Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... ναυαγός.





Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατεία Αγίων Πάντων

Είκοσι Ιανουαρίου απόγευμα στο λιμάνι της Πάτρας μας περίμενε το μοιραίο πλοίο.  Ένα τεράστιο, ολοκαίνουργιο ντιζελόπλοιο  - επιβατηγό προπολεμικά - εξοπλισμένο πια για τις ανάγκες του πολέμου. Κάθε ένας που άκουγε το όνομά του ανέβαινε τη σκάλα, στο πάνω μέρος της οποίας ένας Ιταλός ναύτης τον εφοδίαζε μ’ ένα ογκώδες χακί σωσίβιο με την εντολή να το φοράει σ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Βλέπεις, ήταν η περίοδος που ο υποβρυχιακός πόλεμος είχε ενταθεί και το στενό του Οτράντο χαρακτηριζόταν ο τάφος του ιταλικού στόλου.


 Προσκλητήριο και καταμέτρηση στο κατάστρωμα. 
 Εκατόν πενήντα δύο αξιωματικοί-όμηροι απ’ όλη την Ελλάδα. 
 Εξακόσιοι πενήντα Ιταλοί ναύτες που επέστρεφαν με σύντομη άδεια στην πατρίδα. 
Αν σ’ αυτούς προσθέσεις και τα μέλη του πληρώματος, κοντά στις χίλιες ψυχές ταξιδεύαμε να    συναντήσουμε τη μοίρα.
Υπακούοντας στις  εντολές  κατεβήκαμε στο κύτος του πλοίου όπου βρίσκονταν οι κουκέτες μας.

Στις έντεκα το βράδυ το πλοίο σηκώνει άγκυρες και παραπλέει τα  δυτικά παράλια της Ελλάδας ταξιδεύοντας με όλες τις προφυλάξεις. Το τιμόνι βόρεια, ολόισια προς τις Αλβανικές ακτές. Οι παρατηρητές και οι ασυρματιστές στις θέσεις τους, οι πυροβολητές με το δάχτυλο στη σκανδάλη, το πλήρωμα πανέτοιμο, με τα κόκκινα σωσίβια φορεμένα, όλοι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο που απευχόμαστε και ξορκίζαμε – κάτι τέτοιες ώρες γίνεσαι προληπτικός. Ξαπλώνουμε, αλλά ούτε λόγος για ύπνο. Οι συζητήσεις μας έχουν ένα και μοναδικό θέμα: τον πιθανό τορπιλισμό. Όσοι ξέρουμε καλό κολύμπι εγκαρδιώνουμε τους υπόλοιπους με την υπόσχεση ότι θα είμαστε κοντά τους και θα τον αντιμετωπίσουμε ομαδικά. Κανένας όμως δεν ξεχνάει ότι αυτή τη βραδιά παίζουμε τη ζωή μας με τα ψάρια. Το πλήρωμα, που σερβίρει το βραδινό συσσίτιο, μάς εμψυχώνει – η τύχη είναι πια κοινή κι αυτό μας φέρνει κοντά. Τις διαφορές μας θα τις ξαναβρούμε αύριο - με το να απαριθμεί τις αρετές του πλοίου. Τελευταίας τεχνολογίας, ταχύτατο, ευέλικτο, με έμπειρο πλήρωμα που επαγρυπνεί και κυρίως καλότυχο. Εφτά φορές προσπάθησαν οι εχθροί τους – και δικοί μας σύμμαχοι - να το πλήξουν και κάθε φορά κατάφερνε να ξεγλιστρήσει. 
Το θέλαμε πολύ και τους πιστεύαμε!

