Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Θρήνος



Καληνύχτα Μαρία.
Οι φλόγες θα κάνουν το κορμί σου μια χουφτίτσα σκόνη.
Προτίμησες την καθαρή λύση.
Δεν άφησες την ομορφιά σου να παραδοθεί στην φθορά.
Η ομορφιά ήταν πάντα στα ζητούμενά σου.
Έτσι γνωριστήκαμε άλλωστε.
Βρεγμένες ως το κόκαλο


 Όλη η ορειβατική πορεία είχε γίνει κάτω από  σιγανή ποτιστική βροχή. Από κάποιο σημείο και πέρα ο αδιάβροχος εξοπλισμός μας έπαψε να ανταποκρίνεται. Είδαμε από μακριά το παρκαρισμένο λεωφορείο κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς το μέρος του. Αφήσαμε τους άλλους πίσω και φτάσαμε πρώτες. Αρχίσαμε να πετάμε τα βρεγμένα ρούχα. Δεν νοιαζόμαστε να κρύψουμε την γύμνια μας η μια από την άλλη. Είμαστε κι οι δυο περήφανες για το κορμί μας. Οι αθλητικές δραστηριότητες στη φύση το είχαν διατηρήσει νεανικό. Μα το πρόσωπό σου ήταν πολύ πιο όμορφο και πιο καλοδιατηρημένο από το δικό μου και σου το είπα. Χάρηκες – με τον ανασφαλή τρόπο που χαιρόσουν κάθε φορά που το άκουγες -  αλλά έσπευσες να το δικαιολογήσεις.
-Έχω κάνει τα μποτοξάκια μου, ξέρεις. Και όταν  γίνω εξήντα θα κάνω αυτό που πρέπει: μια πλαστική.
-Εγώ, από άποψη, δεν κάνω παρεμβάσεις στο πρόσωπό μου, είπα κάπως αφ’ υψηλού.
Ξέσπασες στο χαρακτηριστικό τρανταχτό σου γέλιο.
-Μπορείς να μείνεις με τις απόψεις σου και τις ρυτίδες σου κι εγώ  με τις παρεμβάσεις και την ομορφιά μου.
Πώς μπορούν λίγες λέξεις να δράσουν τόσο καταλυτικά;

Αρχίσαμε να περνάμε περισσότερες ώρες μαζί. Τα μακρινά ταξίδια με λεωφορείο ήταν η ευκαιρία μας γι ατέλειωτες συζητήσεις: βιβλία, ταινίες, μουσική, θέατρο… Ανακαλύψαμε την κοινή μας αγάπη για το σκράμπλ. Οι πολύκροτες παρτίδες μας γέμιζαν τις ανιαρές ώρες των ταξιδιών  και έδιναν αφορμή στους γύρω μας να σχολιάζουν, να κάνουν προγνωστικά, να ρωτάνε για το σκορ, να εμψυχώσουν εκείνην που βρισκόταν σε δύσκολη θέση και κάποιοι να δίνουν συμβουλές περί του πρακτέου. Μας εκνεύριζαν γιατί μας αποπροσανατόλιζαν, το κρύβαμε όμως κάτω από τη μάσκα της κοσμιότητας. Μα όταν μέναμε μόνες συνομωτούσαμε πώς να τους αποφύγουμε την επόμενη φορά και γελούσαμε καθώς συναγωνιζόμαστε σε σατανική εφευρετικότητα.
Πόσο γελούσαμε!
Θα μου λείψει το γέλιο μας, Μαρία!
Καμιά παρτίδα δεν πρόκειται να είναι σαν τις δικές μας.

Είχαμε ιδεολογικές διαφωνίες πάνω στο παιχνίδι – και πού δεν είχαμε! Εγώ το 'βλεπα ακαδημαϊκά: η χαρά να ανακαλύπτεις ωραίες λέξεις κρυμμένες μέσα σε σκόρπια γράμματα. Εσύ ήθελες οπωσδήποτε να μπει το στοιχείο του τζόγου, να μετράμε πόντους και να κερδίζεις. Δεν μπορούσα να χωνέψω τη λογική του να γράφω «ευαισθησία», να παίρνω τα κέρατά μου σε πόντους και ν’ απαντάς προσθέτοντας ένα σίγμα, να φτιάχνεις το « ευαισθησίας» και να παίρνεις τους ίδιους πόντους με μένα.
-Και πώς θ’ ανέβει η αδρεναλίνη; Ρωτούσες αθώα.
Στην αρχή κέρδιζες κατά κράτος. Ύστερα έμαθα κι εγώ τις πονηριές κι άρχισα να σου τη βγαίνω στη στροφή.
-Υποσχέσου μου πως δεν θα χαλάσουμε ποτέ την φιλία μας για το σκραμπλ.
Σε κοίταξα έκπληκτη. Τόσο ανασφαλής; Τόσο ανταγωνιστική;
-Μαρία, σύνελθε, it’s just a game.
Και σου εξήγησα δασκαλίστικα για το πώς η γλώσσα αποκαλύπτει τις ιδιαιτερότητες: τις ατομικές αλλά και τις φυλετικές.
-Όλοι οι αγγλόφωνοι λένε Olympic games, το ίδιο και οι γαλλόφωνοι, εμείς επιμένουμε να λέμε Ολυμπιακοί αγώνες.
-Πόσα ξέρεις! Είπες με θαυμασμό.
Πόσα ξέρω, Μαρία! Όσα έχω διαβάσει, όσα έχω ακούσει, όσα έχω δει σε ταινίες. Όλα εμπειρίες άλλων. Εγώ έχω ζήσει  φτωχά. Εσύ, χωρίς να έχεις διαβάσει λιγότερα, έχεις ταυτόχρονα ζήσει.
Ζήλευα τη ζωή σου για την πολυπλοκότητά της.
Ζήλευες τη ζωή μου για τη νηνεμία της.
Ζήλευα την ικανότητά σου να κολυμπάς μέσα στις φουρτούνες που  η ίδια δημιουργούσες.
Ζήλευες την ικανότητά μου να συμβιβάζομαι και να ζω τη γαλήνη της αλπικής λίμνης.
Ζήλευα τις πέντε δουλειές που άλλαξες.
Ζήλευες που δεν χρειάστηκε να υποβάλω ποτέ βιογραφικό.
Μα δεν βαριέσαι! Το ξέραμε καλά κι οι δυο. Αν είχαμε μια δεύτερη ευκαιρία καμιά μας δεν θα αντάλλασε τη ζωή της με της άλλης.

Το τηλεφώνημα που περίμενα και απευχόμουνα ήλθε λίγη ώρα πριν.
Κατεβάζοντας το ακουστικό, ένιωσα έντονη την ανάγκη για ένα καταφύγιο. Και τι καλύτερο από το καταφύγιο στο Βελούχι; Το χιόνι έξω, ένα μπόι. Μέσα, το τζάκι σπιθοβολούσε, η παρέα απολάμβανε την ανάπαυλα του πολεμιστή κι εμείς ανακαλύψαμε ένα τρίβιαλ. Η ομάδα ξεκίνησε μεγάλη, αλλά η παρτίδα εξελίχτηκε σε μονομαχία των δυο μας. Εγώ είχα τη ρέντα του πρωτάρη. Εσύ διαμαρτυρόσουν πως όλες οι εύκολες ερωτήσεις έρχονταν σε μένα. Έπρεπε να πάρω  ένα τελευταίο τυράκι για να κερδίσω. Τράβηξα την  ερώτηση: «Ποια ταινία του Ντίσνεϊ έχει κερδίσει ένα μεγάλο και εφτά μικρά Όσκαρ;» Σιγά μην ήξερα! Ποιος άδηλος  συνειρμός, ποια έξαψη του μυαλού, ποιο φλόγισμα στα μάγουλα έβαλε αυθόρμητα  στα χείλη μου την απάντηση;
-Η Χιονάτη.
-Συγχαρητήρια, είπε ειρωνικά ο Βαγγέλης, ξέχασες την «Φαντασία».
-Φτου!!!!!!!
Κι όμως η απάντησή ήταν σωστή και η παρτίδα τέλειωσε ανάμεσα σε επευφημίες και γέλια.
-Πάμε έξω;
Εξοπλιστήκαμε: Σκουφιά, γάντια, γκέτες, μπατόν, φακούς… Η χιονόπτωση είχε σταματήσει. Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο κυνηγούσε τα σύννεφα που όλο του ξέφευγαν. Τα πόδια μας χώνονταν στο φρέσκο, μαλακό χιονι μέχρι το γόνατο. Ένιωθα το ευεργετικό άγγιγμα της παγωνιάς να παίρνει την έξαψη. Αγκαλιαστήκαμε χωρίς να μιλάμε.
-Παραδέξου ότι ήσουν κωλόφαρδη.
Ξεκαρδιστήκαμε κι όλη η ένταση πήγε περίπατο. 
Κοιμηθήκαμε σαν μωρά σε διπλανές κουκέτες. 
Την άλλη μέρα μας περίμενε σκληρή πορεία.

Τον Μάιο έφτιαξα το μπλογκ και άρχισα να γράφω. Εσύ έλειπες στην Γερμανία, στο γάμο της κόρης σου. Όταν γύρισες συναντηθήκαμε στο αγαπημένο μας στέκι: στην καφετέρια του Κάστρου. Ο καιρός ήταν όμορφος. Καθίσαμε κάτω από τη σκιά των πεύκων. Έλαμπες! Μου διηγήθηκες τις λεπτομέρειες του γάμου, υποσχέθηκες να μου δείξεις και φωτογραφίες μα δεν τις είχα ανάγκη. Είχα φτιάξει τις δικές μου εικόνες και τις αποτύπωσα στην ιστορία με τίτλο: ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΓΑΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ. Δεν θα τη δημοσίευα αν δεν είχα πρώτα την αποδοχή και την έγκρισή σου. Την εκτύπωσα, την έκανα ρολό, την έδεσα με κόκκινο κορδελάκι και εμφανίστηκα απρόσκλητη σπίτι σου.

Ήταν Παρασκευή απόγευμα. 
Περίμενα πως σε κάνα μισάωρο θα τηλεφωνούσες. 
Σιωπή! 
Το βράδυ του Σαββάτου η ανασφάλειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Δεν σου άρεσε και σκεφτόσουν πώς να μου το φέρεις μαλακά να μην απογοητευτώ; Σε πρόσβαλα ίσως; Είχα υπερβεί τα εσκαμμένα χρησιμοποιώντας προσωπικά σου δεδομένα; Σε  πλήγωσε η αναφορά στην αρρώστια;
Κυριακή μεσημέρι είδα την αναπάντητη κλήση σου. 
Σχημάτισα τον αριθμό.
-Δεν θέλω να τα πούμε τηλεφωνικά, θέλω να σ’ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω. Μ’ έκανες λογοτεχνική ηρωίδα!
-Θες να πεις ότι σου άρεσε;
-Αν μου άρεσε! Ζω όλο το Σαββατοκύριακο στον αστερισμό του.
-Και γιατί, μωρή γαϊδούρα, με άφησες να βασανίζομαι;

Καρκίνε, θα σε νικήσω, είχα γράψει προσπαθώντας να ξορκίσω το κακό.
Δεν τα κατάφερα, Μαρία.
Δεν τα κατάφερες ούτε εσύ κι ας τον πάλεψες όπως ήξερες να παλεύεις: σαν αντράκι.
Το καλοκαίρι τα μηνύματα από το μέτωπο της αρρώστιας ήταν μαύρα.
Τα προγράμματα διακοπών μας εντελώς διαφορετικά.
Υποσχεθήκαμε να βλεπόμαστε στα μικρά μεσοδιαστήματα που θα συνυπήρχαμε στην πόλη.

-Ενός κακού, μύρια έπονται. Είπες δειλά, στην πρώτη μας συνάντηση  και μου εξομολογήθηκες ότι έγραφες κι εσύ. Ξενύχτησα διαβάζοντας τα κείμενα που μου έστειλες. Ήταν γλωσσικά αδούλευτα, αλλά είχαν την αυθεντικότητα της εμπειρίας και τη ζωντάνια του αυθεντικού. Συμφωνήσαμε να σε βοηθήσω να δημιουργήσεις ένα δικό σου μπλογκ κι ονειρευτήκαμε να γράψουμε κάποτε ένα κείμενο μαζί. Ήσουν χαρούμενη σαν παιδί. Οι καρκινικοί δείκτες είχαν μπει στο περιθώριο.
Όταν γύρισα από τη Θράκη, περίμενα να μου πεις τις εντυπώσεις από το Πήλιο. Μα εσύ μου μίλησες για μεταστάσεις: οστά, εγκέφαλος, πιθανόν και πνεύμονας. Έδειχνες, ωστόσο, αισιόδοξη. Η φωνή σου ήταν ζωηρή: "Οι γιατροί έχουν πολλά εναλλακτικά σενάρια, κάποιο θα πιάσει." Σχολίαζες με μεγάλη ευστοχία τα κείμενά μου. Σχεδίαζες να γράψεις ένα βιβλίο.
-Θα μοιάζει με το anticancer, θα μου πάρει τουλάχιστον δύο χρόνια.
Εγώ απορούσα και θαύμαζα.

Χαθήκαμε ξανά: εγώ στην Κάρπαθο, εσύ στην Κρήτη.
Όταν γύρισα, είχε φθινοπωριάσει.
'Εμενες στην Αθήνα για να μπορείς να μπαινοβγαίνεις εύκολα στα νοσοκομεία.
Κρατήσαμε τηλεφωνική επαφή.
-Ζήλεψα, πώς ζήλεψα, το οδοιπορικό σου ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ. Μη νομίζεις, όμως, θα πάρουμε πάλι μαζί τα βουνά. Οι κορφές είναι εκεί και μας περιμένουν. Και βάλε πάλι στο μυαλό σου το Μάτσου- Πίτσου. Θα πάμε οπωσδήποτε, μην το πεις όμως στον αντρούλη σου γιατί θα θυμώσει μαζί μου, πως σου βάζω ιδέες.
Κι εγώ εξακολουθούσα να απορώ και να θαυμάζω.
Πώς γίνεται με καρκίνο στον εγκέφαλο να διαβάζεις κείμενα στον υπολογιστή;
Άρχισα  να πιστεύω στο θαύμα της αυτοΐασης και ήθελα να ελπίζω πως θα κάνεις την έκπληξη που τρελαίνει τις στατιστικές.
Η εξέλιξη ήρθε ραγδαία.
Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου είπες με σβησμένη φωνή πως θέλεις όλο να κοιμάσαι και δεν μπορείς να μιλήσεις.
Και μετά σιωπή...
Η απάντηση των δικών σου λιγόλογη και αποθαρρυντική: δεν μπορεί να μιλήσει, κοιμάται.
Κοιμήσου, Μαρία, καληνύχτα.



Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" που μπορείτε να το παραγγείλετε ως εξής:

google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki



3 σχόλια:

  1. Ημελαγχολία απο το προηγούμενο συνεχίζεται με γερή δόση πίκρας,κι ας μην ήξερα τη Μαρία...ΛΥΠΑΜΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ...
    Θαναι περήφανη απο κεί επάνω που ξανάγινε λογοτεχνική ηρωίδα,έστω κι έτσι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πόσο μένουν στη μπάντα οι ομορφοδιαλεγμένες λέξεις όταν βρουν αντίκρυ τους τόσο αληθινά, αυθεντικά συναισθήματα...

    Και τότε πόσο πιο εύκολα έρχονται στην επιφάνεια τα αντίστοιχα συναισθήματα αν έχουμε κι εμείς πονέσει έτσι...

    Να' σαι καλά για αυτόν τον άλλο τρόπο να χαιρετήσεις και να κλείσεις τον κύκλο σου με έναν άνθρωπο που ήταν εκεί για σένα

    Μ.Π.Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν ξέρω αν εξιδανικεύεις την φιλία σου με την Μαρία.
    Όπως και να έχει όμως είναι ένα αφιέρωμα σε μια ζηλευτή σχέση σαν δύο μοσχομυριστά φρεσκοκομμένα άσπρα κρινάκια.
    Και είμαι σίγουρος πως η μυρουδιά τους θα μεταφέρει την αγάπη σου εκεί, στην γειτονιά των αγγέλων στην ψυχούλα της φίλης σου.
    Έχεις το σπάνιο ταλέντο να εμπνέεις.
    Πασχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας