Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... η διάσωση.

Σύγχρονη Ζάκυνθος


Στο πρώτο φως της ημέρας τα είδαμε! 
Δύο ναυαγοσωστικά έρχονταν προς το μέρος μας.
Τελικά το πλοίο είχε προλάβει να εκπέμψει σήμα κινδύνου.
Ένας ναύτης  έριξε μια κόκκινη φωτοβολίδα. 
Απάντησαν με τον ίδιο τρόπο. 
Μας είχαν εντοπίσει! 
Θέλαμε να χοροπηδήσουμε, ν' αγκαλιαστούμε, να χορέψουμε, να πανηγυρίσουμε, η λογική όμως μάς κρατούσε καθηλωμένους – όχι και να βρεθούμε στο νερό τώρα που η ελπίδα άγγιζε την πραγματικότητα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρεθήκαμε, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, να πίνουμε ζεστό καφέ στο μηχανοστάσιο του πλοίου. 
Ευτυχία! 
Μια λέξη που χρησιμοποιούμε και για μικρότερης έντασης συναισθήματα.
Μα αν έχεις έλθει φάτσα με φάτσα με το θάνατο, μόνο τότε μπορείς να την γευτείς απόλυτα και ολοκληρωτικά.    
Σε τέτοιες στιγμές η ανθρώπινη επαφή παίρνει άλλη διάσταση. Πώς να περιγράψουν οι λέξεις την  θέρμη του σφιχταγκαλιάσματος με τους συντρόφους; Αφήναμε τη γλώσσα του σώματος να πει όλα εκείνα που η γλώσσα του στόματος δυσκολευόταν να αρθρώσει.
-Γιατρέ μου… 
-Γλυτώσαμε, δάσκαλε!
Μα αμέσως μετά, αδυσώπητο ακολουθούσε το τραγικό ερώτημα: πόσοι ήμαστε; Πού είναι οι υπόλοιποι; Όταν και το τελευταίο ναυαγοσωστικό μπήκε στο λιμανάκι του μικρού νησιού Σάσσωνα – έξω από τις Αλβανικές ακτές - και όλοι οι ζωντανοί πατήσαμε επιτέλους στεριά, έγινε η τελική καταμέτρηση και ο τραγικός απολογισμός. 
Οι είκοσι πέντε είχαμε γίνει δεκατέσσερις. Έντεκα σύντροφοι από το νησί  έλειπαν. Για πάντα!
Από τους υπόλοιπους Έλληνες, ογδόντα ένας  διασώθηκαν - κάτι παραπάνω από τους μισούς. 
Ίδιο  το ποσοστό και για τους  Ιταλούς. 
Κάποιοι ανέλαβαν το τραγικό καθήκον της  αναγνώρισης  των πτωμάτων που είχαν περισυλλεγεί.  tα υπόλοιπα είχαν βρει υγρό τάφο στον βυθό της Αδριατικής.
Μα ακόμα και στο θάνατο δεν είμαστε ίσοι. Με ξεχωριστή φόρτιση αντικρίσαμε το πτώμα του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη – ο άδικος χαμός φαντάζει περισσότερο άδικος όταν πρόκειται για ήρωες. Λες και πιστεύουμε πως ο χάρος δεν έχει δικαίωμα να τους ακουμπά. Ο Δαβάκης είχε αναμετρηθεί μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια της Πίνδου και είχε βγει νικητής. Δεν του ’πρεπε να ταφεί στην Αλβανία έστω και μ' όλες τις στρατιωτικές τιμές που μπορέσαμε να αποδώσουμε. Για όλους.

Στο στρατόπεδο, η γλώσσα – που είχε πια πάρει μπρος – πήγαινε ροδάνι. Καθένας και μια διαφορετική ιστορία, καθένας και μια μικρή οδύσσεια. Γελάγαμε και κλαίγαμε μαζί. Αυτοσαρκαζόμαστε για τις άστοχες κινήσεις πανικού και καμαρώναμε για την όποια εφευρετικότητα είχαμε επιδείξει. Εξομολογούμαστε τις πιο μύχιες σκέψεις και εξιστορούσαμε το πώς ένα ασήμαντο γεγονός μπορούσε να μας οδηγήσει από την ηττοπάθεια στην ελπίδα και αντίστροφα, στεκόμαστε σε λεπτομέρειες – μερικές μάλιστα ευτράπελες. Κι ύστερα η κουβέντα ξεστράτιζε στους χαμένους. Πού τους είχαμε δει τελευταία φορά, ποια ήταν η τελευταία κουβέντα που ανταλλάξαμε, ποιος δισταγμός τους έκανε να χάσουν τα σωστικά μέσα, ποιος δεν άντεξε το κρύο και έχασε τη μάχη μέσα στην βάρκα; Πολύτιμες πληροφορίες που θα είχαμε το θλιβερό προνόμιο να μεταφέρουμε στους δικούς τους, αν…