Η νύχτα, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, κύλησε ήρεμα και τις πρωινές ώρες όταν, στο ύψος του Αυλώνα, το τιμόνι έστριψε δυτικά με κατεύθυνση το Μπάρι ακούσαμε τις πανηγυρικές ιαχές των Ιταλών: «mare nostrum». Η Αδριατική ήταν η δική τους θάλασσα και αυτό τους γέμιζε – κι εμάς μαζί - με τη βεβαιότητα πως ο κίνδυνος  ήταν πια πίσω. Το μεσημεριανό φαγητό – στις 12 – σερβιρίστηκε από ναύτες χωρίς σωσίβια κι εμείς το φάγαμε με περίσσεια όρεξη. Ξαπλώσαμε  με την απατηλή ιδέα ότι είμαστε πια ασφαλείς και, ακούγοντας τον συνάδελφο να σιγοψιθυρίζει ένα μονότονο σκοπό,  νανουριστήκαμε και ένας-ένας υπέκυπτε στην κούραση, εγκατέλειπε την επαγρύπνηση και βυθιζόταν σ’ έναν αβάσταχτης βαρύτητας ύπνο. Τον είχα τόση ανάγκη που νόμισα ότι κοιμόμουν έναν αιώνα – μια ώρα είχε περάσει στην πραγματικότητα -  όταν με ξύπνησε ο δαιμονισμένος μεταλλικός κρότος. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω: είχε γίνει. Σκοτάδι, πίσσα της κόλασης, τρομαγμένες φωνές απόγνωσης, ικεσίες σε θεϊκές δυνάμεις ανακατεμένες με βλαστήμιες και ο ανατριχιαστικός ήχος του νερού που ορμάει να καταπιεί τα πάντα. 
Το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί πυρετώδικα. 
Το σωσίβιο. 
Ψαχούλεψα δίπλα μου. 
Κάποιος άναψε σπίρτο. 
Στο ευεργετικό του φως το άρπαξα και το φόρεσα. 
Έπρεπε να βρω, μέσα στο σκοτάδι και τα συντρίμμια, τον δρόμο για το κατάστρωμα. 
Την ίδια σκέψη όμως έκαναν όλοι κι έτσι σκοντάφταμε ο ένας πάνω στον άλλο σαν τυφλοί. 
Φωνές ακούγονταν: «από δω». 
Πού είναι όμως το «από δω» όταν βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν σκοτεινό τάφο;

Μας πήρε χρόνο, αλλά τελικά ανεβήκαμε τρέχοντας τα τρία πατώματα που μάς χώριζαν από το κατάστρωμα. 
Φως, ιλαρό! 
Ένας λαμπρός μεσημεριάτικός ήλιος μάς τύφλωσε. Η θάλασσα, λαδιά. Η πλήρης άπνοια έκανε την αρυτίδωτη επιφάνειά της καθρέφτη που, αλίμονο, αντανακλούσε τη μακάβρια εικόνα των σκόρπιων σωστικών λέμβων. Η πλανεύτρα όψη της δεν κατάφερνε να ξεγελάσει κανέναν. Γενάρης. Τα νερά θα μας υποδέχονταν κατεψυγμένα. Το καράβι είχε, ωστόσο, αντέξει. Ένας επικεφαλής αξιωματικός  μάς διαβεβαίωνε ότι δεν επρόκειτο να βυθισθεί πριν περάσουν τουλάχιστον πέντε ώρες. Τα σωστικά μέσα άφθονα, ο πανικός όμως αναπόφευκτος. Οι Ιταλοί με τον τρόμο στο βλέμμα λειτουργούσαν σπασμωδικά χωρίς συντονισμό. Είδα με τα μάτια μου έναν Ιταλό αξιωματικό να αυτοκτονεί με το υπηρεσιακό του όπλο. Άνθρωποι - Ιταλοί και Έλληνες - σε έξαλλη κατάσταση έτρεχαν άσκοπα από τη μια άκρη του καταστρώματος στην άλλη, κοίταζαν με τρόμο το ύψος που τούς χώριζε από την θάλασσα και ξανάρχιζαν το ξέφρενο τρέξιμο προς την αντίθετη κατεύθυνση.  
Έπρεπε να αποφασίσω.
Βάρκα ή σχεδία;
Οι βάρκες γέμιζαν πάνω στο κατάστρωμα και κατέβαιναν πλήρεις στη θάλασσα. Πολύς συνωστισμός. Δύσκολο να εξασφαλίσεις θέση. 
Οι σχεδίες ρίχνονταν άδειες και όσοι βρίσκονταν στη θάλασσα κολυμπούσαν να τις φτάσουν. Είχα απεριόριστη εμπιστοσύνη στις κολυμβητικές μου ικανότητες και ήμουν πολύ σκληροτράχηλο χωριατόπαιδο για να με τρομάξει το κρύο. Είχα πρόσφατα αναμετρηθεί μαζί του στα βουνά της Αλβανίας. 
Έπρεπε μόνο να συγχρονιστώ. 
Έβγαλα παπούτσια και παντελόνι και μόλις είδα την σχεδία να πέφτει, μάζεψα τα πόδια κι αφέθηκα. 
Τι ήταν περισσότερο επώδυνο, το χτύπημα που αισθάνθηκα στους γλουτούς ή το παγωμένο αγκάλιασμα του νερού; Η μνήμη τα κατέγραψε σαν ενιαία οδυνηρή αίσθηση. Βυθίστηκα πολλά μέτρα μέσα στο νερό κρατώντας την αναπνοή και άρχισα την διαδικασία ανόδου. Φθάνοντας στην επιφάνεια πήρα μια απελπισμένη ανάσα, τίναξα το κεφάλι και αναζήτησα με αγωνία τη σχεδία. Είχε απομακρυνθεί αρκετά μέτρα, αλλά παρηγορήθηκα βλέποντας ότι δεν είχε γεμίσει ακόμα. Άρχισα να κολυμπάω προς το μέρος της. 
Έφταιγαν οι ταλαιπωρίες του τελευταίου μήνα που με είχαν εξασθενήσει, έφταιγε το παγωμένο νερό που μούδιαζε τα μέλη μου, έφταιγε το ογκώδες σωσίβιο που δυσκόλευε τις κινήσεις μου; Η απόσταση από τη σχεδία δεν έλεγε να μικρύνει, σε αντίθεση με τις δυνάμεις μου που όλο και λιγόστευαν. Είχα υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες μου! Έπρεπε να είχα περιμένει να μπω με τη σειρά μου σε κάποια βάρκα. 
Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι δίπλα μου ένα κόκκινο σωσίβιο να κολυμπάει προς την ίδια κατεύθυνση. 
Τι παιχνίδια μάς παίζει το μυαλό!  
Έχασα την επαφή με το περιβάλλον, εξαφανίστηκε το ναυαγισμένο πλοίο, οι σωστικές λέμβοι, οι ναυαγοί που κολυμπούσαν απελπισμένα κι έμεινε μόνο η αίσθηση του παγωμένου νερού που αγκάλιαζε το σώμα μου. 
Μεταφέρθηκα, σαν σε όνειρο, στο λιμάνι του νησιού ανήμερα Θεοφανείων. 
Διακρίνω τον σταυρό που έχει ρίξει ο Δεσπότης λίγα μέτρα μακριά μου, μα ο αντίπαλος πλησιάζει. 
Πρέπει να φτάσω πρώτος. 
Κολυμπάω με τη σκέψη στο έπαθλο. Την ευλογία του σταυρού και τις κρυφές, γεμάτες θαυμασμό ματιές των κοριτσιών. Δεν  έχω συνείδηση ότι τώρα το διακύβευμα  είναι η ίδια η ζωή. 
Ο εγκέφαλος καθοδηγεί και κινητοποιεί το σώμα. 

3 σχόλια:

  1. Το περιγράφεις με τόση ζωντάνια και τόσο συναίσθημα που θα έλεγε κανείς πως το έζησες προσωπικά. Εάν το έβγαλες απ' το μυαλό σου ή από μια τυχαία αφήγηση, απλά δείχνεις το μεγάλο σου ταλέντο. Εάν στο διηγήθηκε κάποιος με λεπτομέρειες, πρέπει να το έζησες κατά την διάρκεια της διήγησης πολύ έντονα. Φοβερή εμπειρία γι αυτόν που πραγματικά το βίωσε. Επειδή με την θάλασσα έχω ένα αλλιώτικο δέσιμο με "τσιγκλάει" ευχάριστα. Περιμένω την συνέχεια.
    Πασχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η δασκάλα μου!Εφευρετική και ζωντανή..το ίδιο και τα κείμενά σας! Κατερίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας