Η αφήγηση της κωμικοτραγικής κατάστασης ήταν τόσο παραστατική που σχεδόν έβλεπα τον αναψοκοκκινισμένο Νικόλα και ξεκαρδίστηκα στη σκέψη πως να... για μια φορά ακόμα ο Νικόλας, ερήμην του τώρα πια, παρευρισκόταν στις ερωτικές στιγμές του Μιχαλιού. Και πάνω στα χάχανα άκουσα να κελαηδούν αηδόνια. Τον κοίταξα έκπληκτη.
-Αηδόνια στο Μοσχάτο;
-Είναι το ξυπνητήρι μου...
-Τι ώρα είναι;
-Με υποτιμάς αν πιστεύεις πως το ξυπνητήρι μου μετράει τις ώρες. Ένα πολύ ευαίσθητο φωτοστοιχείο, δικής μου κατασκευής, λειτουργεί με κατώφλι το φως της λάμπας του δημοτικού φωτισμού. Αν τα Λούμεν στο δωμάτιο ξεπεράσουν αυτό το όριο το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται διεγείρει ένα κατάλληλο κύκλωμα και αναπαράγει την αηδονολαλιά. Καμιά φορά με παίρνει ο ύπνος εδώ μέσα και θέλω να είμαι σίγουρος πως θα ξυπνήσω το χάραμα, με το πρώτο φως της μέρας, όποια ώρα κι αν συμβεί. Πρέπει όμως να φύγω για τη δουλειά. Εσύ κοιμήσου, δεν θα σε ενοχλήσει κανείς. Δεν ανεβαίνει κανείς εδώ πάνω. Όταν ξυπνήσεις τράβα την πόρτα πίσω σου. Δεν θα χαθούμε… σωστά;
-Όχι βέβαια… αλλά δεν έχεις κοιμηθεί καθόλου…
-Αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα, μα δεν είναι η πρώτη φορά. Θα τα βγάλω πέρα μην ανησυχείς…
Με φίλησε γλυκά στο μέτωπο, σκέπασε προστατευτικά τη γύμνια μου κι άκουσα την πόρτα να κλείνει λίγο πριν αποκοιμηθώ.
Όταν ξύπνησα ο ήλιος ήταν ψηλά. Κατέβηκα τη στριφογυριστή σκάλα και στη βάση της συναντήθηκα με μια γυναίκα που προφανώς μου την είχε στημένη και που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να καταλάβω πως ήταν η Ανθούλα. Τι γυναίκα Θεέ μου! Απαράλλαχτη η Σοφία Λόρεν στη Φιλουμένα Μαρτουράνο. Λαϊκή ομορφιά, μεστωμένη με αισθησιακές καμπύλες που ξεχείλιζαν από τη μισάνοιχτη κόκκινη ρόμπα της. Η πρόσφατη γέννα πρέπει να είχε λειτουργήσει ευεργετικά πάνω στην εκτυφλωτική ομορφιά της. Μπροστά της ένιωσα όπως θα ένιωθε ένας ξέθωρος ιμπρεσιονιστικός πίνακας του Μονέ μπροστά στον καταιγισμό χρωμάτων μιας ζωγραφιάς του Μιρό. Μια και διασταυρωθήκαμε δεν γινόταν να την προσπεράσω αμίλητη.
“Καλημέρα”, είπα δειλά.
Απαξίωσε να απαντήσει, τάχα πως δεν με πρόσεξε, έστριψε το πρόσωπο από την άλλη μεριά κάνοντας πως ταχτοποιεί τα σκουπίδια, πρόλαβα όμως να πιάσω μια λέξη που ξεστόμισε μέσα από τo φράγμα των υπέροχα κατάλευκων δοντιών της: "βρώμα". Ή μήπως: "τσούλα";
Δεν ξαναπήγαμε σπίτι του. Προτιμούσα χίλιες φορές τον εξάψαλμο της μάνας μου, που δεν μπορούσε να χωνέψει πως είχα αφήσει το καλό παιδί τον Γιάννη και της κουβαλούσα αυτόν τον μαλλιά, από τα αναμμένα κάρβουνα που είχε για μάτια η Ανθούλα.
Έζησα δυο μήνες ένα απόλυτο “σήμερα” χωρίς προοπτική εξέλιξης, ένα αχόρταγο “τώρα” χωρίς αξιώσεις διάρκειας, ένα παρόν που δεν έδινε πενταράκι να γίνει μέλλον, μια γραμματική που είχε διαγράψει όλους τους άλλους χρόνους και είχε κρατήσει μόνο έναν παραφουσκωμένο ενεστώτα. Ήταν μια πρακτική σε ολοκληρωτική αντιδιαστολή με τη μικροαστική μου διαπαιδαγώγηση που εστιαζόταν στο χτίσιμο ενός καλύτερου “αύριο.” Ξαφνικά ανακάλυψα πως δεν με ενδιέφερε αυτό το αύριο. Ήταν άδηλο, δεν ήμουν σίγουρη πως μου ανήκε και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την παραμικρή στιγμούλα που ζούσα. Είχα γίνει συνειδητά ένας τζίτζικας που χαίρεται με όλες τις αισθήσεις του το καλοκαίρι χωρίς να χρησιμοποιεί ημερολόγιο, χωρίς να μετράει τη διάρκεια της ευτυχίας του και χωρίς να φαρμακώνει τη χαρά του με μέριμνες για το “ύστερα”. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα το νόημα του δέντρου της γνώσης τον απαγορευμένο καρπό του οποίου γεύτηκαν οι πρωτόπλαστοι με τίμημα την απώλεια του Παράδεισου. Η εποχή της αθωότητας και της απόλυτης ευδαιμονίας κράτησε όσο αγνοούσαν τις υποδιαιρέσεις του χρόνου, όσο ζούσαν χωρίς την προσμονή Πρωτοχρονιάς, όσο ήταν ανίκανοι να ξεχωρίσουν το αιώνιο από το εφήμερο. Ο πειρασμός δεν είχε παρά να βάλει στη σκέψη τους τη γνώση της έννοιας "μέλλον". Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους: μοιραία εγκαταστάθηκε μέσα τους η αγωνία και η φροντίδα για το πώς θα διατηρήσουν τον κήπο της Εδέμ και σ' αυτό το μέλλον. Η μακαριότητα είχε λήξει και ο παράδεισος είχε ολοκληρωτικά χαθεί.
-Δεν σε δηλητηριάζει, τον ρώτησα κάποια νύχτα, το νοσηρό οικογενειακό κλίμα του σπιτιού σου;
Με κοίταξε με τα τεράστια μάτια του διεσταλμένα από έκπληξη λες και είχα πει το πιο αλλόκοτο πράγμα στον κόσμο.
-Νοσηρό; Πώς σου ήρθε η ιδέα! Δεν θα επέτρεπε ποτέ η Ανθούλα να κυλήσει το πράγμα προς τα εκεί. Δεν την ξέρεις την Ανθούλα! Η Ανθούλα είναι ο αρχέγονος τύπος της γυναίκας-μάνας που μας καλύπτει προστατευτικά όλους σαν κλωσόπουλα κάτω από τις φτερούγες της. Θα πρέπει να δεις τη συγκινητική αφοσίωση με την οποία περιποιείται το Θανάση. Μερικές φορές διακρίνω μια ερωτική διάσταση στο άγγιγμά της και, όσο περίεργο κι αν σου φανεί, με τρώει μια ζήλια. Τα δάχτυλά της τρέχουν πάνω στο κορμί του σαν να τον χαϊδεύουν και το βλέμμα της έχει την ίδια ακριβώς έκφραση στοργής που παίρνει όταν φροντίζει τα δίδυμα. Στήνει ψιλοκουβέντα μαζί του, τον κρατάει ενήμερο για όλα τα νέα του σπιτιού, ζητάει τη γνώμη του για τούτο και για κείνο, την έχω πιάσει να του κάνει παράπονα για μένα ξέροντας πως την ακούω, του τραγουδάει, βλέπουν μαζί ταινίες στην τηλεόραση, ταινίες που η ίδια σχολιάζει παραμιλώντας. Ούτε που νοιάζεται που εκείνος δεν αποκρίνεται και την κοιτάζει ανέκφραστος. Λέει πως είναι σίγουρη πως όλα τα καταλαβαίνει μα δεν χρειάζεται να μιλάει, αφού επικοινωνούν με τα μάτια. Είναι αλήθεια πως κάπου προς τα εκεί συγκλίνουν και οι απόψεις των ειδικών: ο πατέρας δεν θέλει να συνέλθει, δεν θέλει να συνεργαστεί. Εκεί που βρίσκεται έχει τακτοποιήσει τα προβλήματά μας. Αν ξαναγυρίσει στον κόσμο μας το πράγμα θα γίνει πολύ πολύπλοκο. Δεν είναι δυστυχισμένος όμως είτε το πιστεύεις είτε όχι. Ζει σαν πάτερ φαμίλιας σε μια μεγάλη οικογένεια που όλοι τον υπολογίζουν σαν ισότιμο μέλος, όλοι τον αγαπάνε κι όλοι τον φροντίζουν.
-Και τα παιδιά;… Δεν ρωτάνε;
-Τα παιδιά ποτέ δεν ρωτάνε αν έχουν καλυμμένες τις υλικές και συναισθηματικές τους ανάγκες. Το λέω μετά λόγου γνώσης, γνώση που έχω από πρώτο χέρι γιατί, μην ξεχνάς πως, κι εγώ γνώρισα μια οικογενειακή ανατροπή στην παιδική μου ζωή. Έχασα μια γιαγιά και μια θεία, κέρδισα έναν πατέρα, μια μητέρα και μια μικρότερη αδελφή. Δεν είχα λόγους να αναρωτιέμαι για νομικούς όρους και ληξιαρχικές πράξεις. Τα μεγάλα παιδιά περνάνε καλά έχουν αγάπη από παντού και δίνουν αγάπη σε όλους.
-Δεν έχετε ένα μπλέξιμο με τους ρόλους;
-Το έχουμε ξεπεράσει με μια απλή μέθοδο. Αποκαλούμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα. Δεν χρειαζόμαστε τίτλους. Σκέψου πως είναι ένα κοινόβιο απ’ αυτά που ευαγγελίζονται οι χίπις. Κανείς δεν νοιάζεται για βαθμούς συγγένειας, τα παιδιά ανήκουν σε όλους, οι ερωτικές σχέσεις είναι χαλαρές, όλοι φροντίζουν για όλους, όλοι είναι υπεύθυνοι για όλα, όλοι είναι χαρούμενοι. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται μακρινά επειδή συμβαίνουν στο άλλο ημισφαίριο, σκέψου τις μεγάλες οικογένειες των παππούδων μας. Εκεί οι γενιές μπλέκονταν, η μητέρα γεννούσε το στερνοπαίδι μαζί με την πρωτόγεννη νύφη και τα συνομήλικα βρέφη μεγάλωναν μαζί κι έπαιζαν παρέα απλά και φυσικά χωρίς να νοιάζονται να ξεδιαλύνουν βαθμούς συγγένειας. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον θα μεγαλώσουν τα δίδυμα ( η Ανθούλα θέλει να κάνουμε κι άλλα, μα νομίζω πρέπει να της βάλω φρένο).
-Δεν θα ήθελες μια -πώς να το πω;- πιο νόμιμη οικογενειακή ζωή;
-Για ποιους νόμους μιλάς; Για τους νόμους των ανθρώπων; Μα αυτοί είναι μετακλητοί. Σήμερα είναι έτσι κι αύριο αλλιώς. Μπορεί να βρισκόμαστε πιο μπροστά από την εποχή μας. Σκέψου ένα σενάριο νομικής φαντασίας πως κάποτε, μετά από πενήντα χρόνια να πούμε, θα είναι νόμιμο ένα σύμφωνο γάμου ανάμεσα σε δυο άτομα και κανείς δεν θα ρωτάει για φύλο, φυλή, θρήσκευμα ή εθνικότητα. Ή μήπως αναφέρεσαι στο νόμο του Θεού. Ποιου Θεού όμως; Επειδή κάποιοι θεοί επιτρέπουν στους άντρες να έχουν πολλές γυναίκες. Δεν το βρίσκεις άδικο; Γιατί κάποιος Θεός δεν θα επέτρεπε στην Ανθούλα να έχει δύο νόμιμους άντρες; Άστα... δεν βγάζουμε άκρη.
-Εννοούσα μια πιο ομαλή οικογενειακή ζωή.
-Για ποιους νόμους μιλάς; Για τους νόμους των ανθρώπων; Μα αυτοί είναι μετακλητοί. Σήμερα είναι έτσι κι αύριο αλλιώς. Μπορεί να βρισκόμαστε πιο μπροστά από την εποχή μας. Σκέψου ένα σενάριο νομικής φαντασίας πως κάποτε, μετά από πενήντα χρόνια να πούμε, θα είναι νόμιμο ένα σύμφωνο γάμου ανάμεσα σε δυο άτομα και κανείς δεν θα ρωτάει για φύλο, φυλή, θρήσκευμα ή εθνικότητα. Ή μήπως αναφέρεσαι στο νόμο του Θεού. Ποιου Θεού όμως; Επειδή κάποιοι θεοί επιτρέπουν στους άντρες να έχουν πολλές γυναίκες. Δεν το βρίσκεις άδικο; Γιατί κάποιος Θεός δεν θα επέτρεπε στην Ανθούλα να έχει δύο νόμιμους άντρες; Άστα... δεν βγάζουμε άκρη.
-Εννοούσα μια πιο ομαλή οικογενειακή ζωή.
-Θα αστειεύεσαι σίγουρα! Θα μπορούσες να με φανταστείς οικογενειάρχη με κουμπάρους και πεθερικά; Με οικογενειακό αυτοκίνητο και εξοχικό στη θάλασσα; Με ωράρια και υποχρέωση να γυρίζω σπίτι κάθε βράδυ; Ούτε στον χειρότερο εφιάλτη μου. Αν δεν μου είχαν συμβεί όλα αυτά, ένα ρεμάλι θα ήμουν και δεν θα είχα γνωρίσει τη χαρά να ανήκεις σε μια οικογένεια και να είσαι πατέρας. Λατρεύω τα παιδιά, μα δεν θα θυσίαζα την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου για να τ’ αποκτήσω. Κι έτσι θα γινόμουν ένα χαμένο κορμί που θα ζαχάρωνα τα παιδιά των άλλων. Έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα έχω όλα τα πλεονεκτήματα χωρίς κανένα μειονέκτημα.
-Μήπως είναι λίγο εγωιστικά όλα αυτά. Και οι άλλοι; Η Ανθούλα; Ο πατέρας σου;
-Η Ανθούλα είναι τυχερή που με έχει και το ξέρει. Μπορεί ενίοτε να δυσανασχετεί, και έχει όλο το δίκιο να δυσανασχετεί, αλλά ξέρει πως νομοτελειακά θα γυρίζω κοντά της όχι από υποχρέωση, αλλά από επιθυμία. Ξέρεις πολλά ζευγάρια που κάνουν έρωτα μετά από πέντε χρόνια με τη ζέση της πρώτης φοράς; Η Ανθούλα ξέρει να κρατάει τη σχέση ζωντανή κι εγώ δεν έχω βρει σε καμιά γυναίκα αυτό που μου δίνει εκείνη. (Δεν είναι πολύ ευγενικό που στο λέω κατάμουτρα, μα εσύ το ζήτησες). Της το ανταποδίδω λοιπόν χωρίς σκέψη, χωρίς υστεροβουλία, έτσι όπως πέφτει η ευλογημένη βροχή και καρπίζει τα ξερά χωράφια.
Ο πατέρας… είναι ένα αγκάθι. Του μιλώ κι εγώ… ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της πολύπλοκης ζωής μου… του έχω μιλήσει ακόμα και για σένα. Δεν δείχνει… μα καταλαβαίνει. Αν εκείνος δεν θέλει να συνέλθει, είμαι σίγουρος πως έχει διαλέξει το καλύτερο για όλους.
Δεν ξέρω αλλά νομίζω πως με ξεπερνάει. Οι μικροαστικές μου αντιλήψεις φαντάζουν άκρως συντηρητικές μ' αυτές του Μιχαλιού. Ίσως μέχρι κάποιου σημείου σ' εκείνη την τρελονιότη μας περάσαμε τα εσκαμμένα. Αλλά εδώ... πολύ προχώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠασχάλης
Μην ξεχνάς πως κι ο Μιχαλιός στην τρελονιότη του βρίσκεται όταν τα λέει αυτά. Και μάλιστα η χρονιά είναι το 73 όταν η κοινοβιακή ζωή ήταν ένα όραμα που ερχόταν από πολύ μακριά μεν, ήταν όμως δελεαστικότατο.
Διαγραφήπάντα μου άρεσε ο μύθος του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού και η ερμηνεία που δίνεις για τη χαμένη αθωότητα με καλύπτει. όσον αφορά το Μιχαλιό μού γίνεται όλο και πιο πολύ αντιπαθής. ο Νικόλας είναι καινούργιο πρόσωπο στο μύθο σου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Νικόλας έχει αναφερθεί ακροθιγώς στην πέμπτη παράγραφο της ανάρτησης:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://wwwrapanaki.blogspot.gr/2013/03/blog-post_12.html
Και εκτενέστερα στην ανάρτηση... μια τηλεοπτική εκπομπή.
Όσο για το Μιχαλιό, τίποτα δεν είναι μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο. Ίσως στα παρακάτω τον συμπαθήσεις ξανά.