Ζήσαμε δέκα μέρες ο ένας πάνω στον άλλο σε στρατόπεδα της Αλβανίας, σε χώρους  προορισμένους για έναν πολύ μικρότερο αριθμό κρατουμένων - με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μα η ταλαιπωρία ήταν, τη συγκεκριμένη στιγμή, το τελευταίο που μας απασχολούσε. Εκείνο που μας βασάνιζε ήταν η αβεβαιότητα για το αύριο και φυσικά κανένας, από κείνους που κρατούσαν την τύχη μας στα χέρια τους, δεν ήταν πρόθυμος να το συζητήσει μαζί μας. Οι  αισιόδοξες σκέψεις ότι οι Ιταλοί θα άλλαζαν σχέδια, από σεβασμό την περιπέτεια που ζήσαμε και τον αποδεκατισμό που υποστήκαμε, ανήκαν αποκλειστικά στο θυμικό μας. Η εναλλακτική λύση να  επιστρέψουμε στην πατρίδα, φυλακισμένοι έστω, διαψεύστηκε παταγωδώς. Στο λιμάνι του Δυρραχίου μάς περίμενε ένα πλοίο ακόμα μεγαλύτερο και ωραιότερο  από το προηγούμενο.

Η εισαγωγή του ταξιδιού η ίδια – και πώς να αποφύγεις τους συνειρμούς! 
Προσκλητήριο, διανομή σωσιβίων, οδηγίες… Σαν να ξαναβλέπαμε την ίδια ταινία τρόμου. Οι καιρικές συνθήκες, όμως, εντελώς διαφορετικές. Καθώς απομακρυνθήκαμε από τα παράλια, ένας δυνατός βοριάς σήκωνε κύματα που πλευροκοπούσαν το πλοίο και πλημμύριζαν το κατάστρωμα βγάζοντας τη γλώσσα στο τεράστιο ύψος του. Η θαλασσοταραχή, ωστόσο, αποδείχτηκε σύμμαχος αφού δυσκόλευε την ευστοχία των τορπιλών. Όμως κανείς δεν έκλεισε μάτι και εκείνη τη νύχτα. Σαν να μην έφταναν οι νωπές αναμνήσεις  που σμπαράλιαζαν  τα νεύρα μας, το σκηνικό έπαιρνε διαστάσεις θρίλερ καθώς πλαισιωνόταν από ανατριχιαστικούς ήχους.  Το πλοίο μετέφερε στ’ αμπάρια σιδερένια βαρέλια, όχι προσεκτικά ασφαλισμένα προφανώς, που οι κλυδωνισμοί τα έκαναν να συγκρούονται παράγοντας εφιαλτικούς μεταλλικούς ήχους. Από την άλλη, το πλήρωμα είχε κατεβάσει χαμηλά τις άγκυρες, για να κρατάνε ισοζύγιο, και κάθε φορά που εκείνες χτυπούσαν με ορμή τα πλευρά του πλοίου, εμείς πεταγόμαστε έντρομοι ψαχουλεύοντας τα σωσίβια.

Κι όμως το πλοίο αγκυροβόλησε με ασφάλεια κι εμείς αντικρίσαμε, στο απογευματινό φως που έσβηνε, την αξιοθρήνητη εικόνα του - μόλις την προηγούμενη νύχτα βομβαρδισμένου - λιμάνιου του Μπάρι. 
Μάθαμε ότι θα διανυκτερεύαμε στο πλοίο.
Για να περάσουμε μια ακόμα νύχτα αγκαλιά με τον φόβο.
Όχι πια των υποβρυχίων, αλλά των βομβαρδιστικών. 


Συνεχίζεται...


Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Χαρά Θ. για την φωτογραφία της ανάρτησης. 

2 σχόλια:

  1. 21 Ιανουαρίου 1979,επέτειος πιθανά της πιο σημαντικής μέρας της ζωής του (151 μέρες πριν την μεγάλη έξοδο), Νοσοκομείο Ευαγγελισμός δωμάτιο 621 .
    ""Δεν θάταν καλλίτερα νάχα φύγει τότε στα νερά της Ανδριατικής ???""...........Ποιος τάχα από εμάς να ήξερε
    και τι να του απαντούσε???........................

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΟΧΙ.
      Στα χρόνια που μεσολάβησαν έκλεισε κάποιους κύκλους ζωής (όχι όλους όσους του έπρεπαν).
      Είδε παιδιά, είδε εγγόνια, άκουσε δίπλα στην κολυμπήθρα μια νέα ζωή να παίρνει το όνομά του, έθαψε τον πατέρα του όπως είναι το σωστό να γίνεται .(Όλααυτά είναι μια μορφή αθανασίας). Διαμόρφωσε ένα πλήθος από άγουρα παιδιά σε εν δυνάμει μορφωμένα άτομα.
      Άφησε το στίγμα του πάνω στη γη.
      Πέρασε χαρές, λύπες, καταστροφές...
      Αγαπήθηκε, μισήθηκε, συκοφαντήθηκε, επαινέθηκε...
      Με μια λέξη: ΕΖΗΣΕ

      Διαγραφή

Οι κουβεντούλες μας