Προσεισμική Ζάκυνθος, λιμάνι οι σκάλες |
Έμενε να λυθεί ένα ουσιαστικό πρακτικό πρόβλημα. Η τροφοδοσία τους.
Η μητέρα εξομολογήθηκε στον Κουρτ τον καημό της. Οι δίδυμες είχαν μαραζώσει κλεισμένες μέσα στο σπίτι. Θα ήθελαν να μπορούσαν να προσεύχονται στο εκκλησάκι και ν' ανάβουν καθημερινά τα καντήλια, όπως το συνήθιζαν προπολεμικά. Ο άντρας της όμως το θεωρούσε παρακινδυνευμένο και δεν έδινε τη συγκατάθεσή του. Το άλλο πρωί, στην αναφορά, πήρε το αυτί μας δύο φορές τη λέξη φροϊλάιν και το μεσημέρι ο Κουρτ έδωσε στη μητέρα το πράσινο φως. Φεύγαμε από το σπίτι κάθε απόγευμα κρατώντας το κλειδί – που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο - κι ένα καλαθάκι που η επιδεικτική του βιτρίνα ήταν λάδι, φυτίλια, καρβουνάκια, λιβάνι. Αν συναντούσαμε αξιωματικούς ή στρατιώτες στην αυλή χαμηλώναμε με συστολή τα βλέφαρα να μην διακρίνουν το χτυποκάρδι που έφερνε η τρομάρα μας. Οι πρώτες φορές ήταν δύσκολες, σιγά-σιγά συνηθίζαμε και άρχισε να μας αρέσει κι όλας. Είχαμε όντως μείνει κλεισμένες για πολύ καιρό και τούτη η καθημερινή βόλτα ήταν ένα αναζωογονητικό μελτεμάκι που μας έδινε ταυτόχρονα την ικανοποίηση ότι κάναμε κάτι τολμηρό και πατριωτικό. Το ηλικιωμένο ζευγάρι μάς περίμενε σαν άγγελους της ελπίδας και στη λίγη ώρα που μέναμε μαζί τους οι γλώσσες μας πήγαιναν ροδάνι, να προφτάσουν να τούς ενημερώσουν για όσα συνέβαιναν έξω από το καταφύγιό τους.
Τον είδα πίσω από τον μαντρότοιχο και πόνεσα από χαρά.
Πώς είχε μάθει;
Απομείναμε να κοιταζόμαστε αχόρταγα κι ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα τόσο κοντά μου κι αναρωτήθηκα πώς τον αγαπούσα τόσον καιρό χωρίς καν να ξέρω το χρώμα των ματιών του. Ένιωθα ανίκανη ν' αρθρώσω λέξη βουτηγμένη μέσα στη μαγεία της στιγμής που θα ήθελα να παγώσει έτσι που να μείνουμε αιώνια ακίνητοι, με τον τοίχο ανάμεσά μας, και τα σώματα να επικοινωνούν άπληστα με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Εκείνος, πιο πρακτικός, μού ξεδίπλωσε το πλάνο του. Κάθε απόγευμα θα έπαιρνε τον χωματόδρομο με το ποδήλατο, θα έφτανε εκεί μια ώρα πριν από μας, ώστε κανείς να μην τον συσχετίσει μαζί μας και θα περίμενε άλλη μια ώρα αφού πια είχαμε φύγει. Έμοιαζε ασφαλές, μα και να μην ήταν, ποια λογική θα μπορούσε να εμποδίσει αυτό που πρόσταζε η καρδιά και διεκδικούσε το κορμί;
Πώς είχε μάθει;
Απομείναμε να κοιταζόμαστε αχόρταγα κι ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα τόσο κοντά μου κι αναρωτήθηκα πώς τον αγαπούσα τόσον καιρό χωρίς καν να ξέρω το χρώμα των ματιών του. Ένιωθα ανίκανη ν' αρθρώσω λέξη βουτηγμένη μέσα στη μαγεία της στιγμής που θα ήθελα να παγώσει έτσι που να μείνουμε αιώνια ακίνητοι, με τον τοίχο ανάμεσά μας, και τα σώματα να επικοινωνούν άπληστα με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Εκείνος, πιο πρακτικός, μού ξεδίπλωσε το πλάνο του. Κάθε απόγευμα θα έπαιρνε τον χωματόδρομο με το ποδήλατο, θα έφτανε εκεί μια ώρα πριν από μας, ώστε κανείς να μην τον συσχετίσει μαζί μας και θα περίμενε άλλη μια ώρα αφού πια είχαμε φύγει. Έμοιαζε ασφαλές, μα και να μην ήταν, ποια λογική θα μπορούσε να εμποδίσει αυτό που πρόσταζε η καρδιά και διεκδικούσε το κορμί;
Στον δρόμο της επιστροφής πρόσεξα ότι τ' αγριολούλουδα είχαν ανθίσει μέσα στο καταχείμωνο, τα πουλιά κελαηδούσαν στο σούρουπο, μυρωδιές εξαίσιες ξεχύνονταν από παντού και εγώ χαμογελούσα στο κενό σαν ηλίθια. Στην επόμενη επίσκεψη πήδηξε τον μαντρότοιχο, την άλλη με αγκάλιασε τρυφερά και την τρίτη φιληθήκαμε καθισμένοι στο μάρμαρο του οικογενειακού τάφου. Η αδελφή μου μετέφερε μόνη της τα νέα του έξω κόσμου στους φιλοξενούμενους κι εκείνοι ποτέ δεν ρώτησαν - ίσως είχαν διαισθανθεί, ίσως και όχι.
Έζησα μια ανέλπιστα ευτυχισμένη περίοδο μέσα στην δίνη του πολέμου, σε απόσταση αναπνοής από τους εχθρούς, χωρίς ούτε μια στιγμή να με προβληματίσουν, πολύ περισσότερο να με πανικοβάλλουν, οι συνέπειες μιας πιθανής αποκάλυψης της διπλής παρανομίας.
Εντελώς απροειδοποίητα χτύπησε τ' αστροπελέκι!
Καθόμαστε αγκαλιασμένοι, κρυμμένοι κάτω από τα κυπαρίσσια όταν ανέμελα πέταξε την βόμβα που έκανε κομμάτια και θρύψαλα την βιτρίνα της ευτυχίας.
-Ο πόλεμος τελειώνει, όλοι το ξέρουν και όλοι προετοιμάζονται. Την ίδια ημέρα που θα φύγουν οι Γερμανοί, θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου. Δεν θα σπαταλήσουμε χρόνο σε αρραβώνες και άλλες καθυστερήσεις. Θα ήθελα να δώσουμε μια αλησμόνητη δεξίωση για την απελευθέρωση και τους γάμους μας, αλλά το σπίτι μας δεν είναι σε κατάσταση να δεχτεί κόσμο. Όταν με τις λίρες της προίκας σου ξαναπάρει τη λάμψη του, θα κάνουμε βεγγέρες που θα συζητιούνται στο νησί για έναν ολόκληρο μήνα.
Γίναμε και οι δυο κάτωχροι – δεν ξέρω ποιος περισσότερο - όταν ξέπνοα δήλωσα:
-Ποιες λίρες; Όλη μου η προίκα ήταν σε χαρτιά!
-Μα όλοι ξέρουν…
Ξέρουν!... Τώρα μόλις μάθαινα κι εγώ… Ο πατέρας δεν ήθελε να χάσει τη φήμη του έξυπνου εμπόρου παραδεχόμενος την οικονομικά επιπόλαιη συμπεριφορά του. Οι αγορές δεν συγχωρούν λάθη που σχετίζονται με την αξιοπιστία. Προσδοκούσε να ξεκινήσει από την αρχή με το τέλος του πολέμου, να καλύψει τα χαμένα κι είχε φροντίσει να αποσιωπήσει την οικονομική μας καταστροφή.
Δεν ήθελα να το παραδεχτώ μα το μυαλό μου τριβέλιζε η σκέψη ότι η τρυφερή σχέση που είχα ζήσει έφτανε στο τέλος της.
Την άλλη μέρα δεν ήλθε!
Την επομένη εμφανίστηκε, φαίνεται πως το πάλευε, αλλά η ψυχρότητα είχε εγκατασταθεί.
Οι επισκέψεις αραίωσαν και τελικά σταμάτησαν χωρίς να δοθεί εξήγηση.
Τι να λέγαμε άλλωστε;
Όλα είχαν ειπωθεί χωρίς λόγια.
Ένα ερώτημα είχε μείνει αναπάντητο. Γιατί εμένα κι όχι την αδελφή μου;
Μούσκεψα πολλά μαξιλάρια μέχρι να αποδεχτώ το αμετάκλητο.
Αποφάσισα να παντρευτώ τον δάσκαλο.
Αν δεν μπορούσα να πάρω τον Διονύση δεν είχε και πολύ σημασία ποιον θα έπαιρνα.
Αν δεν μπορούσα να πάρω τον Διονύση δεν είχε και πολύ σημασία ποιον θα έπαιρνα.
Ο πατέρας έδειξε χαρούμενος, αλλά την άλλη μέρα ήρθε αναψοκοκκινισμένος στο μεσημεριανό τραπέζι.
Συνεχίζεται...
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι κουβεντούλες μας