Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... τάγμα ανεπιθύμητων



Φωτο Αποστόλης Στεργίου




ΑΝΤΙΘΕΜΑ  ( Φαγκότα, Γαλλικά Κόρνα, Τρομπέτες, Τρομπόνια, κρουστά)

-Τη δουλειά την είχα μελετήσει μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Σε μια παρθένα αγορά εγώ θα είχα το μονοπώλιο. Όλες οι πολυκατοικίες της Αθήνας χρησιμοποιούσαν πια κεντρική θέρμανση μα τα ωράρια λειτουργίας του καυστήρα δημιουργούσαν εμφυλιοπολεμικό κλίμα ανάμεσα σε ενοίκους με διαφορετικές ανάγκες και οι διαχειριστές, που πάνω τους ξεσπούσε όλη η γκρίνια και η μιζέρια, πάσχιζαν να συνταιριάξουν τις πιο ακραίες αξιώσεις. Εγώ είχα στο κουτάκι το χαπάκι για τον πονοκέφαλο των διαχειριστών. Ένα χαπάκι που άκουγε στο όνομα: αυτόνομη θέρμανση. Είχα ασχοληθεί εξονυχιστικά με την ενσύρματη αυτονομία που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει παλιές πολυκατοικίες με δισωλήνια εγκατάσταση. Τα εξαρτήματα που θα προσαρμόζονταν στην υπάρχουσα υποδομή -ωρομετρητές, ηλεκτροβάνες, ηλεκτροθερμικές κεφαλές, θερμοστατικές βαλβίδες, διακόπτες ρύθμισης παροχής- θα τα έκανα εισαγωγή από Ιταλία. Οι επαφές με τους Ιταλούς είχαν πάει καλά, υπήρχε μια κατ’ αρχήν συμφωνία με ευνοϊκούς όρους. Με τις δημόσιες υπηρεσίες είχα δυσκολευτεί περισσότερο. Χρειάστηκε ν' αφιερώσω αμέτρητες ώρες σε διάφορα γκισέ μέχρι να ολοκληρώσω τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Είχα ξετρυπώσει έναν υπόγειο χώρο με φθηνό νοίκι που θα χρησίμευε για αποθήκη. Ένα έμενε: η χρηματοδότηση. Θα έπειθα την Τράπεζα να εμπιστευτεί το σχέδιό μου; Από γραφείο σε γραφείο έφτασα στη διευθύντρια. Η τύπισσα ήταν σαραντάρα, κομψή και καλοντυμένη: ταγιεράκι Σανέλ γκρι-αρζάν, πουκάμισο στο χρώμα του ροδιού και ασορτί σκουλαρίκια, γόβα ψηλοτάκουνη, καλσόν φυμέ, μαλλί χτενισμένο στην τρίχα, νύχι καλογυαλισμένο. Η ενδιαφέρουσα επαγγελματική συζήτηση πήγαινε καλά και δεν περιορίστηκε στο δάνειο. Απλώθηκε στη γενικότερη χρηματοοικονομική κατάσταση και στη συνέχεια επεκτάθηκε, έγινε λίγο πιο χαλαρή, ας πούμε πιο προσωπική. Στο σημείο ακριβώς αυτό δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την παρόρμηση να δυναμιτίσω το καλό κλίμα. Φόρεσα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και της είπα: "Μου φαίνεται πως είσαι μια πουτανίτσα".
Της άρεσε... αποδείχτηκε πως της άρεσε πολύ!
-Μεγάλε, σου βγάζω το καπέλο!
-Περίμενε... δεν άκουσες το καλύτερο… το δάνειο δεν το πήρα. Ήταν, λέει, αντιδεοντολογικό να χρηματοδοτήσει τον εραστή της. Σκρόφες σου λέω…


Ο λοχίας κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια με την τελευταία ατάκα. Στο μικρό δωματιάκι, που εκτελεί χρέη γραφείου του τάγματος στο ακριτικό νησί του Αιγαίου σε απόσταση αναπνοής από τα τουρκικά παράλια, επικρατεί κατάσταση προχωρημένης ευθυμίας. Οι ιστορίες φέρνουν η μια την άλλη και οι ώρες της νυχτερινής βάρδιας κυλάνε ευκολόπιοτα όπως ακριβώς κυλάει και το τσιπουράκι που στη ζούλα κατεβάζουν τσουγκρίζοντας πλαστικά ποτήρια. Ο μονιμάς λοχίας δεν κρύβει το θαυμασμό του για τον κληρωτό φαντάρο. Οι αποστάσεις έχουν καταργηθεί. Έτσι κι αλλιώς το στράτευμα τους έχει χαρακτηρίσει και τους δύο ανεπιθύμητους. Για διαφορετικούς λόγους· αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια.

Τάγμα ανεπιθύμητων! Ο χαρακτηρισμός δεν ήταν επίσημος. Το φύλλο πορείας, με το οποίο ο Μιχαλιός ταξίδεψε μέχρι το νησί, έχοντας ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση, έγραφε μόνο τον τριψήφιο αριθμό της μονάδας στην οποία είχε τοποθετηθεί. Είχε φτάσει στην, αρκετά μεγάλη για νεοσύλλεκτο, ηλικία των είκοσι εννέα έχοντας εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες αναβολής που του έδινε ο νόμος σε μια προσπάθεια να καθυστερήσει μπας και αποφύγει δυσάρεστες συναντήσεις με χουντικούς ή έστω με χουντικά σταγονίδια που, κατά επίσημη δήλωση του Υπουργού Αμύνης, εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο στράτευμα. Σε καλό του βγήκε: ενώ υπηρετούσε ψηφίστηκε ο νόμος που μείωνε στο μισό τη διάρκεια της θητείας για τους προστάτες οικογένειας. Κι ο Μιχαλιός είχε –δόξα τω Θεώ– πολλούς να προστατεύει. Εκτός από τον ανάπηρο πατέρα και τα ετεροθαλή αδέλφια που ήταν ακόμα ανήλικα –με όριο ενηλικίωσης τα 21–  υπήρχαν και δύο εξάχρονα δίδυμα που είχε γεννήσει η καρπερή Ανθούλα από την δική τους σχέση που όπως όλες οι σχέσεις μέσα σ’ εκείνο το σπίτι ήταν περίπλοκη: το ζευγάρι δεν είχε παντρευτεί, μα ο Μιχαλιός είχε αναγνωρίσει τα παιδιά ως γνήσια τέκνα.

Ψάρακλας στη μονάδα έμαθε με το νι και το σίγμα από τους παλιούς πού ακριβώς βρισκόταν. Εδώ υπηρετούσαν άτομα που η μαμά πατρίδα θεωρούσε δεύτερης διαλογής: μη "εθνικόφρονες", τσιγγάνοι, μουσουλμάνοι, τύποι με λερωμένο ποινικό μητρώο, πολιτικοί αντιφρονούντες, κομμουνιστές που ανέκαθεν πλήρωναν ακριβά το τίμημα της ιδεολογίας τους. Δυσκολεύτηκε να χωνέψει την ιδέα πως ανεπιθύμητοι δεν ήταν  μόνο οι στρατιώτες αλλά και οι αξιωματικοί -κάποιοι τιμωρημένοι και με στέρηση βαθμού. Συνειδητοποίησε αρκετά νωρίς πως αν ήθελε να επιβιώσει και να φύγει σώος από κει μέσα έπρεπε να είναι προσεκτικός μέχρι αηδίας και να ανεχτεί αδιαμαρτύρητα το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο. Η ελληνική πολιτεία είχε, φαίνεται, τους λόγους της να τον τιμωρεί κι εκείνος, αφού δεν μπορούσε να το αποφύγει, αποφάσισε να το “απολαύσει”. Η δουλειά δεν τον είχε φοβήσει ποτέ, οι ώρες του ύπνου του ήταν έτσι κι αλλιώς λιγοστές, η φυσική του κατάσταση αντιστοιχούσε σε ένα παλικάρι που μπορούσε να στύψει την πέτρα, δεχόταν λοιπόν με εγκαρτέρηση και με το χαρακτηριστικό του αινιγματικό χαμόγελο τα καψόνια, το γερμανικό νούμερο στις βάρδιες, τις πιο εξοντωτικές αγγαρείες, χωρίς να δυσανασχετεί προς τα έξω και χωρίς ν' αναρωτιέται μέσα του για το αν οι διαταγές που έπαιρνε είχαν νόημα ή αν η ταπείνωση ήταν αυτοσκοπός. Αποφάσισε να βλέπει μόνο τα θετικά.

Στις εξουθενωτικές πορείες με πλήρη εξάρτυση, ντάλα μεσημέρι, με τον ιδρώτα να ποτίζει τις χοντρές κάλτσες μέσα από τις μπότες και να κάνει τα πέλματα να μουλιάζουν και να πληγιάζουν, με τον ήλιο να χτυπάει κατακούτελα και να δημιουργεί παραισθήσεις, εκείνος αποξεχνιόταν αφοσιωμένος στην ομορφιά που τον περιτριγύριζε. Στο πάμφωτο τοπίο όπου τα χρώματα μπερδεύονταν γλυκά: το πράσινο των πεύκων που κάλυπταν τους μαλακούς λόφους με το γαλάζιο ουρανού και θάλασσας που σου ’κοβε την ανάσα και το ξανθό της αμμουδιάς στριφωμένο από λευκούς αφρούς που πλημμύριζαν την ακτή κι ύστερα άλλαζαν γνώμη και πισωγύριζαν  σ’ ένα  παιχνίδισμα χωρίς αρχή και τέλος. Στις ατέλειωτες νυχτερινές βάρδιες χάζευε τα φώτα στα απέναντι παράλια –τόσο κοντά που έλεγες έτσι ν' απλώσεις το χέρι θα τα πιάσεις- που προσπαθούσαν να συναγωνισθούν σε λάμψη τις παρέες των αστεριών. Του άρεσε τότε να φαντασιώνεται πως ο ουρανός είχε φορέσει επίσημη βραδινή τουαλέτα, με δισεκατομμύρια πούλιες και παγιέτες, μόνο για 'κείνον και πάλι σιγά-σιγά για χατήρι του  αφαιρούσε ένα-ένα τα μαύρα πέπλα κι όταν έφτανε στο έβδομο απόμενε μοναχικός ο αυγερινός να λαμπυρίζει στο μέρος της ανατολής για να ξεθωριάσει κι κείνος πνιγμένος στα γλαυκά χρώματα της αυγής. Κάποιες στιγμές η όλη εικόνα τον παραπλανούσε και φανταζόταν πως εδώ θα μπορούσαν να έχουν έλθει σαν ξένοιαστοι τουρίστες, αλλά η πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι.  Γιατί εδώ εκπαιδεύονταν σκληρά για να γίνουν, θεωρητικά,  αξιόμαχοι. Ανώφελα αξιόμαχοι βέβαια αφού η πατρίδα δεν επρόκειτο ποτέ να τους θεωρήσει άξιους να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς της, αφού οι ίδιοι ήταν δηλωμένοι εχθροί της πατρίδας. Ποιο νόημα είχε η όποια εκπαίδευση αφού σε περίπτωση εχθρικής εισβολής δεν θα χρησιμοποιούνταν παρά σαν αναλώσιμοι ντεσπεράντος που θα στέκονταν στην πρώτη γραμμή, άοπλοι ουσιαστικά, εύκολοι στόχοι για τα εχθρικά πυρά; Σκέτος παραλογισμός! Και τραγική αντίφαση! Γιατί αυτή η μητριά πατρίδα είχε εδώ τη μορφή μιας καρπερής γης της επαγγελίας που στο εύφορο έδαφός της φύτρωναν δέντρα που λύγιζαν από το βάρος ώριμων φρούτων: μήλα και αχλάδια και σταφύλια και λωτοί σε μια ποικιλία από χρώματα και μια αφθονία από μοσχοβολιές, σκέτη πρόκληση που έκανε του σιελογόνους αδένες να  δουλεύουν υπερωρίες.

Τούτη τη βραδιά όμως οι δυο άντρες είχαν στείλει περίπατο τις απαισιόδοξες σκέψεις. Τα ποτήρια άδειαζαν το ένα πίσω από το άλλο φέρνοντας διαβολεμένο κέφι, τα σώματα χαλάρωναν, οι ψυχές λύνονταν και η συντροφικότητα έπαυε να είναι απλώς  μια λέξη.
-Τι έχεις κάνει, βρε Μιχαλιέ, και σε τύλιξαν σε τόσες κόλλες χαρτί;
-Δεν βαριέσαι… ψιλοπράματα. Μη νομίζεις πως ήμουν και κανένας αντιστασιακός περιωπής.
-Έτσι ε; Και τότε γιατί ο φάκελός σου είναι βαρύς σαν τούβλο;
-Ο… φάκελός μου; Και τι ξέρεις εσύ για τον φάκελό μου;
Τα μάτια του λοχία, κόκκινα από το πιοτό και την αγρύπνια, έλαμψαν με αυταρέσκεια. Όσο κι αν τον είχε περί πολλού, ο φαντάρος δεν έπαυε να είναι ιεραρχικά κατώτερος κι αυτή ήταν η ευκαιρία να κάνει το κομμάτι του. Έπαιξε στα χέρια του μια αρμαθιά κλειδιά και τα κούνησε θριαμβευτικά μπροστά στα διεσταλμένα μάτια του Μιχαλιού.
-Εδώ σ’ έχω αγόρι μου.
-Δεν σε πιστεύω…


9 σχόλια:

  1. Αυγουστιάτικη ραστώνη και όχι μόνο με καθιστά σιωπηλό αναγνώστη των γραφόμενών σου, και αυτό όποτε μπορώ. Αλλά απολαμβάνω αυτή την ανάγνωση τόσο των κειμένων όσο και των σχολίων! Το επίπεδο έχει υπερβεί το επίπεδο ενός απλού διαλόγου με σκοπό την απλή ανταλλαγή απόψεων. Τα κείμενα συναγωνίζονται των σχολίων και το αντίθετο σε εκφραστική δεινότητα και παράθεση κι αντιπαράθεση καλά τεκμηριωμένων και κατασταλαγμένων απόψεων! Ότι και να πω εγώ η αδαής σε πολλά, είναι λίγο!
    Το χθεσινό σου κείμενο, Ρένα, εκτός των άλλων, έχει μια μαγευτική περιγραφή τοπίου και το θέμα του είναι στον αντίποδα βιβλίου του Ξανθούλη που διάβασα πριν λίγες μέρες: "Ο γιος του δάσκαλου". Εκεί ο φαντάρος δεν αντέχει την πίεση και αυτοκτονεί στη σκοπιά. Μάλλον με αποζημίωσες με τη θετική σου ματιά.
    Σου στέλνω γλυκά φιλιά. μου έλειψες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς την!
      Θα συμφωνήσω μαζί σου για τα σχόλια. Το επίπεδο των αναγνωστών με κάνει περήφανη και μου δημιουργεί ευθύνη.
      θα διαφωνήσω μαζί σου ως προς το αδαής. Νομίζω πως το κλίμα που διαμορφώθηκε στον σχολιασμό είναι και δικό σου επίτευγμα.
      Μου λείπεις κι εσύ.

      Διαγραφή
    2. Δεν πρέπει να παραλείψω να σου πω πως κάποιος μου έγραψε κατ'ιδίαν πως με διαβάζει κυρίως για τα σχόλια. Κι εγώ ένιωσα όπως όταν οι μαθητές μου έβρισκαν ένα πρωτότυπο τρόπο λύσης μιας άσκησης που δεν τον είχα σκεφτεί εγώ.

      Διαγραφή
  2. Εδώ δίνεις ρεσιτάλ. Που και νάχες πάει φαντάρος. Που και νάσουν τεχνικός. Μέσα στο παιχνίδι κανονικότατα. Όσο για το τελευταίο περί... φακέλλου είχα ίδια εμπειρία στην επιστράτευση.
    Περνάς σε λεπτομέρειες πολλές για τον Μιχαλιό κι αυτό το κάνει πολύ ζωντανό. Είναι... θαρρείς και μου τον σύστησες...
    Πασχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μην το κάνουμε και θέμα... Παρόλο που πρόκειται για μυθοπλασία, όταν γράφω για κάτι που δεν ξέρω κάνω μια έρευνα και στη συνέχεια φιλτράρω τις πληροφορίες που έχω συλλέξει μέσα από τη δική μου οπτική. Θέλω όταν το διαβάζει κάποιος που ξέρει να μη με βρει ακατατόπιστη.

      Ώστε φακελωμένος κι εσύ!
      Θα ήθελες να μοιραστείς την εμπειρία σου μαζί μας ή μαζί μου;

      Διαγραφή
    2. Δεν θάθελα αυτή την στιγμή να ξύσω τις πληγές μου, άλλωστε είναι πολύ μεγάλη και απίστευτη ιστορία. Ίσως να την μοιραστώ μαζί σου κάποια στιγμή...αλλά, στην επιστράτευση είχα την τύχη να υπηρετώ στην Παλιά Καβάλα μαζί με τον Δημήτρη Ζευγά, τον τραγουδιστή. Ήμουν ίσως από τους πιο γκαντέμηδες γιατί υπηρέτησα τρεις μήνες. Λαμβανομένου υπ' όψιν πως οι περισσότεροι δεν πήγαν καν σε επιστρατεύουσα αρχή και το άλλο 75% κάθησαν με το χακί από μία έως τριάντα μέρες, εγώ ήμουν... ο ήρωας!Εκεί στο σταυροδρόμι κάτω από τον Άγιο Σίλα για Θεσσαλονίκη-Δράμα-Καβάλα υπήρχε ένα μαγαζί με μπουζούκια και κάθε βράδυ είχαμε καλό χαβαλέ καθισμένοι στην πίστα κι... άκου πως κλαίει ο μπαγλαμάς. Κάποια στιγμή κατέφθασε ο θίασος Σταυρίδη-Ηλιόπουλου με το "Έλαια, πετρέλαια, σπορέλαια! " Περιττό να σου πω τι ακολούθησε. Σχεδόν κάθε βράδυ μέχρι πρωϊας. Πόλεμος(χα)! Τόπα έτσι σαν μνημόσυνο στο αδικοχαμένο παλικάρι τον Δημήτρη, όχι στον πόλεμο, αλλά από τροχαίο στην βουλιαγμένης λίγο μετά το ξεμπέρδεμα. Σαν προσεχώς... καλά! Η συνέχεια επί της οθόνης.
      Πασχάλης

      Διαγραφή
    3. Εκείνη η παρωδία επιστράτευσης ήταν ό,τι πιο ευτράπελο έχει κάνει η στρατιωτική ηγεσία μας. Θα ήθελα να την περιλάβω στο μυθιστόρημα, αλλά δεν ταίριαζε ηλικιακά στον Μιχαλιό.
      Μετά το trailer θα περιμένω και την ταινία.

      Διαγραφή
  3. Βλέπω φτωχούς ανθρώπους
    με πληγωμένο εγωισμό
    όμως είμαι ο τελευταίος
    γιατί δεν έχω ούτε κι αυτό

    Μάνα μου όλα περνούνε
    και όλα γίνονται ξανά
    όμως τούτη η θητεία
    δε σταματάει πουθενά

    Να απολυθώ, να φύγω
    τι θ’ αντικρίσω, τι θα βγει
    τούτο το καψόνι μοιάζει
    να είν’ ολόκληρη η ζωή

    Όλα τα υπάρχοντά μου
    έχουν καεί σιγά σιγά
    όμως μέσα δεν αλλάζει
    και σιγοβράζει μια φωτιά............

    Νιόνιος Σαββόπουλος.........'ενας στίχος χίλιες εικόνες..........

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας