Βάθρα στο φαράγγι του φονιά. Σαμοθράκη |
Η θλίψη και οι οργή – νέες κοπέλες – πέταξαν χωρίς δισταγμό τα ρούχα τους και βούτηξαν ολόγυμνες στα σμαραγδένια νερά.
Η σοφία – ηλικιωμένη ασπρομάλλα – κάθισε στον αγαπημένο της βράχο και τις παρακολουθούσε προσεκτικά από ψηλά.
Είδε την οργή, φουριόζα και παρορμητική, όπως το συνηθίζει, να κάνει ένα σύντομο μπάνιο και βιαστικά να βγαίνει για να πάει κάπου αλλού –οι επισκέψεις της ποτέ δεν έχουν διάρκεια.
Πάνω στη βιασύνη της, όμως, έκανε λάθος και αντί να φορέσει τα δικά της ρούχα, έβαλε τα ρούχα της θλίψης κι έφυγε σαν σίφουνας.
Η θλίψη, αντίθετα, δεν έδειχνε να βιάζεται. Πηγαίνοντας κάπου είναι αποφασισμένη να εγκατασταθεί κι όλας. Έμεινε, λοιπόν, μέσα στο νερό να παρακολουθεί λυπημένη το καθρέφτισμα των φύλλων της πλατανιάς στην ήρεμη επιφάνεια του νερού με υπόκρουση τη μονότονη βουή του καταρράχτη που έπεφτε ορμητικός μέσα στην γούρνα.
Όταν θεώρησε ότι ήταν ώρα να φύγει, πρόσεξε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί, και μη έχοντας άλλη επιλογή απομακρύνθηκε με το προσεκτικό, αργό, μελαγχολικό της βήμα, φορώντας τα ξένα ρούχα που, παραδόξως, της ταίριαζαν.
Συναγερμός σήμανε με μιας στο μυαλό της σοφίας.
Τώρα πια η θλίψη είναι επικίνδυνη, σκέφτηκε. Είναι δική μου δουλειά να προειδοποιήσω τους ανθρώπους, να τους ενημερώσω, να τους κάνω προσεκτικούς.
«Την επόμενη φορά που ο φίλος, ο σύντροφος, ο συνάδελφος, ο συγκάτοικος, ο γείτονας ... δείχνει οργισμένος, μη βιαστείτε να βάλετε σε δοκιμασία τη σχέση σας. Ξύστε λίγο την επιφάνεια. Μπορεί να ανακαλύψετε πως κατά βάθος είναι θλιμμένος και απλώς φοράει το ρούχο της οργής.»
Εμπνευσμένο από την ιστορία του Χόρχε Μπουκάι και αφιερωμένο στη Σοφία, τη νεαρή συνορειβάτισσα στα μονοπάτια της Βάλια Κάλντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι κουβεντούλες μας