Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Δίδυμες




Είχε συνηθίσει τη συντροφιά της θλίψης.
Να μην μπερδευτούμε: της θλίψης, όχι της κατάθλιψης.
Εκείνος την είχε φέρει.
Μέχρι τότε η ζωή της ήταν χαρούμενη –  χαζοχαρούμενη ίσως, μα αυτό δεν έχει και τόση σημασία.
Απλές χαρές, μικρές λύπες, εύκολοι στόχοι, μικρές επιθυμίες, μηδενικά ρίσκα…
"Είμαι ο μέσος άνθρωπος" , συνήθιζε να λέει με μια δόση αυταρέσκειας, λες κι έδινε το στίγμα της, "είμαι η λατρεμένη  των εταιρειών δημοσκοπήσεων".


Δεν χρειάστηκε να σπάσει αυγά αφού δεν  ασχολήθηκε να μαγειρέψει ομελέτα. Δεν διανοήθηκε  να γρατζουνίσει, με τα περιποιημένα νύχια της, το κέλυφος προστασίας της. Ζεστά ήταν εκεί μέσα, δεν την έξυνε να μάθει τι υπάρχει έξω.  Το καινούργιο το 'βλεπε πάντα σαν μπελά. Μισούσε τις ανατροπές προεξοφλώντας πως μόνο για καλό δεν είναι. Έβλεπε στο απρόοπτο τον εισβολέα που απειλούσε να τσαλακώσει την καλοσιδερωμένη καθημερινότητά της. Απεχθανόταν την αλλαγή μήπως ανασκαλέψει τη λάσπη στον πυθμένα και θολώσει η κρυστάλλινη, αρυτίδωτη επιφάνεια.

Ζώντας σ’ ένα προστατευμένο περιβάλλον είχαν μπερδευτεί μέσα της οι έννοιες: η ασφάλεια με την ευτυχία, η γαλήνη με την ψυχική ανάταση, η ισορροπία με την χαρά, η καλοπέραση με την ευδαιμονία. Καλοτύχιζε τον εαυτό της πως ήταν παντού πετυχημένη: επαγγελματικά, κοινωνικά, οικογενειακά... Την μακάριζαν και οι απ’ έξω που έβλεπαν – όπως γίνεται διαχρονικά με τους απ’ έξω – μόνο το περιτύλιγμα. 
Δεν παραξενεύτηκε που  η γκάμα των συναισθημάτων της ήταν απελπιστικά περιορισμένη. Δεν ένιωσε την έλλειψη – κάθε άλλο μάλιστα – αρνητικών συναισθημάτων. Δεν πέρασαν καν από το μυαλό της κάποιες απλές σκέψεις. 
Πως, το να μην έχει νιώσει ποτέ το αίμα να ανεβαίνει με φούρια  στο κεφάλι, από ανεξέλεγκτο θυμό, ήταν από μόνο του μια ρωγμή στο στέρεο οικοδόμημα της ζωής της. 
Πως, το να μην την έχει συνεπάρει ποτέ εκείνη η ανατριχίλα φόβου που ξεκινάει από τις φτέρνες και φτάνει στις ρίζες των μαλλιών, την άφηνε με ένα είδος αναπηρίας. 
Πώς, το να μην έχει ξεσπάσει σε τρανταχτούς λυγμούς, της στέρησε την ανακούφιση της απολύτρωσης.
Πως  η ηθική τελειομανία της, που δεν της επέτρεψε να γνωρίσει την ανακουφιστική στιγμή της συγγνώμης για κάποιο ανθρώπινο λάθος, καταντούσε ψυχαναγκασμός.

Κι αν πεις για  τα υπόλοιπα  συναισθήματα; Πάντα ελεγχόμενα, πάντα με χαμηλωμένη ένταση – να μην ενοχλούν. 
Η απεικόνιση της ζωής της στην πράσινη οθόνη ενός καρδιογράφου θα έμοιαζε μια γραμμή με λειασμένα σκαμπανεβάσματα και μια ελαφρά ανοδική πορεία που η ίδια αποκαλούσε ξένοιαστη ευδαιμονία. 
Ένιωθε καλότυχη που δεν γνώρισε το Ναδίρ παραβλέποντας το τίμημα του να μην έχει απογειωθεί μέχρι το Ζενίθ. 
Δεν διασταυρώθηκε με την παρακμή με αντάλλαγμα να μην διασταυρωθεί με το μεγαλείο της ακμής. 
Μόνιμη κάτοικος του Παράδεισου, έχασε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στην αστραποβολιά της Κόλασης.
Μια ζωή χωρίς γωνίες, χωρίς αιχμές, χωρίς προεξοχές.
Μια ζωή λειψή!
Γεγονός που είχε μείνει στην αφάνεια αφού  μέτρο σύγκρισης ήταν οι ζωές των άλλων, εκείνων που μοιράζονταν τον μικρόκοσμό της. Ζωές απαράλλαχτα και τρομαχτικά ομοιόμορφες.

