Το ξύπνημα της μνήμης
Μήνες πάσχιζε χωρίς επιτυχία να θυμηθεί τους στίχους κάποιου ποιήματος του οποίου δεν ήξερε ούτε ποιητή, ούτε τίτλο, ούτε συλλογή, ούτε καν αν υπήρχε. Όχι πως ήταν λάτρης της ποίησης - ούτε από παιδεία, ούτε από ιδιοσυγκρασία. Μα εκείνοι οι στίχοι που είχε δει -χρόνια πολλά πριν - σ’ ένα μπλε μαθητικό τετράδιο ανάμεσα σε ασκήσεις τριγωνομετρίας είχαν ασκήσει πάνω του μια κάποια γοητεία. Ίσως εξ αιτίας της απρόσμενης θέσης που βρέθηκαν, ίσως γιατί το τετράδιο ήταν δικό της. Εκείνη – λίγους μήνες πριν, όταν της ανέφερε το γεγονός - δεν αρνήθηκε την αγάπη της για την ποίηση, αλλά διέψευσε κατηγορηματικά ότι ανακάτευε μαθηματικά και ποίηση στο ίδιο τετράδιο. « Θα ήταν έλλειψη στιλ εξ άλλου», δήλωσε γελώντας ανοιχτόκαρδα μεν, απαξιωτικά δε. Μα ο ίδιος είχε στα μάτια του καθαρή την εικόνα του χειρόγραφου με τα προσεκτικά, στρογγυλά, καλλιγραφικά γράμματα που πρόδιδαν έναν «θηλυκό» γραφικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί η μνήμη του να τον είχε απατήσει τόσο πολύ. Καμάρωνε γι αυτήν και καυχιόταν: εγώ δεν πρόκειται να πάθω ποτέ Αλτσχάιμερ. Την κρατούσε σε φόρμα με άσκηση, όπως έκανε και με το σώμα του. Αν μπορώ να κάνω τους μυς μου γραμμωτούς, γιατί όχι και τη μνήμη μου; Ένιωσε να χάνει το μυαλό του! Σοκαρίστηκε! Εκείνη προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις. « Ξέρεις, τώρα, πώς χτίζεται η μνήμη. Φτιάχνεις ένα φαντασιακό γεγονός και την άλλη μέρα προσθέτεις κάτι… και ξανά… και το οικοδόμημα ψηλώνει και πλαταίνει και βαθαίνει και γίνεται σιγά-σιγά “βίωμα” που το πιστεύεις λες και το ’ζησες.»
Δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της και σίγουρα η δική της μνήμη ήταν πιο αξιόπιστη για γεγονότα που την αφορούσαν άμεσα. Όμως ήταν από κείνους που δεν τα παρατούν εύκολα. Συνέχισε λοιπόν να σκάβει όλο πιο βαθειά, προσπαθώντας να ξεπεράσει τα όριά του, μέχρι που ένιωθε να πονάει. Αν μόνο κατάφερνε να θυμηθεί κάποιους στίχους… Σε κάποιες εκλάμψεις του νου, νόμισε πως αναγνώρισε σπαράγματα λέξεων ή φράσεων: « Ένα κοχύλι στο αριστερό του αυτί», ή « με την αλμύρα του έρωτα και τον καημό της θάλασσας». Οι μηχανές αναζήτησης ήταν ψυχρά κατηγορηματικές. «Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα. Υποδείξεις….» Αναγκάστηκε να το αποδεχθεί. Όσο κι αν δεν του άρεσε, η φαντασία του είχε δημιουργήσει ερήμην του «αναμνήσεις». Και το κυριότερο: δεν μπορούσε να ερμηνεύσει το γιατί. Έπαψε να ασχολείται με το γεγονός. Ή έτσι νόμιζε.
Γιατί, όπως πάντα στην ώρα της, ήλθε η άνοιξη. Τα δέντρα του κήπου του φούσκωσαν από χυμούς κι ένα ωραίο πρωί τον ξάφνιασαν καθώς αντάλλαξαν– μα πώς μέσα σε ένα βράδυ; - την ξύλινη γύμνια τους με την κάτασπρη γεμάτη ρόδινες αποχρώσεις εποχιακή στολή. Μέλισσες, αμέτρητες, τα περιτριγύρισαν βουίζοντας σ’ έναν οργασμό εργατικότητας. Κι ύστερα τ’ άνθη έπεσαν – έχοντας επιτελέσει το σκοπό της σύντομης ύπαρξής τους – στρώνοντας ένα λουλουδένιο χαλί πάνω στην πράσινη χλόη. Τα δέντρα άλλαξαν για μια ακόμα φορά εμφάνιση και φόρεσαν τα πράσινά τους. Τότε πλησίασε να καταμετρήσει το αποτέλεσμα όλης αυτής της έντονης διεργασίας: την καρποφορία. Η κερασιά, όπως κάθε χρόνο, τον απογοήτεψε. Πολύς θόρυβος για το τίποτα. Πολλή άχρηστη ομορφιά. Ελάχιστα τα πράσινα μπαλάκια που άγγιξε ένα-ένα με το χέρι του. «Κάτι πρέπει να κάνω μ’ αυτό το δέντρο.» Μεγαλοβδόμαδο ήταν, θυμήθηκε την ιστορία της ξηρανθείσης συκής. Ασυναίσθητα χάιδεψε τον λείο κορμό του δέντρου. « Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε τιμωρήσω.» Η ροδακινιά δεν ήταν στην καλύτερη εποχή της. Θα έτρωγε όμως αρκετά χυμώδη και ευωδιαστά ροδάκινα, μισά- μισά φυσικά με τους μπάμπουρες που τα διεκδικούσαν λες και τούς ανήκαν δικαιωματικά. Οι δύο βερικοκιές του, όμως! Τι ευλογία! Οι ανοιχτοπράσινοι, ελαφρά χνουδωτοί καρποί στόλιζαν τα κλαδιά κι εκείνα ψήλωναν για να τους αναδείξουν και καμάρωναν που τους είχαν αγκαλιά. Δεν θα περνούσε πολύς καιρός και θα αναγκάζονταν να σκύψουν προς τη γη καθώς θα τα βάραιναν οι χρυσοκόκκινοι ώριμοι καρποί και θα τον ευγνωμονούσαν όταν θα τα τρυγούσε και θα τα απάλλασσε από το πολύτιμο βάρος τους. Αισθάνθηκε μια γλύκα στον ουρανίσκο και ξεροκατάπιε.
« Θα ’ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.»
«Πώς το είπες αυτό; Θα ’ χουμε μπόλικους καρπούς εφέτος», θέλεις να πεις.
«Όχι… όχι αυτό δεν είναι πρόβλεψη, είναι στίχος», απάντησε το μέσα του.
ΣΤΙΧΟΣ!!!!
Όρμησε στο σπίτι χωρίς να νοιαστεί για τα χώματα που κουβάλησε και που λέρωσαν τα κάτασπρα πλακάκια. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά.
Σύνθετη αναζήτηση.
Κλικ.
Με τη ακριβή φράση.
Κλικ.
Πληκτρολόγησε: « Θα ’ χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.»
Enter.
Φως! Ιλαρό!
Οδυσσέας Ελύτης. Η αυτοψία.
Το μισό ποίημα του ήταν άγνωστο – δεν είχε βλέπεις την καλή τύχη να μελοποιηθεί και να αγγίξει το ευρύ κοινό. Το άλλο μισό όμως χάιδεψε τις ήδη οργωμένες αυλακιές του εγκεφάλου του. Είχε βρει το ποίημα του μπλε τετραδίου – για κάποιο λόγο εκεί είχε γραφτεί μόνο το μισό.
Η ΑΥΤΟΨΙΑ
……………………………………………………………………………………………
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μιά ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη,
λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.
Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι
στην θάλασσα, κατάμονος,
με το μαράζι του έρωτα και τη βοή του ανέμου.
Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,
δείχνουν ότι στ' αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,
κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκα
Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.
Χαλάρωσε κι έγειρε αναπαυτικά στην πλάτη της πολυθρόνας του, της χαμογέλασε και την καλωσόρισε. «Μη μου ξαναφύγεις, σ’ έχω ανάγκη». Η μνήμη του είχε επιστρέψει μέσα από πολύπλοκες δολιχοδρομήσεις. Εκεί που δεν το περίμενε πια, χωρίς συνειδητή προσπάθεια ή σαν καρπός της επίμονης προσπάθειάς του – ποιος μπορεί να το ξέρει; Πέρασε τα δάχτυλα ανάμεσα στα λευκά του μαλλιά σε μια μηχανική κίνηση που έκανε κάθε φορά που κάτι τον απασχολούσε. Στην ηλικία που η παραγωγή γεγονότων μειώνεται δραματικά, η μνήμη είναι πολύτιμος σύντροφος
Το κείμενο περιέχεται στο βιβλίο "Εκείνη κι Εκείνος" Για να το αποκτήσετε διαδικτυακά:
google-amazon eu-books-Rena V.Rapsomaniki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι κουβεντούλες μας