Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Ψηλά στον αφέντη Χριστό... κατεβαίνοντας



Ξυπνάω με την έντονη αίσθηση πως κάποιος έχει ρίξει φακό στα μάτια μου. Η λάμψη είναι ενοχλητικά εκτυφλωτική. Ποιος  κάνει παιχνιδάκια τέτοια ώρα; Αποκτάω επαφή με το περιβάλλον και βλέπω στ’ ανατολικά ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι που λούζει την κοιμισμένη κατασκήνωση στο απόκοσμο φως του κάνοντας τ’ αστέρια να χλομιάσουν από ζήλια και να εξαφανιστούν. Η απότομη αλλαγή στον φωτισμό ενός κατασκότεινου τοπίου, που δεν το προσεγγίζει το παραμικρό ίχνος τεχνητού φωτός, και στην φωτοχυσία που προκάλεσε η εμφάνιση της Αυγουστιάτικης πανσελήνου στάθηκε ικανή διέγερση για να διακόψει τον ύπνο μου.
Ν' αποστρέφεσαι τη Σελήνη σαν έδαφος. 
Λυρική η υποθήκη του Νίκου Καρούζου προς τον Ηλία Πετρόπουλο. 
Τ' αποτυπώματα των παπουτσιών του Άρμστρονγκ στη σκονισμένη επιφάνεια του  δορυφόρου της Γης δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση. Μα μια τέτοια Σελήνη σαν θλιμμένο, ωχρό πρόσωπο, τη λες μαργαριτάρι, τη λες ασημένιο μενταγιόν κρεμασμένο στο λαιμό του ουρανού, τη λες αργυρόλευκο τόπι  παιχνίδι των αγγέλων,  τη λες ξελογιάστρα των αισθήσεων και δημιουργό παραισθήσεων, τη λες κροκόπεπλη Εκάτη, παρασυρμένη από τον ορφικό ύμνο, μα έδαφος δεν σου πάει ούτε να την πεις ούτε να την διανοηθείς.


Ανασηκώνομαι ελαφρά. Είμαι σίγουρη πως δίπλα και πιο δίπλα κοιμούνται γνωστοί και άγνωστοι, μα έχω μια έντονη  αίσθηση πως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στη γη. Νιώθω τις αισθήσεις να οξύνονται σε μια προσπάθεια να αντιληφθώ τον γύρο κόσμο μα το μόνο που καταφέρνω είναι να αφουγκραστώ τον απόλυτο ήχο της σιωπής. Η υγρασία, που έχει μουσκέψει το εξωτερικό του υπνόσακου, κάνει την αψιά μυρωδιά από κακαράτζες  κατσικιών, που αφθονούν γύρο και κάτω από τα στρωσίδια, έντονη και, περιέργως, όχι δυσάρεστη. Τα μάτια προσαρμόζονται στο ημίφως και διακρίνουν περιγράμματα: καμπύλες κορυφές, πέτρινοι σχηματισμοί, γωνιώδεις προεξοχές, αιχμηρά βράχια, η επικλινής στέγη της εκκλησίας στην κορυφή. Αναζητάω τις δυο αρκούδες στον βόρειο ουρανό. Ξεχωρίζω εκείνη την πλευρά της μεγάλης που αν προεκταθεί συναντάει τον πολικό. Ξέρω πως τα τρία αστέρια σχηματίζουν τον  ωροδείκτη ενός τεράστιου νυχτερινού ρολογιού που περιστρέφεται αέναα με κέντρο το ακίνητο αστέρι του βορρά. Εκτιμάω την ώρα διαβάζοντας νοερά τους χάρτες του νυχτερινού κρητικού ουρανού που είχα μελετήσει με την προοπτική του ταξιδιού. Γύρο στις έντεκα. Μια μαγική ενδεκάτη νυχτερινή. Ξαπλώνω αποφασισμένη να συνεχίσω τον ύπνο. Η πέτρα που ακουμπάει στα πλευρά μου έχει αντίθετη άποψη. Συγυρίζω προσπαθώντας να την αποφύγω. Βολεύομαι, κουκουλώνομαι και ξαναβυθίζομαι.

Με ξυπνάει για τα καλά ο γνώριμος στους κατασκηνωτές χαρακτηριστικός ήχος από φερμουάρ που σέρνονται. Η κατασκήνωση ξυπνάει στη γιορτή της αυγής. Η πρώτη εικόνα είναι εκείνο το αμιγές γλαυκό   που έχουμε στερηθεί στις πόλεις και που σε λίγο θα νοθευτεί από το κίτρινο των πρώτων βιαστικών αχτίνων. Ο ήλιος ανατέλλει. Είναι ο ίδιος ήλιος που καληνυχτίσαμε χτες, μα όχι ακριβώς. Η ανατολή έχει μια δική της ένταση, μια βιασύνη, μια φούρια να προλάβει: την βιάση της νιότης, τη δυναμική του ξεκινήματος. Η δύση έχει άλλη γλύκα, άλλη μελαγχολία, μια βραδύτητα, μια διάθεση για καθυστέρηση. Το φως αργεί να ξεθωριάσει, αλλάζει χρώματα σε μια προσπάθεια να παρατείνει την ύπαρξή του, να ξεγελάσει το σκοτάδι, να αποφύγει την ακύρωση.

Ρίχνω μια μηχανική ματιά στην κορυφή. Έκπληξη! Πλήθος κόσμου! Πότε ήλθαν; Όσο κι αν η ανάβαση από την άλλη πλευρά του βουνού είναι συντομότερη, πρέπει να ξεκίνησαν αχάραγα για να βρίσκονται κι όλας εδώ.



Φορτωνόμαστε για μια ακόμα φορά τα μπαγκάζια και ξεκινάμε ενώ η λειτουργία βρίσκεται σε εξέλιξη. Σήμερα θα μας πάρει ο κατήφορος, αλλά ας μη βιαζόμαστε να χαρούμε. Μετά την πρώτη κατηφοριά μας περιμένει ένα ακόμα ανέβασμα. Στο πιο ψηλό σημείο της απέναντι κορυφής αποχαιρετάμε το εκκλησάκι. Είναι το τελευταίο σημείο απ’ όπου είναι ορατό.

Το κατηφορικό μονοπάτι δεν είναι περίπατος. Η σάρα είναι σαθρή, ένα γλίστρημα εύκολα σε παρασέρνει και ο γκρεμός στέκει απειλητικός στα δεξιά μας.


Προχωράμε αργά, φρεναριστά, με μεγάλη προσοχή και συχνές στάσεις σε πλήρη αντίθεση με τα νέα – βοσκόπουλα τα περισσότερα – παιδιά που τρέχουν κάνοντας κόντρες  ισορροπώντας με άνεση και ευχέρεια πάνω στις πέτρες-παγίδες. Μας προσπερνάνε με γέλια και φωνές κι ας έχουν ξεκινήσει μετά από μας. Έκαστος στο είδος του. Κάποιες ώρες αργότερα κάνει την εμφάνισή του στα χαμηλά το οροπέδιο Ομαλού Βιάννου. Ένα μεγάλο πράσινο αποτύπωμα υποδηλώνει τη θέση της εποχιακής λίμνης που μέσα στο κατακαλόκαιρο έχει πια ξεραθεί. Το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος με το αγίασμα είναι κρυμμένο στα δεξιά. Το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη μόνο στην περίπτωση που θα είχαμε ανάγκη νερού, μα οι προμήθειες αποδείχτηκαν επαρκείς.



Ένας θεόρατος πρίνος, που στη σκιά του κάνουμε στάση για ξεκούραση, σηματοδοτεί το τέλος του γυμνού.



Θα συναντάμε όλο και περισσότερους και η σκιά τους αποδεικνύεται ευεργετική καθώς ο αέρας έχει πέσει εντελώς και η άπνοια κάνει τη ζέστη εξουθενωτική. Πάλι τριάντα βαθμοί διαφορά από το ξεκίνημα. Το μονοπάτι είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο και κατεβαίνουμε με γνώμονα την κατεύθυνση που θα μας βγάλει στο μοναδικό κομμάτι που θα βρούμε ανοιχτή τη συρμάτινη περίφραξη που οριοθετεί τις ιδιοκτησίες στο οροπέδιο. Αλλιώς θα χρειαστεί να περπατήσουμε παράλληλα με το σύρμα και δεν είναι ώρα για τέτοια.



Από το οροπέδιο και μετά το τοπίο αλλάζει άρδην και η πορεία αλλάζει ύφος. Το μονοπάτι περνάει από πευκόφυτες εκτάσεις και οι πευκοβελόνες φτιάχνουν αφράτο βελουδένιο χαλί - μια ανακουφιστική αίσθηση για τα πέλματα που δεινοπάθησαν στο κακοτράχαλο.


Στο ξύλινο κιόσκι της  περιοχής με το ευφάνταστο όνομα «κούτελο του Παραδείσου»  θαυμάζουμε τη θέα και βλέπουμε την κάτω Σύμη, το τέρμα της εξόρμησης. Δίδυμη με την πάνω Σύμη, χωριά πνιγμένα και τα δύο στα νερά ,τα πλατάνια, τη δροσιά - άλλος Θεός εδώ Μόνο που η μία ανήκει στον νομό Λασιθίου και η άλλη στο Ηράκλειο. Μετά   από τριών ημερών περιδιάβαση στα Λασιθιώτικα βουνά περάσαμε από τον ένα νομό στον άλλο. Στις παρυφές του χωριού  δεν λυπάμαι να σπαταλήσω λίγο χρόνο κάτω από τον καυτερό ήλιο να μαζέψω φασκόμηλο. Η μοσχοβολιά του κρητικού φασκόμηλου θα κατακλύζει τα χειμωνιάτικα πρωινά την κουζίνα μου.

Στην ταβέρνα καταβροχθίζουμε τα φαγητά με τη βουλιμία του στερημένου. Συμιακά φασολάκια με κρέας ή σκέτα, ψητό αντικριστό, ντόπιο τυρί, οι απαραίτητες ρακές. 
Οι προπόσεις καταλήγουν με τη  μόνιμη επωδό: πάντα ψηλά.



Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα του φυσιολατρικού συλλόγου Ηρακλείου
και το αρχείο του Ε.Ο.Σ. Χαλκίδας


Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:


google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki







5 σχόλια:

  1. Εξοχο οδοιπορικό!Ανέβηκα μαζί σου το πρώτο μου βουνό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κομμάτι δύσκολο για πρώτο.
    Είσαι καλοδεχούμενη να ανέβεις μαζί μας ένα βουνό κατάλληλο για πρωτόπειρους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εξαιρετική περιγραφή και του τοπίου αλλά και της Σελήνης.Παραθέτω μία ανάλογη της Βαμβουνάκη που με συγκίνησε το ίδιο:
    "Είναι γεμάτο το φεγγάρι,απόψε,στρογγυλό και τριανταφυλλένιο ,τόπι από τριαντάφυλλα,γάλα κι ασημένια τάματα,
    κι η αυγουστιάτικη νύχτα γεμάτη, στρογγυλή και ζεστή, όλο ίσκιους,φωλιές πουλιών,φυλλωσιές κι ήχους απ' τα κυματιστά μαλλιά μιας γυναίκας....."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με κολακεύει το "ανάλογη".
    Κομμάτι δύσκολο να ανταποκριθώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας