Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Για όλα φταίει ο Γκέντελ...το τέλος.



Προς γαρ το τελευταίον εκβάν
έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται. 
                      Δημοσθένης



Απορούσε, ωστόσο, πώς κανείς γύρο της δεν έδειχνε να έχει προσέξει τον καταστροφικό πόλεμο που συνέβαινε στο σώμα της.
Κανείς;
Ίσως και όχι!


Η ειδοποίηση από το σχολείο – προσεκτικά διατυπωμένη - μιλούσε για την επιθετική συμπεριφορά που εμφάνισε απροσδόκητα το παιδί.
Ο γιος της ήταν τυπική περίπτωση αγοριού που λες και γεννήθηκε με μια βιασύνη να ανακαλύψει τον κόσμο. Όταν  άρχιζε  τις ερωτήσεις δεν εννοούσε να σταματήσει αν δεν έφτανε στην  εξάντληση : του θέματος, την δική της, ποτέ όμως την δική του. Καμάρωνε αυτή την ατέλειωτη σειρά από «γιατί» και τον φανταζόταν να ξεκινάει τη ζωή του πατώντας στους ώμους της για να εκτιναχθεί μακρύτερα. Μα τώρα, οι αλυσιδωτές απορίες του την κούραζαν, tης  έκλεβαν χρόνο αποσπώντας την  από τις σκέψεις της. 
-Πάψε επιτέλους, ήθελε να τού φωνάξει.
Φυσικά  και δεν θα το ξεστόμιζε. Δεν είχε χάσει εντελώς το μυαλό της για να κάνει τέτοια παιδαγωγική χοντράδα. Μα δεν είχε καμιά σημασία. Οι  κεραίες των παιδιών είναι φτιαγμένες ακριβώς για να συλλαμβάνουν τ’ ανείπωτα.
Αρνήθηκε να συσχετίσει. Δεν ήταν καν σε θέση να νιώσει ενοχές. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα μαζί, και το δικό της είχε προτεραιότητα. Υποβάθμισε το γεγονός.
- Φάση είναι, θα τού περάσει.
Είχε φτάσει στο έσχατο σκαλί εξαθλίωσης!


Τότε ήταν που αρρώστησε ο σκύλος. Ο κτηνίατρος σήκωσε τα χέρια ψηλά. Δεν μπορούσε να κάνει διάγνωση, οι εξετάσεις δεν έδειχναν να υπάρχει  αιτία.  Παραδέχτηκε ότι θα πειραματιζόταν με την φαρμακευτική αγωγή. Το ζώο χανόταν στους εμετούς και έδειχνε να λειώνει μέρα με τη μέρα.
Ξεχωριστό  σκυλί!
Πεισματάρικο, με έντονη προσωπικότητα! 
Είχαν μελετήσει μεγάλο όγκο πληροφοριών, πριν αποφασίσουν να το αποκτήσουν. Τους δελέασαν οι ιδιότητές της φυλής: ζώα εύκολα εκπαιδεύσιμα χάρη στην υψηλή νοημοσύνη τους, εξαιρετικοί φύλακες, ιδιαίτερα φιλικοί με τα παιδιά, πολύτιμοι στις υπηρεσίες  δίωξης ναρκωτικών. Μιλώντας με τον εκτροφέα, σχολίασε την ιδιαίτερα τσουχτερή τιμή.
-Ένα γερμανικό λυκόσκυλο είναι τρεις φορές φθηνότερο.
-Κυρία μου, συγκρίνετε ένα κατσαριδάκι με μία Ρολς-Ρόις.
Η  «Ρολς- Ρόις» κατέφθασε ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη και έτρεξε να βρει καταφύγιο στο πιο σκοτεινό σημείο του κήπου. Κουλουριάστηκε  τρέμοντας από φόβο και  αρνήθηκε πεισματικά να δεχτεί τροφή. Η συμπεριφορά του έδειχνε διαταραγμένο ψυχισμό. Πέρασαν δυο μέρες χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα. Το σοκ της αλλαγής περιβάλλοντος έδειχνε ισχυρότερο από το ένστικτο αυτοσυντήρησης. 

 Παραλλαγή  της περίπτωσης Γκέντελ;

Η εύκολη λύση ήταν να το επιστρέψουν, ως δυσπροσάρμοστο. Εκείνη ζήτησε μια προσωπική ευκαιρία. Αφιέρωσε όλη την Κυριακή  στο να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Κάθισε σ’ ένα σκαλοπάτι, έτσι που να μην τη βλέπει, και άρχισε να τραγουδάει ξανά και ξανά:

«μη μού είσαι θυμωμένο, έλα και σε περιμένω…»

Το ζώο διερευνούσε την κατάσταση, αλλά έπρεπε να περάσει πολλή ώρα μέχρι να μετακινηθεί ώστε να αποκτήσει οπτική επαφή – πάντα σε απόσταση  ασφαλείας. Εκείνη μετακινήθηκε μαλακά ώστε να χαθεί πάλι από τα μάτια του. Το δεύτερο βήμα ήταν πιο γρήγορο. Λίγο – λίγο τον έφερνε προς το φως. Εκεί στάθηκαν ακίνητοι, αναμετρώντας τα τρία μέτρα που τούς χώριζαν.
 - Έλα, του ψιθύριζε τρυφερά.
Εκείνος δεν την εμπιστευόταν .
Εκείνη επέμενε.
Πέρασε ώρα μέχρι να κάνει ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος της. Εκείνη δεν κουνήθηκε, συνέχισε να τραγουδάει. Το σκυλί οπισθοχώρησε και γύρισε στο καταφύγιό του. 
Είχαν  δρόμο ακόμα μπροστά τους.
Μετά από πολλά πισωγυρίσματα, την πλησίασε σε απόσταση επαφής κι εκείνη άπλωσε το χέρι και ακούμπησε μαλακά την πλάτη του. Το σκυλί τρόμαξε και έτρεξε στην κρυψώνα του.
 Η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές. 
Κάθε φορά όμως η απόσταση ασφαλείας γινόταν μικρότερη.
Όταν σταθεροποιήθηκε στο ένα μέτρο, έβαλε ανάμεσά τους ένα κομμάτι τυρί. 
Το σκυλί απομακρύνθηκε, μα το τυρί έμεινε. 
Και προφανώς η γαργαλιστική μυρωδιά του δεν άφηνε αδιάφορο το πεινασμένο στομάχι του. 
Το βράδυ, το τυρί φαγώθηκε, η επαφή αποκαταστάθηκε, τα χάδια ηρέμησαν τον τρόμο του. 
Ήταν η σειρά του άντρα της που ανέλαβε να τον ταΐζει , να τον εκπαιδεύει , να τον φροντίζει. Στα χέρια του το κουτάβι έγινε ένα πανέμορφο καστανόξανθο σκυλί, με την χαρακτηριστική μαύρη «μάσκα» στη μούρη, που τον αποδέχτηκε ως αφεντικό.
Εκείνη όμως έγινε η μεγάλη αγάπη του.
 - Αλλού τρως, αλλού πίνεις κι αλλού πας και το δίνεις, διαμαρτυρόταν ο άντρας της όταν τον έβλεπε να χοροπηδάει γύρο της διεκδικώντας τα χάδια της, γλείφοντας τα χέρια της και αδιαφορώντας για την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου.
- Εμένα δεν μ’ αγαπάει όσο εσένα, παραπονιόταν ο γιος της.
- Εσένα σ’ αγαπάει διαφορετικά, πιο ήπια. 
Η αγάπη του ήταν έντονη και κτητική. Αγρίευε και γάβγιζε απειλητικά αν κάποιος την πλησίαζε – ακόμα κι αν ήταν μέλος της οικογένειας. Δεν δίσταζε να την δαγκώσει – γλυκά κατά τη γνώμη του, επώδυνα για κείνην – αν δεν τού έδινε την προσοχή που επιζητούσε. Δεν την είδε ποτέ σαν αφεντικό. 
Αν δεν απεχθανόταν τις ακρότητες του lifestyle θα τον πήγαινε σε ψυχολόγο ζώων. Κάτι παρανοϊκό υπήρχε στη σχέση τους – και το πιο ανησυχητικό: έμοιαζε αμοιβαίο.
Τα πρωινά φεύγοντας για την δουλειά μπορεί να ξεχνούσε να φιλήσει τον άντρα της, ποτέ όμως δεν παρέλειψε να χαϊδέψει και να γλυκομιλήσει στον Ζορό.

Η εικοσαήμερη αντιβίωση εφόδου έφερε μια πρόσκαιρη βελτίωση, μα τα συμπτώματα επανήλθαν λίγο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης  δόσης. Ο γιατρός συνέστησε μια δεύτερη ισχυρότερη.
Εκείνη, χαμένη στα δικά της, δεν έβλεπε, δεν πρόσεχε, δεν παρατηρούσε τα μάτια του που ικέτευαν. Όλα περνούσαν ξώφαλτσα από πάνω της. Έλειπε, ήταν αλλού.

Η έμπνευση της ήλθε φλασιά.
Βιάστηκε να την υλοποίηση πριν προλάβει να την εμποδίσει ο ορθολογικός της επόπτης. Στην εποχή μας υπάρχει αφθονία διαύλων επικοινωνίας. Για κάθε πόρτα που κλείνει, υπάρχει μια άλλη που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει. Διάλεξε την πιο  παραδοσιακή. Τού έστειλε μια ταχυδρομική κάρτα. 

-Σου ήταν εύκολο; Αν ναι, μην μπεις στον κόπο να απαντήσεις, θα καταλάβω.

Ήταν σίγουρη ότι δεν επρόκειτο να απαντήσει. Δεν θα το επέτρεπε ο υπερτροφικός του εγωισμός. 
Αυτό όμως θα διευκόλυνε τις αποφάσεις της. 
Η εκκρεμότητα ήταν που συντηρούσε τη νοσηρότητα. 
Μόλις σιγουρευόταν ότι η ιστορία είχε περάσει ανώδυνα από πάνω του, θα το έπαιρνε απόφαση, θα τον μισούσε ίσως, πάντως θα προχωρούσε μπροστά. 

Απάντησε αμέσως!
Ένας λίβελος ήταν ο λόγος του.
Την έλουζε πατόκορφα με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να τους αιτιολογήσει.
Μα, ο σκοτισμένος λογισμός της δεν ένιωθε την ταπείνωση.
Πανηγύριζε την αποκατάσταση της επαφής, ακόμα κι έτσι.
Μόνο εκείνη τη φράση δεν μπορούσε να χωνέψει:

« Αν αισθανθώ ότι ασχολείσαι μαζί μου λιγότερο από είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο, θα εκνευριστώ. Και εκνευρισμός μια, εκνευρισμός δυο, θ’ αλλάξω ρότα. Δεν θέλω και πολύ...»

Με ποια από τις πέντε αισθήσεις των κοινών θνητών μπορούσε να παίρνει πληροφορίες για το πόσες ώρες ασχολιόταν μαζί του; Πώς μπορούσε να παραβιάζει το λογισμικό του μυαλού της; Με πόση άνεση ξεκλείδωνε τη σκέψη της;
Ιδιοφυΐα ή παράνοια; 
Αγνόησε την πληγωμένη αξιοπρέπεια και χαλάρωσε, προσδοκώντας να απολαύσει την ανάπαυλα μέχρι την επόμενη ρήξη – έτσι είχε συνηθίσει. 

Εκείνος είχε αποφασίσει διαφορετικά. 
Την  θεώρησε περισσότερο ευάλωτη από ποτέ και βρήκε την ευκαιρία να της αμολήσει, σαν ρουκέτα, εκείνη την εξωπραγματική πρόταση.
Μια πρόταση πέρα από το ηθικό και το ανήθικο, μακριά από το λογικό και το παράλογο, έξω από το καλό και το κακό, πέρα από το δίκαιο και το άδικο.
Μια πρόταση μέσα στην αρρώστια, την παρακμή, την διαστροφή, την εξαχρείωση, τον εξευτελισμό – δικό της και δικό του.
Μια πρόταση έξω από τα όρια της φαντασίας.
Ήταν αρκετά έξυπνος για να ξέρει ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να συγκατανεύσει.
Τότε γιατί;
Μήπως πήρε ποτέ απάντηση στα «γιατί» της, για να πάρει και τώρα;
Η μόνη λογική εξήγηση - μα, πόσο τον αφορούσε η κοινή λογική; -  θα μπορούσε να ήταν πως ήθελε να την παρατηρήσει να αντιδρά υπό καθεστώς  οριακών συνθηκών. Να δει πώς συμπεριφέρεται έξω από τα όριά της. Το «άνευ όρων και ορίων» ήταν, άλλωστε, η αγαπημένη του εμμονή.

Δεν οργίστηκε, δεν πληγώθηκε, δεν παραπονέθηκε.
Μόνο πάγωσε.
Κάθε συναίσθημά της νεκρώθηκε.
Τού έγραψε χωρίς δεύτερη σκέψη.

« Jamais των ζαμών».

Κι αυτό ήταν το τελευταίο μήνυμα που αντάλλαξαν.

Ύστερα, μπορούσε να καταρρεύσει με την ησυχία της.
Βοήθησε κι εκείνο το δροσερό αεράκι που κατέβηκε από το βουνό, μπήκε από το βορεινό  παράθυρο της κουζίνας και βγήκε ανενόχλητο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του σαλονιού.

- Μην κάθεσαι στα ρεύματα, παιδί μου.
- Μάλιστα, μαμά.
Πειθαρχική από παιδί, γιατί τώρα έκανα του κεφαλιού μου;
Πού είσαι μανούλα να με προφυλάξεις;
Πού είναι το σιδερένιο μου ανοσοποιητικό να με θωρακίσει;  
Αχα! Το σιδερένιο σου ανοσοποιητικό! Το ξόδεψες, μικρή ανόητη, το σπατάλησες. Λες και δεν ξέρεις πως ένας οργανισμός που έχει μήνες να χορτάσει ύπνο έχει εξανεμίσει τις άμυνες του. Είσαι στο έλεος του τυχαίου βακτηρίδιου  που είδε φως και μπήκε.

Εξακολούθησε να υποτιμάει τα συμπτώματα. Ο ελαφρός πυρετός δεν την απέτρεπε από το πρωινό της μπάνιο. Ούτε οι πράσινες βλέννες που έβγαιναν από μύτη και στόμα κι έκαναν το καλάθι του γραφείου της να ξεχειλίζει από λερωμένα χαρτομάντιλα. Πώς είχαν χωρέσει αυτές οι απίστευτες ποσότητες βλέννας στις κοιλότητες του κρανίου; Εκτός κι αν  ήταν «Λερναίες» -  για κάθε ποσότητα που έβγαινε, το σώμα γεννούσε μια διπλάσια. Μα, όταν είδε τις ίδιες πράσινες βλέννες να λερώνουν το λευκό της εσώρουχο πανικοβλήθηκε. Η  μόλυνση ήταν πια γενικευμένη, είχε προσβάλλει όλους τους ιστούς. Αναζήτησε  ιατρική βοήθεια, αλλά πού να βρεις γιατρό σε μια άδεια Αθήνα, τριήμερο Δεκαπενταύγουστου; Ένας φίλος, της  έδωσε τηλεφωνικά, από την Πάρο όπου παραθέριζε, συνταγή για αντιβίωση τρίτης γενιάς με την εντολή αν δεν δει άμεση βελτίωση να απευθυνθεί σε νοσοκομείο. Της ήταν εύκολο να αντιληφθεί την ταραχή του. 
Αναστέναξε με τρόμο όταν διαπίστωσε ότι θα έπαιρνε τα ίδια χάπια με τον σκύλο.

Ο  παρθένος οργανισμός της αντέδρασε.
Με τα χάπια στην τσάντα έφυγε, πέντε μέρες μετά, για το προγραμματισμένο ταξίδι στο Περού.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Θυμήθηκε τα εφηβικά της διαβάσματα. Ο Ξενόπουλος έγραφε για την αλάνθαστη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι αστικές οικογένειες προκειμένου να  θεραπεύσουν κάποια παραπλανημένη κόρη. Η νέα φυγαδευόταν στην Εσπερία και όταν γύριζε – φορτωμένη καπέλα, ομπρελίνα και εντυπώσεις – η τάξη είχε επανέλθει.
Τα μονοπάτια των Ίνκας έχουν απίστευτο ενεργειακό περιεχόμενο. Ένιωθε σαν ευλογία την ευεργετική του επίδραση επάνω της.
Η πεζοπορία για το Μάτσου - Πίτσου θα ξεκινούσε μες στη νύχτα. Σκόπευαν  να αντικρίσουν από ψηλά  την χαμένη πόλη λουσμένη στο φως των πρώτων ακτίνων.
Το ξυπνητήρι διέκοψε τον βαθύ ύπνο της.
Της φάνηκε σαν κελάηδισμα αηδονιών!
Το λάτρεψε!
Είχε μήνες να ακούσει τον ήχο του!
Νόμιζε πως δεν θα τον ξανάκουγε ποτέ!
Ήθελε να το φιλήσει!
Πώς μπορεί να έλθουν τα πράγματα τούμπα!
Το μισητό σύμβολο της καταπίεσης των εργαζομένων όλου του πλανήτη είχε αποκτήσει μια φανατική οπαδό!

Πίσω στην  Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν εξ ίσου απλά. Μετά από κάποιες δεκάδες χιλιάδες λέξεις που είχαν ανταλλάξει, κάποια απ’ αυτές θα γινόταν αφορμή να τον θυμηθεί και κάθε φορά που τον θυμόταν τα συμπτώματα έκαναν την εμφάνισή τους. 
Έπρεπε να διαχειριστεί με τόλμη την κατάσταση.
Στον εγκέφαλο, σ’ αυτό το πολύτιμα πολύπλοκο όργανο, έπρεπε να επέμβει. 
Σ’ αυτόν που ο ποιητής θεωρεί «ηχώ ουρανού», κατεστραμμένη μόνο από τον θάνατο.
Λοβοτομή!
Στους μετωπιαίους λοβούς, στην έδρα των συναισθημάτων.
Όχι με το νυστέρι, μπορείς να σφαχτείς και με το μπαμπάκι.
Αργά, βασανιστικά, μεθοδικά κατάφερε να νεκρώσει την περιοχή όπου ήταν θρονιασμένος -προσκεκλημένος ή απρόσκλητος, αμελητέα η διαφορά.
Το μυαλό της άδειασε από την παρουσία του, μπορούσε να τον σκέφτεται χωρίς να την πονάει το «γιατί».
Όχι πως ήταν εύκολο ή γρήγορο, μα ήταν μονόδρομος.
Η  διαδικασία δεν έμεινε χωρίς παρενέργειες.
Δεν γίνεται να αφαιρέσεις κομμάτι του μυαλού χωρίς συνέπειες.
Το ανάλαφρο βήμα σαν να έγινε μια ιδέα πιο βαρύ, το φωτεινό χαμόγελο σαν να θάμπωσε όσο πατάει η γάτα, το βλέμμα σαν να έχασε κάτι από τη σπιρτάδα του, οι χαριτωμένες κινήσεις των χεριών σαν να έγιναν ένα κλικ πιο ράθυμες, ο λαιμός κύκνου σαν να βυθίστηκε ανεπαίσθητα μέσα στους ώμους, το μεταξένιο δέρμα σαν να τσαλακώθηκε απροσδιόριστα, κάποιες αδιόρατες ρυτίδες έζωσαν τα μάτια.

Σε αντιστάθμισμα η ζωή βρήκε τα γνώριμα μονοπάτια.
Αγόρασε καινούργια επιτραπέζια να παίζει με το παιδί. 
Πήρε τα κιλά που είχε χάσει.
Ρουφούσε κυριολεκτικά το βιβλίο που διάβαζε: «Υπόθεση Ρίμαν: η εμμονή με τους πρώτους αριθμούς».
Άρχισε να την εκνευρίζει ο ήχος του ξυπνητηριού.
Έκανε μακρινούς περίπατους με την  συντροφιά του σκύλου της. Εκείνος χοροπηδούσε ευτυχισμένος δίπλα της. Ο καινούργιος κτηνίατρος είχε κάνει σωστή διάγνωση. Τον θεράπευσε οριστικά με τρεις ενέσεις. Ο παλιός μπήκε στη μαύρη λίστα και έχασε γείτονες και φίλους από πελάτες.
Ο γιος της έδειχνε πλήρως προσαρμοσμένος στο καινούργιο σχολικό περιβάλλον. Ήταν σωστή απόφασή ν’ αλλάξει σχολείο. Το προηγούμενο παραήταν αυταρχικό για ένα τόσο έξυπνο και ανεξάρτητο παιδί.
Καμιά φορά το ερώτημα – ακαδημαϊκό πια - ορθωνόταν μπροστά της:
Τι έφταιξε;
Τα δικά του λάθη τα έβλεπε ολοκάθαρα.
Τα δικά της, δεν μπορούσε να τα ανακαλύψει - α, ρε Αίσωπε οι πήρες σου έχουν μείνει αναλλοίωτες  χιλιάδες χρόνια τώρα. 
Εκείνο για το οποίο μπορούσε να πάρει όρκο ήταν οι καλές της προθέσεις.
Μα ο δρόμος για την κόλαση είναι πάντα στρωμένος με καλές προθέσεις.
Αυτό ήταν.
Είχε πάει στην κόλαση.
Με την ασφάλεια του εισιτήριου επιστροφής στην τσέπη. 
Μάτσου-Πίτσου, Περού
Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki

10 σχόλια:

  1. Χαρά μου,
    νόμιζα ότι δεν διάβαζες.
    Περίμενες το τέλος ως σώφρων άνθρωπος.
    Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
    Ξέρω ότι τα πιστεύεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Για τον/την ΑΝΩΝΥΜΟ
    Κείμενα που αφήνουν ερωτηματικά, δυοίν θάτερον:
    ή είναι χωρίς ειρμό και άρα ασυνάρτητα ή προτρέπουν τους αναγνώστες να χωθούν στα βάθη της δικής τους ύπαρξης και να απαντήσουν με βάση τα δικά τους βιώματα.
    Πού βρίσκεται άραγε το δικό μου;
    Ελπίζω όχι κάπου στη μέση.
    Δεν θα μου άρεσε, ένα κείμενο που μιλάει για ιδιοφυΐες, να χαρακτηριστεί μέτριο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τρις και του κουφού η φλογέρα. Η Χαρά σ' αγαπάει πολύ, εγώ όχι. Το τρίτο μέρος ξαναγράψτο είναι εμετικό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Για τον/την Ανώνυμο:

    Η μία λύση θα ήταν να πετάξω το σχόλιο στα ανεπιθύμητα.
    Η άλλη να ακολουθήσω τη ρήση του Μάο:
    "Αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν."
    Προτιμώ το δεύτερο.
    Ειδικά αν πρόκειται για youlia και μάλιστα oloblava

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ωραία που έφτασε μέχρι την Κίνα η κουβέντα. Εκεί λοιπόν που όλα αλλάζουν συνεχώς, ο Deng Xiaoping είπε στο συνέδριο του Guangzhou το 1961 "Δεν με νοιάζει αν είναι άσπρος γάτος ή μαύρος γάτος.
    Είναι καλός γάτος όσο συνεχίζει να πιάνει ποντίκια"
    Οταν φυσάει λοιπόν ο αέρας του κεντρικού Αιγαίου, φτάνουν τα λόγια μέχρι τη Γιουγκοσλαυία (1998 Emir Kusturica Black Cat, White Cat ή ακριβέστερα Црна мачка, бели мачор).
    Τάλεγε ο Ηράκλειτος αλλά ποιός τον άκουγε "Εσμέν και ουκ εσμέν"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μπορεί ναχει δίκιο ο "ανώνυμος" οτι σ αγαπώ και γι αυτό θαυμάζω τη γραφή σου, γιατί τυχαίνει να την ανακαλύπτω τώρα και εκπλήσσομαι ευχάριστα απο ένα "τετράγωνο" μυαλό,όμως η παρότρυνσή του να ξαναγραφεί γιατί θεωρείται εμετικό ας μην εισακουσθεί. Μπορεί η περιγραφή νάναι τόσο ζωντανή και να δημιουργεί τέτοιους συνειρμούς όμως οι βαριές αρρώστιες βρήκαν στη γραφή σου την εικόνα τους,κι αυτό οφείλουμε να τ αναγνωρίσουμε.
    Οσο για την ρήση του Μάο,ΣΟΦΗ...κι εσύ σοφότερη, κι ο νοών νοείτω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Εγώ κούκλα, δεν ανθίζω! Άνθισε εσύ και ξαναγράψε το τρίτο μέρος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. (1)Μήπως ο ανώνυμος παίζει το ρόλο του πρωταγωνιστή του κειμένου και μάλιστα ενός κειμένου που δεν τον εκφράζει;(2)Όπως και να 'χει έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα που προκαλούν, α μη τι άλλο,ποικίλες αντιδράσεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, Ελένη, είναι πολύ πιθανόν να έχεις δίκιο.
    Πάντα ταυτιζόμαστε στα κείμενα με τον χαρακτήρα που μας ιντριγκάρει
    Όπως και να 'χει, δεν εμφανίστηκε ξανά και χαίρομαι γι αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας