκινο καθώς το φώτιζαν από το πλάι τα χρώματα της δύσης που έβαφαν με το ίδιο χρώμα και τον ορίζοντα. Τα σαγόνια της έκαναν μια αρμονική ρυθμική κίνηση έτσι όπως μασούσαν την τσίχλα. Φορούσε ένα κοντομάνικο λευκό πουκάμισο με στρογγυλό γιακαδάκι που έκλεινε ως τον λαιμό με μικρά φιλντισένια κουμπιά. Η μικροκαμωμένη παλάμη της, που έσφιγγε σταθερά την δική του είχε μεταξένια υφή.
Έφτασαν στην παραλία, στήριξαν τα ποδήλατα δίπλα στο παγκάκι και κάθισαν λαχανιασμένοι.
Απόμειναν να κοιτάζουν θαμπωμένοι τα χρώματα δοσμένοι στη σαγήνη της στιγμής. Πολλές φορές αργότερα αναρωτήθηκε αν ήταν όντως ένα τόσο ξεχωριστό ηλιοβασίλεμα, όσο το θυμάται, ή αν οι περιστάσεις το έκαναν να φαντάζει έτσι.
Συνεχίζεται...
Μ΄αρέσει, η περιπλάνηση σ' ένα κείμενο, να μη σε βγάζει κατευθείαν εκεί που θέλει να σε πάει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'αυτές τις περιπτώσεις, τρέχω την ανάγνωση, για να δω όσο πιο γρήγορα γίνεται την εξέλιξη και όταν ικανοποιήσω την διψασμένη μου περιέργεια, επιστρέφω σε αργούς ρυθμούς, για να απολαύσω το κείμενο, χωρίς απορίες πια.
Αυτό βέβαια συμβαίνει στα κείμενα που αξίζουν να επιστρέψεις σ' αυτά, ξανά και ξανά...Ένα από αυτά είναι και το σημερινό σου....
Καλή συνέχεια και για σένα και για μας!
Το να γράφεις σε τακτά χρονικά διαστήματα ήταν προμελετημένο έγκλημα,γιατί αν ήταν, βρήκε το στόχο του!
Εγκλημάτησα για την αναγνωσιμότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μοιάζει για τίτλος μυθιστορήματος, τι λες κι εσύ;
Πώς τα καταφέρνεις, Ελένη,να μου δίνεις κίνητρο για να γράφω, μόνο εσύ το ξέρεις!
Δεν ξέρω, μα το σχόλιό μου εξαφανίστηκε. Ο Δαίμων, η γλυκιά σου φίλη Ελένη ή καλή μου φίλη Κατερία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΌτι και νάναι εγώ είμαι εδώ και θαυμαστής σου.
Πασχάλης
Είμαι άτυχη που έχασα το σχόλιό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάπου ταξιδεύει ξυλάρμενο στη θάλασσα του διαδίκτυου.
εξαιρετικό κείμενο σφικτό ΄βγάζει μια νοσταλγία ..........για πότε άραγε γιατί??? ποιός να ξέρει .καλή συνέχεια bonjornoprigipessa
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλει και ρώτημα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος δεν νοσταλγεί ό,τι κι αν έκανε στα δεκαεφτά του;
Τα καημένα τα δεκαεφτά, τι γρήγορα που περνούν!
Το έχω ζήσει αυτό. Ή σχεδόν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοντά σας με την καρδιά μου ολάκερη.
Κ.
Σε τέτοιες συνθήκες αποκλείεται. Η γενιά σου δεν είχε την τύχη. Έτσι κι αλλιώς όμως σκοπός του μυθιστορήματος είναι να ξυπνήσει μνήμες.
Διαγραφή