Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Η μουσταλευριά




Ασυνήθιστα ζεστό βράδυ για μέσα του Ιούνη. 
Ένας μικρός πρόωρος καύσωνας. 
Πνιγηρή, έτσι κι αλλιώς, η ατμόσφαιρα στο μονόκλινο δωμάτιο στον δέκατο όροφο του Ευαγγελισμού. 
Ο άρρωστος, προδομένος από το σώμα του και παραδομένος στην πρόσκαιρη ανακουφιστική επίδραση της μορφίνης,  βρίσκεται σε μια κατάσταση υπνηλίας που, νομοτελειακά, θα την διαδεχθεί  το μαρτύριο των πόνων. Πόνοι που θα βιώσουν και οι δύο. 
Άνοιξε το παράθυρο. Η κίνηση από την Βασιλίσσης Σοφίας όρμησε απρόσκλητη και το μονότονο βουητό έγινε ένα με την πηχτή σιωπή του δωματίου. Το πάρκο που μεσολαβεί δεν στάθηκε ικανό ούτε τους ήχους να απορροφήσει, ούτε να δημιουργήσει μια πνοή δροσιάς. 
Βιάστηκε να το ξανακλείσει. 
Ο άρρωστος βόγκηξε μαλακά.
-Πονάς;
Η παλάμη του ταλαντεύτηκε με κόπο σε μια κίνηση άρνησης.
Ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό του. Το  αισθάνθηκε ζεστό και ιδρωμένο. Τα χείλη του ξερά, χαρακωμένα. Πέρασε ένα υγρό χαρτομάντιλο και του δρόσισε το πρόσωπο. 
Του ξέφυγε ένας αναστεναγμός ανακούφισης.
Αναγάλλιασε γι αυτό το τόσο δα που μπορούσε ακόμα να του προσφέρει.


Ξάπλωσε στην μεγάλη πολυθρόνα  που έκανε χρέη κρεβατιού. Έβγαλε τα παπούτσια, δίπλωσε τα πόδια και βολεύτηκε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε. Έκλεισε τα βλέφαρα, μα δεν τα σφάλισε. Η λεπτή σχισμή που άφηναν δεν εμπόδιζε το έντονο φως από τον διάδρομο να σχηματίζει μια γαλακτόχρωμη κουρτίνα στο οπτικό της πεδίο. Ακόμα κι έτσι θα κατάφερνε να ξεκλέψει λίγον ύπνο. Ήταν εκπαιδευμένη πια. Έξι μήνες, εκατόν ογδόντα νύχτες. Μα απόψε ο ύπνος δεν ήταν εύκολος. Υπερένταση – εξάντληση, σημειώσατε ένα.
Η μνήμη γεννούσε χρώματα με την επιδεξιότητα του ταχυδακτυλουργού που ανασύρει από το καπέλο   πολύχρωμα μαντήλια δεμένα με κόμπους  κι εκεί που λες πως τέλειωσαν… να που ξεπροβάλλει ένα ακόμα. 

Γκρίζο το πρωινό της επίσκεψης. 
Η προξενήτρα είχε έλθει για κείνη.
Δεν θα ήθελε να παντρευτεί από προξενιό. Είχε προλάβει να διαβάσει ρομάντζα και να πλάσει ροζ κοριτσίστικα, ζαχαροζυμωμένα όνειρα για το πριγκιπόπουλο που θα ερωτευόταν. Δεν είχε προλάβει να τους δώσει υπόσταση.Τα όνειρα τέλειωναν πάντα με ένα  λευκό άλογο  που καλπάζει σε αργή κίνηση διασχίζοντας πράσινα λιβάδια κουβαλώντας στη ράχη του δυο φιγούρες τρυφερά κολλημένες τη μια πάνω στην άλλη. Η μία ήταν ο εαυτός της, η άλλη ένα αινιγματικό ερωτηματικό. Μέχρι εκεί. Ποτέ δεν αναρωτήθηκε για το μετά. 
Πως περνάει τις μέρες της η γυναίκας ενός πρίγκιπα; Και τις νύχτες της;

Μα ο πατέρας, που ήξερε το καλό της, έκρινε πως το προξενιό είχε εγγυημένες  προδιαγραφές κι εκείνη συμφώνησε υπακούοντας – στον πατέρα και στη λογική.
Βρέθηκε αρραβωνιασμένη με έναν άγνωστο.
Τα ήθη αυστηρά, οι συναντήσεις μαζί του πάντα σε δημόσιο χώρο.
Τον κατασκόπευε ρίχνοντας κλεφτές ματιές. Δεν ήταν άσχημος. Κάτι περισσότερο, ήταν όμορφος. Και νέος. Και σπουδασμένος. Και με καλή δουλειά. Μόνο που αυτή δεν τον αγαπούσε.
-Η αγάπη θα έλθει με τον καιρό, την συμβούλευε η μάνα. Νομίζεις πως εγώ αγαπούσα τον πατέρα σου πριν τον παντρευτώ; 
Δεν ήταν σε θέση να πει αν η μάνα αγαπούσε και τώρα τον πατέρα. Έβλεπε πως τον νοιαζόταν, τον φρόντιζε, τον πρόσεχε, ανησυχούσε γι αυτόν. Μα είναι αυτό αγάπη; Αγάπη του μυαλού, της λογικής, αγάπη σε καλούπι προκατασκευασμένο; Και το σώμα;

Υπήρξαν και σύντομα ξεμοναχιάσματα. Τα αγχωμένα φιλιά είχαν την γλύκα του πρωτόγνωρου και την γοητεία  του απαγορευμένου, αλλά κυρίως την υπόσχεση ότι ήταν μόνο εισαγωγή. Κάτι σαν demo, με την σημερινή ορολογία. Η συνέχεια ήρθε άγαρμπα και μόνο να την σοκάρει κατάφερε. Όταν άνοιξαν τα κουμπιά του παντελονιού κι αποκαλύφθηκε ο, κάθε άλλο παρά όμορφος, κατακόκκινος και θυμωμένος διεκδικητής της αγνότητάς της, εκείνη λιποθύμησε  στην αγκαλιά του. Ο πατέρας, που έμαθε τα καθέκαστα από την μάνα, βιάστηκε να επισπεύσει τον γάμο. Το γεγονός μεταφέρθηκε σαν οικογενειακό ανέκδοτο προκαλώντας θυμηδία και πειράγματα στην επόμενη – σεξουαλικά χειραφετημένη – γενιά.

Εκτυφλωτικά λευκή η μέρα της γαμήλιας τελετής.

Κόκκινη η νύχτα που ακολούθησε.

Μια νύχτα που δεν είχε σχέση με τις σιγανοψιθυριστές, ξεδιάντροπες περιγραφές  των φιλενάδων - καμιά δεν μιλούσε από εμπειρία κι ας παρίσταναν όλες τις πολύξερες. Δεν είχε σχέση ούτε με τα ρομαντικά αναγνώσματα, που συνήθως κορύφωναν τις αισθησιακές περιγραφές ως ένα παθιασμένο φιλί ή στην πιο τολμηρή εκδοχή σ' ένα ανατριχιαστικά ηδονικό άγγιγμα του στήθους, αφήνοντας χώρο στην φαντασία  να πλάσσει ανεξέλεγκτα τη λιγωτική συνέχεια. 
Η πραγματικότητα βρισκόταν κάπου ανάμεσα σε πόνο, φόβο και ντροπή. 
Ο άντρας της, παρά τις καλές του προθέσεις, δεν ήταν δα και ο πολύπειρος εραστής. Τόσο ήξερε, τόσο έκανε. Είχε κι εκείνος τις δικές του ανασφάλειες. Άλλο με μια πουτάνα ή με ένα τσουλάκι κι άλλο με μια παρθένα. Κι όταν ολοκλήρωσε εκείνο που τον πρόσταζε η φύση  ένιωσε τρυφερότητα για το σφαγμένο ζώο που ήταν ξαπλωμένο αμίλητο δίπλα του, αποδεχόμενο παθητικά τη μοίρα του φύλου της. Μα  κυρίαρχη αίσθηση ήταν η περηφάνια μια και είχε καταφέρει να   δικαιώσει τις προσδοκίες, που του είχαν καλλιεργηθεί για τον ενεργητικό ρόλο του δικού του φύλου. Την καληνύχτισε μ’ ένα φιλί, την πήρε αγκαλιά και αγκαλιασμένοι ξύπνησαν το άλλο πρωί. 
Εκείνος ξύπνησε, δηλαδή, έχοντας κοιμηθεί τον ύπνο του χορτασμένου. 
Εκείνη έμεινε άυπνη να τον κοιτάζει και ν’ αναρωτιέται τι σχέση είχε με τον πρίγκιπα των ονείρων της.

Συνεχίζεται...


2 σχόλια:

  1. "κατακόκκινος και θυμωμένος[...], κόκκινη η νύχτα.." Περιγράφετε το ανδρικό πέος και την διαδικάσία του έρωτα ως κάτι τρομακτικό..Θα πρέπει να φοβόμαστε?? Μαρία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όχι, δεν πρέπει να φοβόμαστε, Μαρία.
    Αυτά αναφέρονται σε μια μακρινή εποχή.
    Τότε που τα απαγορευτικά "μη" της κοινωνίας και της οικογένειας σε συνδυασμό με τις εξωπραγματικές προσδοκίες που καλλιεργούσαν τα λαϊκά αναγνώσματα έφτιαχναν ένα μίγμα με τις παρενέργειες που προσπαθώ να περιγράψω

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας