Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... πόλεμος.



Προσεισμική Ζάκυνθος, Ι. Μ.Προδρόμου


Η κήρυξη ενός πολέμου είναι μια συμφορά που χτυπάει αδιάκριτα.
Μα καθένας την βιώνει με την προσωπική του οπτική.
Όσο πιο ανώριμος είσαι τόσο πιο κοντόφθαλμη, τόσο πιο ευθυγραμμισμένη με το εγώ σου είναι η ματιά σου.
Κι εγώ ήμουν μια καλομαθημένη δεκαεξάχρονη κι όταν έσκασε ο κεραυνός-πόλεμος, εγώ άκουσα την  εξ ίσου εκκωφαντική ηχώ του -  θα φύγει για το μέτωπο, θα τον χάσω.
Ανέλπιστη ανακούφιση!  
Τη συνηθισμένη ώρα πέρασε από το σπίτι μας ντυμένος στο χακί.
Η αδελφή μου ήταν εκεί για να διχάζει τα συναισθήματά μου και να με προσγειώνει.
- Πώς γίνεται το αρχοντολόι  να υπηρετεί την πατρίδα από τα μετόπισθεν; 


Η έκρηξη πατριωτικού ενθουσιασμού που ακολούθησε τα πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα, η αίσθηση της επανάληψης της ιστορίας  Δαυίδ και  Γολιάθ, οι λαμπροί σημαιοστολισμοί που έδιναν γαλάζια λάμψη στο μουντό φθινόπωρο, η έξαψη του πρωτόγνωρου, ο θρίαμβος που βιώναμε ομαδικά σε κάθε επιτυχία του στρατού μας  έκανε τη μικρή μας κοινωνία να λειτουργεί προσανατολισμένη αποκλειστικά προς την νίκη που θεωρούσαμε και δίκαια και αυτονόητη. Οι νέοι έφευγαν με ενθουσιασμό για την πρώτη γραμμή και οι αποχαιρετισμοί στο λιμάνι από συγγενείς και φίλους έπαιρναν πανηγυρική μορφή. Οι οικογένειες έστελναν   φαντάρους στο μέτωπο χωρίς να γογγύζουν, χωρίς να κλαψουρίζουν κάτι περισσότερο, με καμάρι και  με μοναδική ευχή: " με τη νίκη". 


Οι παραφωνίες ελάχιστες και δακτυλοδεικτούμενες. Προσπαθούσα να εφεύρω δικαιολογίες, που αυτή την φορά δεν έπειθαν ούτε εμένα την ίδια, αφού τη σκέψη μου στοίχειωνε η κοροϊδευτική  λέξη: «κουραμπιές». Μα ο έρωτας διεκδικούσε τα δικαιώματά του και, παρόλα τα ενοχικά μου συναισθήματα, ένιωθα ευτυχισμένη που εξακολουθούσα να τον βλέπω γερό και δυνατό και δεν αγωνιούσα για κείνη τη σφαίρα που θα μπορούσε να του κόψει τη ζωή στα δυο ή να τον αφήσει μια ζωή σακάτη. 

Μου ζητούσε επίμονα μια συνάντηση. Έγραφε πως ήθελε να με νιώσει δίπλα του, ν' αγγίξει το χέρι μου, να βεβαιωθεί πως δεν ήμουν οπτασία. Το λαχταρούσα κι εγώ όσο τίποτα άλλο αλλά αν πριν από τον πόλεμο ήταν απλώς δύσκολο, τώρα που οι Ιταλοί ήταν μέσα στα πόδια μας  η περιφρούρηση της οικογένειας πολλαπλασιάστηκε και οι ευκαιρίες να ξεφύγω  ήταν απελπιστικά περιορισμένες. Έπρεπε να συμβούν γεγονότα που, αν και φαινομενικά άσχετα, έδωσαν υπόσταση σ' εκείνα τα αλησμόνητα ραντεβού.

Όταν η ιταλική κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή - τέλος του '43 - και οι Ιταλοί έφυγαν κακήν κακώς, το νησί πλημμύρισε από Γερμανούς διπλά μισητούς και τρομακτικούς. Ήταν απόγευμα όταν μια μαύρη, γυαλιστερή λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στο σπίτι μας κι από μέσα κατέβηκε ο οδηγός που άνοιξε με επισημότητα την πόρτα σε δυο Γερμανούς  αξιωματικούς, με πολλά αστέρια στον ώμο, και τον συνοδό διερμηνέα. Τα  χρειαστήκαμε όταν μάζεψαν όλη την οικογένεια  στην αυλή. Τα μαντάτα ήταν ότι το σπίτι μας επιτάσσεται κι ως αύριο το πρωί  έπρεπε να έχει εκκενωθεί. Από δω κι εμπρός θα αποτελούσε κατοικία των πέντε αξιωματικών του λόχου που θα στάθμευε στην περιοχή.  Εμείς, ωστόσο, μπορούσαμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα βοηθητικά κτίρια, δεν είχαμε τίποτα να φοβηθούμε από τους νέους ενοίκους. Ο πόλεμος δεν ήταν πια απόμακρος. Μας ακουμπούσε μέσα στην ίδια την εστία μας. Μέσα στην ένταση της μετακόμισης και την αγωνία για την μελλοντική υποχρεωτική συγκατοίκηση και τις αλλαγές που θα έφερνε στη ζωή μας, η πρώτη σκέψη του πατέρα ήταν να προφυλάξει ό,τι πολυτιμότερο είχε: τα κορίτσια. Με συνοδό τον μεγάλο  αδελφό  φυγαδευτήκαμε με μυστικότητα  και μετά από τρεις ώρες νυχτερινή πεζοπορία φτάσαμε στο ορεινό χωριό της μητέρας, και ριχτήκαμε με ανακούφιση στην  προστατευτική αγκαλιά  του παππού και της γιαγιάς. 

Δεν είχαν περάσει δυο μέρες και ο αδελφός μου εμφανίστηκε να μάς πάρει πίσω. Ένας  αξιωματικός είχε αντιληφθεί την απουσία μας και ζήτησε από τον πατέρα την επιστροφή μας, δίνοντας  τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι κανείς δεν επρόκειτο να απειλήσει την ασφάλειά μας. Ήταν η πρώτη από μια σειρά ευγενικές χειρονομίες που μας έκαναν να τους εκτιμήσουμε – ως ανθρώπους, ποτέ ως κατακτητές. Προσπαθούσαν να είναι διακριτικοί, χαιρετούσαν με αβροφροσύνη τη μητέρα και την θεία κάνοντας ελαφριά υπόκλιση και βγάζοντας το πηλίκιο, αντάλλασσαν κουβέντες στα γαλλικά με τον πατέρα, χάριζαν σοκολάτες στο μικρότερο αδελφό μου. Εμείς τα κορίτσια όμως, για τον φόβο των Ιουδαίων, αποφεύγαμε τις πολλές συναντήσεις μαζί τους, μένοντας τις περισσότερες ώρες στο μαγειρείο. 


Τα βράδια ξεχύνονταν από τ’ ανοιχτά παράθυρα άριες που έπαιζε το γραμμόφωνο και που δεν είχαν καμία σχέση με τις ανάλαφρες  μελωδίες από  ιταλικές όπερες με τις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι ήδη προπολεμικά. Η μουσική ηχούσε περίπλοκη, συμπαγής, επίσημη, μια μουσική ιδανικά λες φτιαγμένη για να συνοδεύει την βαριά γερμανική γλώσσα. Ένας ιδιαίτερος μυστικισμός δονούσε το μέσα μου καθώς άκουγα τα τρομπόνια και τις τρομπέτες να συνομιλούν με τα κόρνα και τα φαγκότα. Μουσική που γεννούσε ένα μόνο συναίσθημα: τρόμο.    

Ο Κουρτ, ένας νεαρός αυστριακός αξιωματικός – με μια έμφυτη τρυφεράδα που τον διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους – ανέπτυξε ιδιαίτερη οικειότητα με τη μητέρα. Ήταν φανερό ότι την θεωρούσε  υποκατάστατο της δικής του. Το πώς κατάφερναν να συνεννοούνται έμεινε μυστήριο άλυτο, εκείνη όμως ερχόταν με πληροφορίες για τη νεαρή, ξανθή κοπέλα, που την φωτογραφία της είχε δει στο πορτοφόλι του και, που εκείνος φοβόταν ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. « Κατάρα στον πόλεμο» έλεγε η μητέρα, σαν άλλη Εκάβη, κι εκείνος λες και καταλάβαινε, από τον τόνο  της φωνής ή από την γλώσσα του σώματος, κουνούσε θλιμμένος το κεφάλι συμφωνώντας.

 Η ζωή , θέλοντας και μη, μπήκε σε στρατιωτικούς ρυθμούς. Κάθε πρωί στην αυλή μας γινόταν η συγκέντρωση του λόχου. Πίσω από τις κλειστές γρίλιες, παρακολουθούσαμε με περιέργεια τα στρατιωτικά παραγγέλματα που εκτελούνταν με εκπληκτική ακρίβεια, τους φασιστικούς χαιρετισμούς, την ανάγνωση των ανακοινώσεων σε μια βαριά γλώσσα που δεν καταλαβαίναμε. Όλη την ημέρα οι χώροι γύρο από το σπίτι βρίσκονταν σε ασυνήθιστη κινητικότητα. Οι στρατιώτες θωράκισαν  την περιοχή  σκάβοντας λαγούμια στον όχτο απέναντι από το σπίτι και μέσα τοποθέτησαν κανόνια, ανεβάζοντας τον δείκτη επικινδυνότητας για μια πιθανή τοπική ανάφλεξη.  Για παραλλαγή σκέπασαν προσεκτικά με κλαδιά τα σκαμμένα  – να μην είναι αναγνωρίσιμα από τα συμμαχικά αεροπλάνα.  Καμιόνια  ξεφόρτωναν κορμούς από κυπαρίσσια που οι στρατιώτες τεμάχιζαν και  στοίβαζαν σε σωρούς για την τροφοδοσία της φωτιάς. Οι αποθήκες μας είχαν μετατραπεί σε μαγειρεία όπου οι μάγειροι επέβλεπαν σειρές από καζάνια με το καθημερινό συσσίτιο – συνήθως πατάτες μαγειρεμένες σε ποικιλία παραλλαγών. Οι αξιωματικοί είχαν προσωπικό μάγειρα που χρησιμοποιούσε την κουζίνα του σπιτιού. 

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη λαχταριστή μυρωδιά  ομελέτας που ξεχυνόταν από το παράθυρο. Δεν πεινούσαμε. Είμαστε  αγροτική οικογένεια που μπορούσε να επιβιώσει τρώγοντας  τα προϊόντα της γης, ακόμα κι εκείνες τις σκοτεινές μέρες, κι οι κότες μας όλο και κάποια αυγά γεννούσαν - για τα παιδιά τουλάχιστον. Η μητέρα μου είχε τη φήμη εξαιρετικής μαγείρισσας. Μα η ομελέτα της ποτέ δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί τη λαχταριστή μυρωδιά της ομελέτας του Γερμανού μάγειρα.


2 σχόλια:

  1. Δεν σας προλαβαίνω.. Έμπνευση ατέρμονη και ζωντανή! Χαίρομαι και περιμένω τη συνέχεια..Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Οι κουβεντούλες μας