Είναι αλήθεια πως  μαγευόταν να διαβάζει βιογραφίες ανθρώπων που είχαν ζήσει αλλόκοτα.
Για ν’ ακριβολογούμε ήταν το αγαπημένο της είδος αναγνώσματος.
Φαίνεται κάποιο σαράκι δούλευε υπόγεια μέσα της, μα που επέμενε συστηματικά να το αγνοεί. 
Την  συνάρπαζε να παρακολουθεί την επιβολή της  παρόρμησης πάνω στη σύνεση, αρκεί να ήταν κάποιος άλλος που έβαζε σε κίνδυνο ένα συνετό μέλλον για χάρη ενός έντονου « τώρα». Ζαχάρωνε παρακολουθώντας – από την ασφάλεια της πολυθρόνας - ταξίδια  ζωής χωρίς χάρτη και πυξίδα. 
Την μάγευε η εξιστόρηση παράτολμων ενεργειών που ρισκάριζαν τα κεκτημένα, συμμετείχε νοερά στον ίλιγγο της πτώσης, ένιωθε να της κόβεται η ανάσα μπροστά στο απύθμενο πηγάδι της εξαθλίωσης.   
Μα ως εκεί! Όταν τέλειωναν οι σελίδες του βιβλίου τα μάγια λύνονταν και ξαναγύριζε ανακουφισμένη κι ανέγγιχτη στον κόσμο της.
Δεν ήταν «ιδανικός κι ανάξιος εραστής», δεν ήταν καν εραστής μιας αλλιώτικης ζωής. 
 Δεν είναι αυτά για μένα , αυτά  είναι στην κυριολεξία εξωτικά - έξω από τον πραγματικό κόσμο. 
Παρέβλεπε ηθελημένα  πως οι βιογραφίες αναφέρονταν σε  ανθρώπους με σάρκα και οστά που έζησαν σε τοποθεσίες πάνω στο χάρτη και σε χρονιές μέσα στο ημερολόγιο.

Το καινούργιο, που απέφευγε συστηματικά, πήρε εκδίκηση όταν στη ζωή της μπήκε εκείνος.
Εκείνος, που εκπροσωπούσε ό,τι μισούσε περισσότερο στους άντρες.
Μα που, παραδόξως, στάθηκε αδύνατον να τον μισήσει.
Ήταν εκείνος που εγκατέστησε τη στυφή γεύση της μελαγχολίας στον λαιμό της, ήταν εκείνος που της γνώρισε τι πάει να πει μαράζι.
Όχι πως το έκανε από πρόθεση. Δεν ήταν αδιάφορος ούτε αμοραλιστής. Θα μπορούσες να πεις πως την αγαπούσε. Με τον τρόπο του.
Αλλά να, έτσι ήταν φτιαγμένος.  Και δεν θα έκανε ποτέ – από άποψη – μια προσπάθεια να δείξει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.
Εκείνη  -  κόντρα σε κάθε προβλεψιμότητα – τον αγάπησε ακριβώς γι αυτό που ήταν.
Κι αν σου λάχει αυτό το - σπάνιο σαν τετράφυλλο τριφύλλι - είδος αγάπης, το κάνεις φυλαχτό να σε φυλάει απ’ το κακό.

Υπάρχει μια περίεργη αντίφαση που θέλει τα ζευγάρια να χωρίζουν για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ερωτεύονται.
Η γυναίκα, που νόμισε πως λατρεύει τον γυναικοκατακτητή Δον Ζουάν, στην πραγματικότητα ναρκισσεύεται από την εικόνα της όπως την εισπράττει μέσα από το βλέμμα του. Μέθυσε όταν κατέκτησε ένα έπαθλο που η αξία του πολλαπλασιάστηκε ευθέως ανάλογα με τον αριθμό των διεκδικητριών. Μα  ένιωσε ανασφαλής και υποτιμημένη όταν συνειδητοποίησε πως ζει δίπλα σε έναν αδιόρθωτο κυνηγό του θηλυκού. Βάζει στόχο να τον αλλάξει, κι αυτό σηματοδοτεί την αρχή του τέλους. 
Ο άντρας, από την άλλη, που γοητεύτηκε από την δυναμική ανεξάρτητη γυναίκα, εκείνη που δεν χρειάζεται να νιαουρίζει και να γουργουρίζει για να κατακτήσει στόχους και σκοπούς, γρήγορα νιώθει να απειλείται από αυτήν  ακριβώς την ανεξαρτησία. Βλέπει τον ρόλο του ως αρσενικό να υποβαθμίζεται και θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να την αλλάξει, για να πει απογοητευμένος μετά:  αυτή δεν είναι η γυναίκα που αγάπησα.
Ο μοναδικός -  εξαιρετικά δύσκολος – δρόμος για να ευδοκιμήσει μια σχέση είναι η αποδοχή του άλλου ως έχει: ατόφιου, χωρίς περικοπή ή ωραιοποίηση, χωρίς συντόμευση ή εξιδανίκευση.

Εκείνη δε διανοήθηκε να τον αλλάξει. Ακόμα κι όταν πικραινόταν, χρέωνε ακέραιο το φταίξιμο στις επιλογές της. Κάκιωνε με τον εαυτό της για την αδυναμία της να αποδεσμευτεί, αλλά δεν τον κακολογούσε. Ήξερε πως δεν είχε σαφή επίγνωση πόσο την πλήγωνε και ούτε είχε νόημα να του το αναλύσει. 
Για κείνην ο έρωτας είχε νόημα μόνο όπως τον είχε συναντήσει στην τέχνη: στον «έρωτα στα χρόνια της χολέρας», στην Κάρμεν … 
Εκείνος βάλθηκε να την προσγειώσει. 
Ο τόνος της φωνής του ήταν συγκαταβατικός σαν να ήθελε να προσγειώσει το παιδί που απλώνει τα χέρια να πιάσει τη χρυσόσκονη από ένα πεφτάστρι. 
-Μήπως μπερδεύεις, μωρό μου, την φαντασία με την  αληθινή ζωή; Πιστεύεις  στ’ αλήθεια πως θα βρεις άντρα να σ’ αγαπήσει σαν χάρτινος ήρωας μυθιστορήματος ή φιγούρα του πεντάγραμμου;
-Δεν με κατάλαβες. Ποτέ δεν ζήλεψα την Φερμίνα Δάσα που αγαπήθηκε όπως αγαπήθηκε, ούτε την Κάρμεν που ενέπνευσε το πάθος. Εγώ ταυτίστηκα με τον Φλορεντίνο Αρίσα που  αγάπησε με τον, άνευ όρων και ορίων, τρόπο που αγάπησε, εγώ μπήκα στο πετσί του Δον Χοσέ που άφησε τον έρωτα να τον οδηγήσει στην αθλιότητα. Μιλάω για τον τρόπο που εγώ ονειρεύομαι να αγαπήσω.
Έμεινε απορημένος να την κοιτάζει. Ήταν ολοφάνερο πως δεν βρίσκονταν στην ίδια συχνότητα.

Μέρα με τη μέρα, λόγο με τον λόγο, συμπεριφορά με τη συμπεριφορά, στιγμιότυπο με το στιγμιότυπο, σταγόνα με την σταγόνα, η θλίψη μούλιασε μέσα της, πότισε κάθε γωνιά της ψυχής της, έφτασε να μεταλλάξει το DNA των κύτταρων της, εντάχθηκε στην καθημερινότητά της, πακτώθηκε γερά απαγορεύοντας την ελεύθερη περιστροφή, στεγανοποίησε κάθε χαραμάδα της ύπαρξης της, νότισε και οξείδωσε το μέταλλο της φωνής της. Έγιναν κολλητές, τόσο που είχε ξεχάσει πως είχε προϋπάρξει εποχή που ζούσε  χωρίς τη συντροφιά της. Η παρουσία της έγινε αναπόσπαστο τμήμα της ύπαρξής της, τόσο που να νιώθει ανασφαλής στη σκέψη πως  θα μπορούσε κάποτε να την χάσει. 
Ο χαρακτηριστικός αυτοέλεγχός της, ωστόσο, εμπόδιζε να γίνει ορατή αυτή η παράξενη συμβίωση. Η συμπεριφορά της έμεινε φαινομενικά αδιαφοροποίητη. Έπρεπε να ήσουν προικισμένος με ξεχωριστή παρατηρητικότητα για να διακρίνεις εκείνη τη μελαγχολική σκιά που βάραινε, όσο ένα κίτρινο φτερό, το γέλιο της. Μόνο αν είχες ιδιαίτερες ικανότητες ψυχαναλυτή θα μπορούσες να αντιληφθείς πως εκείνη η βραχνάδα που έκανε την φωνή της μισό ημιτόνιο πιο βαριά είχε τη ρίζα της σ’ ένα κόμπο στον λαιμό που δεν έλεγε να λυθεί και να γίνει δάκρυ. Έπρεπε να την είχες γνωρίσει σε βάθος «πριν», για να καταλάβεις την αλλαγή στη στάση του σώματος - τόσο ανεπαίσθητη όσο το πάτημα μιας γαζέλας.

Η Χαρά ήλθε απρόσμενα, απροσδόκητα, εκεί που είχε πάψει να την περιμένει. 
Κανείς και τίποτα δεν την είχε προϊδεάσει, κανένα μυστικό μήνυμα δεν είχε φτάσει ως προπομπός. 
Κι όχι να πεις μια απλή χαρά! Αυτοπροσώπως η Χαρά με κεφαλαίο όχι μόνο το χι μα και όλα τα υπόλοιπα γράμματα.
Εκείνος την έφερε πάλι, με τον δικό του μοναδικό τρόπο: σαν τσουνάμι.
Κι εκείνη;
Σαν έτοιμη από καιρό την υποδέχτηκε;
Κάθε άλλο!
Δεν ένιωσε ανάλαφρη σαν μπαλόνι, χαλαρή σαν παιδί, δεν ζωγραφίστηκε το, χωρίς προφανή αιτία, χαμόγελο στο πρόσωπό της. Δεν ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλη της το τραγούδι. Δεν αισθάνθηκε την παρόρμηση να πιαστεί από το παραπέτο και να πηδήσει στην καρότσα του φορτηγού που ήλθε να ξεφορτώσει. Δεν αστειεύτηκε κάνοντας πως δοκιμάζει να σηκώσει το εκατό κιλών τσουβάλι με λιβάνι μόνο και μόνο για να γελάσει με την έκπληξη στο βλέμμα του.  
Ένιωσε, αντίθετα, μια παράλογη αμηχανία. 
Αισθάνθηκε ανίκανη να διαχειριστεί την χαρά. Εκείνη, που είχε κουμαντάρει με τόση μαεστρία την θλίψη.
Ένιωσε πιεστική την ανάγκη για ένα στήριγμα.
Ενστικτώδικα αναζήτησε την φίλη, την κολλητή.
Μα εκείνη ήταν άφαντη.  

Μόνη έπρεπε να αναμετρηθεί με τη χαρά.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και την κοίταξε κατάματα με έκπληξη. Εισέπραξε σαν απειλή το προκλητικό γέλιο, θαμπώθηκε από την ακτινοβολία του λούσου και μισόκλεισε τα βλέφαρα αφήνοντας ίσα-ίσα μια λεπτή χαραμάδα. Δεν αντέχεις  το εκτυφλωτικό φως – ειδικά αν έχεις ζήσει για πολύ στη σκιά – και βάζεις αυθόρμητα την παλάμη στα μάτια να του κόψεις το δρόμο κι ας ήταν τόσο καιρό το ζητούμενο. Με το χέρι σαν σκιάδι μπόρεσε να διακρίνει. 

Και τότε μόνο κατάλαβε.
Ανακουφίστηκε, χαλάρωσε, χαμογέλασε και τη μάλωσε τρυφερά. 
Νόμισες πως μπορείς να με ξεγελάσεις; Σε ξέρω καλά. Τι κολλητές θα είμαστε αν δεν σε αναγνώριζα;
Η θλίψη είχε μεταμφιεστεί φορώντας το ρούχο της δίδυμης αδελφής.
Την πρόδωσαν τα σημάδια όμως:  τα βαριά τσίνορα που σκίαζαν το κάτω βλέφαρο, η κλίση,της γραμμής των χειλιών ελαφρά προς τα κάτω. Ίσως εκείνη η πικρή μυρωδιά κίτρινων ανθισμένων  σπάρτων που θυμίζει έντονα το άρωμα ακυρωμένων επιθυμιών.
Η ίδια η χαρά είχε αργήσει.
Ίσαμε έναν αιώνα. 


Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki


2 σχόλια:

  1. Μόνο μια έμπειρη ματιά όπως η δική σου, μπορεί να δει τόσο καλά κάτω από την επιφάνεια των ανθρώπινων συμπεριφορών, να εμπνευστεί και να περιγράψει τόσο καλά το σκοτεινό βυθό που κρύβει ο καθένας μας!
    Ελπίζω πάντως στη χαρά,και σαν καλή δίδυμη αδερφή πιστεύω ότι μπορεί να συμπληρώνει ή ακόμα καλύτερα να ισορροπεί τη λύπη!
    Όσο για το ύφος του κειμένου, το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι, ότι είναι από τα αγαπημένα μου! Άλλωστε αισθάνομαι πολύ άπειρη για να ασκήσω οποιαδήποτε κριτική, απλά μου αρέσει κάτι όταν με συγκινεί βαθιά! Σ' ευχαριστώ γι' αυτό και μόνο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όταν γράφω, Ελένη, κάτω από την επίδραση ισχυρών συναισθημάτων, είμαι σίγουρη πως θα δημιουργηθούν ισχυρά επίσης συναισθήματα στους αναγνώστες.
    Μπορεί όχι τα ίδια ( κι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον) αλλά σίγουρα το ίδιο έντονα.
    Η ευαισθησία σου είναι που σε κάνει δέκτη κατάλληλα συντονισμένο στη συχνότητα τέτοιων κειμένων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας